O Guardian για μια χώρα που νίκησε τον λευκό θάνατο / Η Haaretz για ένα μίσος που απλώς επαναλαμβάνεται / Οι New York Times για μια σχέση αλληλεξάρτησης / Και η Corrriere della Sera…

The Guardian

Μοντέλα/ Πώς η Πορτογαλία καθάρισε (και) με τα ναρκωτικά

Αν είναι η ίδια η Πορτογαλία «Πορτογαλία του Νότου» και αφού «Δανία του Νότου» δεν πρόκειται να γίνουμε ποτέ, τότε ποιο μοντέλο απομένει να αντιγράψουμε;

Αυτή τη φορά, πάντως, δεν είναι οι οικονομικές επιδόσεις της χώρας της Ιβηρικής, η έξοδός της από τα Μνημόνια και ο ζηλευτός συνδυασμός λιτότητας και παροχών που κατάφερε να εφαρμόσει η χώρα. Είναι η πολιτική της απέναντι στα ναρκωτικά – και δεν μας αφορά λιγότερο εάν φέρει κανείς στο μυαλό του τις εικόνες στο κέντρο της Αθήