Η πιο συναρπαστική ποδοσφαιρική ιστορία του κόσμου είχε το happy end που όλοι προσδοκούσαν. Η «φτωχή» Λέστερ του (ανεπιθύμητου στην Ελλάδα) Κλαούντιο Ρανιέρι, η οποία μπήκε στη σεζόν ως ένα από τα δυο μεγαλύτερα φαβορί για υποβιβασμό, είναι από χθες (Δευτέρα) βράδυ Πρωταθλήτρια Αγγλίας – για πρώτη φορά στα 132 της χρόνια. Το απίθανο νίκησε τα προγνωστικά και τη λογική. Μαζί με τις «Αλεπούδες» θριάμβευσε και η ελπίδα: ότι στα γήπεδα -και στη ζωή- τα πάντα μπορούν να συμβούν.
Ο επίλογος του παραμυθιού έχει τη σημειολογία του. Γράφτηκε -δυο αγωνιστικές πριν από το τέλος της φετινής Premier League- σε ένα γήπεδο όπου ο Ιταλός τεχνικός εργάστηκε (2000-2004) και λατρεύτηκε από το κοινό της Τσέλσι, προτού απολυθεί από τον Ρόμαν Αμπράμοβιτς ως ανίκανος να φέρει τίτλο. Ο διάδοχός του, ο Ζοσέ Μουρίνιο, τον κατέκτησε (το 2005) αδειάζοντας το πορτοφόλι του Ρώσου μεγιστάνα. Για να έρθει -11 χρόνια αργότερα- ο Ρανιέρι και να σηκώσει το ίδιο τρόπαιο με το 17ο χαμηλότερο μπάτζετ της Κατηγορίας.
Στο «Στάμφορντ Μπριτζ» η πρώην ομάδα του Ρανιέρι έπαιξε απέναντι στην Τότεναμ λες και διεκδικούσε η ίδια το Πρωτάθλημα. Αν και τα «Σπιρούνια» προηγήθηκαν με 2-0, σε ένα γήπεδο στο οποίο δεν έχουν καταφέρει να νικήσουν εδώ και 25 χρόνια, η Τσέλσι μείωσε στο 58′ και -τελικώς- ισοφάρισε στο 83′ με τον… πεθαμένο (φέτος) Αζάρ. Ο οποίος, προ ημερών, είχε δηλώσει δημοσίως ότι θέλει να το πάρει η Λέστερ. Αυτό το 2-2 ήταν η ταφόπλακα των ελπίδων της Τότεναμ. Λίγα λεπτά πριν από τα μεσάνυχτα, ο Ρανιέρι χοροπηδούσε πάνω σε μια καρέκλα, και οι ποδοσφαιριστές του… γκρέμιζαν το σπίτι του Τζέιμι Βάρντι, όπου είχαν συγκεντρωθεί για να δουν όλοι μαζί τον αγώνα Τσέλσι – Τότεναμ.
«Είμαι αυτός που ήμουν και στην Ελλάδα, δεν έχω αλλάξει», υπενθύμισε σε δηλώσεις του ο Ρανιέρι
Στις πρώτες δηλώσεις του μετά την κατάκτηση του τίτλου, ο Ρανιέρι πέταξε τη σπόντα του για την Ελλάδα, από την οποία έφυγε ως αποτυχημένος: «Πάντα πίστευα ότι θα μπορούσα να πάρω ένα Πρωτάθλημα. Είμαι ο ίδιος άνθρωπος που έδιωξαν από την Ελλάδα, πριν από ενάμισι χρόνο, και πολλοί είχαν ξεχάσει τι είχα καταφέρει (στο παρελθόν). Είμαι αυτός που ήμουν και στην Ελλάδα, δεν έχω αλλάξει. Θέλω να το αφιερώσω (το Πρωτάθλημα) σε όσους με πίστεψαν».
Οταν το ημερολόγιο έγραφε 7 Φεβρουαρίου 2015, η Λέστερ είχε βυθιστεί στην τελευταία θέση του βαθμολογικού πίνακα της Premier League. Τι της συνέβη, μέσα σε 15 μήνες, κι έφτασε σήμερα να αναπαύεται στον θρόνο του αγγλικού ποδοσφαίρου; Ποιος πιστώνεται αυτό το ποδοσφαιρικό θαύμα θαυμάτων;
- Ο Ριγιάντ Μαχρέζ, ο οποίος την περασμένη εβδομάδα ψηφίστηκε από τους συναδέλφους του στην Αγγλία ως ο κορυφαίος της σεζόν; Χωρίς τις καθοριστικές ασίστ του αλλά και τα 12 γκολ που πέτυχε εκτός έδρας, πιθανότατα η ομάδα του θα είχε καταρρεύσει.
- Ο Τζέιμι Βάρντι, τον οποίο προτίμησαν με την ψήφο τους οι αθλητικοί συντάκτες της χώρας; Χωρίς τα γκολ του αρχισκόρερ της, η Λέστερ δεν θα είχε συγκεντρώσει ούτε τους μισούς βαθμούς της.
- Μήπως ο Καντέ, ο Γάλλος χαφ που οι ειδικοί του ποδοσφαίρου (όπως ο σερ Αλεξ Φέργκιουσον, ο Γκλεν Χοντλ και ο Γκάρι Λίνεκερ) θεωρούν ότι ήταν ο πολυτιμότερος ποδοσφαιριστής της, με τα κλεψίματα και τα τρεξίματά του σε κάθε σπιθαμή του τερέν;
- Ο Ρανιέρι, ο οποίος με την κυνικά αποτελεσματική τακτική του και τα ψυχολογικά κόλπα του κατάφερε να εμπνεύσει αυτοπεποίθηση σε ένα γκρουπ μέτριων ποδοσφαιριστών και να τους κάνει να νιώθουν γίγαντες μέσα στο γήπεδο;
Ολοι αυτοί -και οι υπόλοιποι- μαζί, απαντά ο χολιγουντιανός σεναριογράφος των δύο πρώτων ταινιών «Goal», Αντριαν Μπούτσαρντ. Θέλοντας να μεταφέρει στο σινεμά το έπος της Λέστερ, τις τελευταίες εβδομάδες παρακολουθεί την ομάδα από πολύ κοντά. Αρχικώς είχε σκεφτεί να επικεντρωθεί στη συναρπαστική ιστορία του Τζέιμι Βάρντι, που μέχρι πριν από μερικά χρόνια έπαιζε μπάλα δουλεύοντας παράλληλα σε εργοστάσιο. Αλλά, όταν ο Αγγλος φορ τιμωρήθηκε και έμεινε εκτός γηπέδων, ο Μπούτσαρντ άλλαξε γνώμη. Παρατηρώντας με πόση αυταπάρνηση οι συμπαίκτες του προσπαθούσαν να καλύψουν το κενό του, αντιλήφθηκε ότι το μυστικό αυτής της επιτυχίας είναι η ομαδική προσπάθεια. Οτι η δύναμη των «Αλεπούδων» είναι η ίδια η ομάδα, και όχι μεμονωμένα άτομα. Ετσι, αν και ο Βάρντι θα παραμείνει κεντρικός χαρακτήρας, αποφάσισε να τους βάλει όλους στο κάδρο.
Αυτό το «δέσιμο» των ποδοσφαιριστών της Λέστερ μεταξύ τους ήταν, άλλωστε, το πρώτο πράγμα που κίνησε την προσοχή του Ρανιέρι. Οτι όλοι ήταν φίλοι. Λογικό, σε μια πόλη όπως το Λέστερ, όπου τη δεύτερη εβδομάδα… βαριέσαι που ζεις. Οι παίκτες περνούσαν μαζί τον ελεύθερο χρόνο τους, και ο πανέξυπνος Ιταλός σκέφτηκε να το καλλιεργήσει. Είναι γνωστή η ιστορία για το πώς τους επιβράβευε, κάθε φορά που δεν δέχονταν γκολ, με πίτσες, γλυκά και αλκοόλ, στο εστιατόριο «Peter Pizzeria», στο κέντρο της πόλης. Χρησιμοποίησε και πολλά άλλα τεχνάσματα. Τους έκανε πραγματικά αχώριστους.
Μια μικρή ιστορία είναι χαρακτηριστική: Στις 2 Ιανουαρίου 2016, η Λέστερ πατάει στην κορυφή της βαθμολογίας για πρώτη φορά, και ο Ρανιέρι αποφασίζει να επιβραβεύσει τους παίκτες του με διήμερο ρεπό. Ο Κάσπερ Σμάιχελ, ο τερματοφύλακας, ρίχνει την ιδέα στα αποδυτήρια: «Παιδιά, πάμε Κοπεγχάγη, που έχει καρναβάλι;». Και πήγαν. Εσείς έχετε ξανακούσει για επαγγελματική ομάδα, στην οποία όλοι οι παίκτες να ξοδεύουν το ρεπό τους παρέα; Ποτέ και πουθενά αλλού…
Ο Ρανιέρι είχε κι άλλα κόλπα, για να αποφορτίζει τους παίκτες του από την πίεση του αποτελέσματος, να τους κάνει να χαίρονται την προπόνηση και τον αγώνα, να παίζουν στο 100% των δυνατοτήτων τους για χάρη του. Πέρα από το καθαρά αγωνιστικό κομμάτι, ο… ιταλικός χαρακτήρας του βοήθησε ώστε η Λέστερ να αντιληφθεί αυτή την κούρσα προς τον τίτλο σαν ένα ωραίο παιχνίδι. Να το διασκεδάσει, χωρίς να λυγίσει από το άγχος των προσδοκιών που, από κάποια στιγμή και μετά, έγιναν… παγκόσμιες. Παραλλήλως, ο Ρανιέρι κατήργησε όλα τα «πρέπει», τα «όχι» και τα «μη» που επιβάλλει η σύγχρονη επιστήμη του ποδοσφαίρου. Εθεσε στην ομάδα τους δικούς του, πρωτόγονους κανόνες. Ζήτησε μόνο να τηρούνται κατά γράμμα.
Αλλά, για όποιον γνωρίζει την ιστορία από την αρχή, μπορεί να ήταν και γραφτό -της Λέστερ- να φτάσει σε αυτό το θαύμα. Διότι κάποια πράγματα δεν πέτυχαν. Ετυχαν. Κορυφαίο παράδειγμα, ο τρόπος με τον οποίο προσλήφθηκε ο αρχιτέκτονας της επιτυχίας: Εχοντας κατακτήσει τον τίτλο στην Championship (Β’ Κατηγορία), θεωρητικά δεν υπήρχε λόγος να απολυθεί ο Νάιτζελ Πίρσον από τον πάγκο της Λέστερ. Πράγματι, το καλοκαίρι είχε το «ok» του αφεντικού για να χτίσει την ομάδα της επόμενης σεζόν. Απολύθηκε, όμως, μία μέρα πριν από την έναρξη της μεταγραφικής περιόδου. Τι είχε συμβεί; Κάτι απίστευτο, που έφερε τον Κλάουντιο Ρανιέρι ξανά στην Αγγλία.
Στην τουρνέ της ομάδας στην Ταϊλάνδη, λίγο μετά τη λήξη του περασμένου πρωταθλήματος, ο γιος του Πίρσον είχε τη φαεινή ιδέα να οργανώσει μια βραδιά οργίων με τρεις Ταϊλανδές, στην οποία συμμετείχαν δυο συμπαίκτες του. Αποφάσισαν, μάλιστα, να τη βιντεοσκοπήσουν. Σε αυτό το βίντεο, το οποίο διέρρευσε στα social media, ο γιος του προπονητή φαίνεται να προσβάλλει με χυδαίο και ρατσιστικό τρόπο τις τρεις ιερόδουλες. Απαράδεκτο, έτσι κι αλλιώς, όμως στην περίπτωσή μας υπήρχε και μια… λεπτομέρεια: οι ιδιοκτήτες της Λέστερ είναι από την Ταϊλάνδη. Ο 52χρονος Πίρσον παραιτήθηκε, και -επειδή ο χρόνος πίεζε- κλήθηκε επειγόντως ο Ρανιέρι. Ολα όσα ζούμε σήμερα μπορεί να μην είχαν συμβεί, αν δεν υπήρχε αυτό το sex-tape.
Ετυχε. Αλλά, στη συνέχεια, πέτυχε. Με ένα μαγικό σκάουτινγκ από τον Ιταλό προπονητή και τους συνεργάτες του. Για κανέναν από τους παίκτες που αποτέλεσαν τη «ραχοκοκκαλιά» της δεν ξοδεύτηκαν τρελά ποσά. Η ακριβότερη μετεγγραφή της Λέστερ, το περασμένο καλοκαίρι, ήταν ο Οκαζάκι με 7 εκατ. λίρες. Οι τέσσερις μεγάλοι πρωταγωνιστές της κόστισαν -μαζί- 8 εκατ. λίρες. Ο Καντέ, που πλέον είναι περιζήτητος σε όλη την Ευρώπη, 5,6 εκατ. λίρες, από ένα εκατομμύριο ο Βάρντι και ο Σμάιχελ, και 350.000 ο Μαχρέζ. Ολοι μαζί οι 11 βασικοί παίκτες του Ρανιέρι αποκτήθηκαν έναντι 22 εκατ. λιρών, ενώ η Τσέλσι -για παράδειγμα- δαπάνησε 32 εκατ. λίρες για να πάρει στο «Στάμφορντ Μπριτζ» μόνο τον Ντιέγκο Κόστα.
Οταν ο σύλλογος ανακοίνωσε την απόκτηση του Ριγιάντ Μαχρέζ από τη Χάβρη, οι οπαδοί της Λέστερ έγραφαν στα social media: «Ποιος σκ@τ@ είναι ο Μαχρέζ;». Ηταν αυτός που το 2016 έμελλε να ανακηρυχθεί κορυφαίος της σεζόν από την Ενωση Επαγγελματιών Ποδοσφαιριστών. Ο Αλγερινός μεσοεπιθετικός κόστισε στη Λέστερ μόλις 515.000 ευρώ και είναι ο φθηνότερος παίκτης που κατέκτησε αυτή τη διάκριση από συστάσεως της Premier League. Ο Μαχρέζ κοστολογείται σήμερα στα 40 εκατ. ευρώ. Ο Βάρντι, που κανένας δεν τον ήθελε στην ομάδα του ούτε δωρεάν, αλλά -μεταξύ άλλων- έσπασε το ρεκόρ του φαν Νίστελροϊ (σκοράροντας σε 11 διαδοχικά ματς στην Premier League), τώρα έχει τιμή πώλησης 30 εκατ. ευρώ. Και πάει λέγοντας.
Ο ίδιος ο καπετάνιος της ομάδας, ο Ρανιέρι, υπέγραψε συμβόλαιο συνεργασίας μέχρι το 2018, με τις ετήσιες (εγγυημένες) αποδοχές του να είναι κάτι λιγότερο από 1.500.000 λίρες. Τώρα, η διοίκηση είναι έτοιμη να του δείξει την ευγνωμοσύνη της για όσα έχει προσφέρει στην ομάδα με έναν εντυπωσιακό τρόπο. Οπως αποκάλυψε η Mirror, ο 64χρονος τεχνικός θα δει τις αποδοχές του να διπλασιάζονται. Λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι το άμεσο (αλλά όχι και μοναδικό) οικονομικό όφελος της Λέστερ από την κατάκτηση του τίτλου ξεπερνά τις 100.000.000 λίρες. Πάντως, ακόμα και με διπλασιασμό των αποδοχών του, το κασέ του Ρανιέρι θα είναι πολύ χαμηλότερο σε σχέση με τα χρήματα που θα πάρει ο Πεπ Γκουαρντιόλα στη Μάντσεστερ Σίτι (16.000.000 λίρες ετησίως) ή ο Αρσέν Βενγκέρ στην Αρσεναλ (8.000.000 λίρες).
Για δυο δεκαετίες κυνηγούσε ο Ρανιέρι ένα Πρωτάθλημα – και το πέτυχε με ένα ποδοσφαιρικό θαύμα
Πάνω απ’ όλα, η ανταμοιβή του Ρανιέρι είναι ηθική. Κυνηγούσε ένα Πρωτάθλημα εδώ και 20 χρόνια, από τη σεζόν 1995-1996, κι όλο του ξεγλιστρούσε στο τέλος. Στις αρχές Φεβρουαρίου 1996 βρισκόταν -με τη Φιορεντίνα- στο πρώτο σκαλί της βαθμολογίας της Serie A, όμως έπειτα από ένα αήττητο σερί 15 αγώνων, η ομάδα του… κλάταρε.
Τον Φλεβάρη του 1999, αυτή τη φορά στην Ισπανία με τη Βαλένθια, τέτοιες ημέρες καταδίωκε την Μπαρτσελόνα, από την οποία απείχε μόλις έναν βαθμό. Αλλά μέχρι το φινάλε του πρωταθλήματος, η ομάδα του Ιταλού υποχώρησε στην 4η θέση. Η φετινή Λέστερ μοιάζει σε πολλά, στον τρόπο παιχνιδιού, με εκείνη τη Βαλένθια…
Περνώντας από την Τσέλσι, τερμάτισε στη 2η θέση τη σεζόν 2003-2004, διεκδικώντας το Πρωτάθλημα. Δεν το πήρε, όμως εκείνη η δεύτερη θέση ήταν η ψηλότερη που είχε κατακτήσει η ομάδα τα τελευταία 49 χρόνια. Στη Γιουβέντους, την αγωνιστική περίοδο 2008-2009, τα ίδια. Οι προσδοκίες ήταν μεγάλες και ο Ρανιέρι θεωρήθηκε οτι απέτυχε, αν και ο σύλλογος είχε επιστρέψει στην Α’ Κατηγορία πριν από μόλις δύο χρόνια.
Στη Ρόμα, το 2010, στην ομάδα που αγαπούσε από μικρό παιδί, έκανε τα πάντα για να κατακτήσει το Πρωτάθλημα. Με 24 ματς χωρίς ήττα και στην κορυφή τέσσερις αγωνιστικές πριν από το φινάλε, όλα χάθηκαν σε ένα παιχνίδι απέναντι στην Ουντινέζε. Τελευταία απόπειρα, τη σεζόν 2013-2014 στον πάγκο της Μονακό. Πάλι προσδοκίες και πολύ υψηλές απαιτήσεις, ωστόσο είχε μόλις αρχίσει η απόλυτη κυριαρχία της Παρί Σεν Ζερμέν. Ο Ρανιέρι είχε πει, μάλιστα, πως «η Παρί μπορεί να πάρει το πρωτάθλημα και με τη δεύτερη ομάδα της».
Βεβαίως, η πιο τραυματική εμπειρία της καριέρας του ήταν το πέρασμά του από τον πάγκο της Εθνικής Ελλάδος. Προσελήφθη τον Ιούλιο του 2014 -υποτίθεται για δυο χρόνια, με ετήσιες αποδοχές 800.000 ευρώ- αλλά εκδιώχθηκε σε λίγους μήνες, προτού καν μπούμε στο 2015. Τον είπαν «άσχετο», «ηττοπαθή», «συνταξιούχο», «γυρολόγο», «φόρεστ γκαμπ» και «μετρ των αποζημιώσεων». Τον χρυσοπλήρωσαν για να απαλλαγούν απ’ αυτόν. Του φόρτωσαν όλα τα στραβά κι ανάποδα της ομάδας. Αραγε, σήμερα, θα του στείλουν συγχαρητήριο τηλεγράφημα;
Ο Ρανιέρι έγινε χθες ο τρίτος Ιταλός προπονητής που σηκώνει το τρόπαιο στην Αγγλία, μετά τους Ρομπέρτο Μαντσίνι και Κάρλο Αντσελότι, και ο τέταρτος που έχει κατακτήσει κάποιο τίτλο, και στην Αγγλία (Πρωτάθλημα με Λέστερ), και στην Ισπανία (Κύπελλο το 1999 με τη Βαλένθια), και στην Ιταλία (Κύπελλο το 1996 με τη Φιορεντίνα). Πριν από αυτόν, το είχαν πετύχει οι Ράφα Μπενίτεθ, Ζοσέ Μουρίνιο και Κάρλο Αντσελότι.
Με αφορμή τη Λέστερ, αρκετά αγγλικά δημοσιεύματα θυμήθηκαν τις μεγάλες ποδοσφαιρικές εκπλήξεις του παρελθόντος, αναφέροντας πρώτη απ’ όλες την κατάκτηση του Euro από την Ελλάδα. Σχολιάζουν, ωστόσο, πως η επιτυχία της Λέστερ είναι σπουδαιότερη από αυτή των Ελλήνων του Ρεχάγκελ. Ο λόγος είναι, όπως εξηγεί η Daily Telegraph, πως η τύχη μπορεί να παίξει πολύ σημαντικό ρόλο όταν πρόκειται για λιγοστά ματς, σαν εκείνα τα νοκ-αουτ που έδωσε η Ελλάδα, όμως δεν ισχύει το ίδιο σε έναν ποδοσφαιρικό «μαραθώνιο» 38 αγωνιστικών, σαν αυτόν του αγγλικού πρωταθλήματος.
Μεγάλο «μπαμ», όπως και να ‘χει. Τόσο μεγάλο, ώστε ουδείς από τους παίκτες της Λέστερ είχε προβλέψει να περιλάβει στο συμβόλαιό του πριμ κατάκτησης του τίτλου… Υπάρχει μόνο ένα σύστημα πριμοδότησης, ανά 10 κερδισμένους βαθμούς. Κανείς δεν περίμενε κάτι παραπάνω. Αλλά ο Vichai Srivaddhanaprabha έσπευσε να διορθώσει αυτή την αβλεψία. Υποσχέθηκε στους ποδοσφαιριστές ένα δωρεάν ταξίδι στο Λας Βέγκας, αξίας ενός εκατ. λιρών, και 40.000 λίρες στον καθέναν τους, για να τις ξοδέψουν στα καζίνο ή όπου αλλού επιθυμούν.
Ολος ο κόσμος έγινε… μπλε. Μόνο οι οπαδοί της Τότεναμ, ασφαλώς, δεν ήθελαν να το πάρει η Λέστερ. Οι υπόλοιποι, ήταν με τους πρωταγωνιστές αυτού του απίστευτου παραμυθιού. Αυτό που συμβαίνει -τα τελευταία χρόνια- στο αγγλικό ποδόσφαιρο, δηλαδή η ικανότητα των μικρών ομάδων να «κοιτάζουν στα μάτια» τις πλούσιες και ισχυρές, είναι το χαρακτηριστικό που κάνει την Premier League να ξεχωρίζει από τα άλλα μεγάλα πρωταθλήματα: της Ισπανίας, της Ιταλίας ή της Γερμανίας. Μόνο που, φέτος, η Λέστερ… το τερμάτισε.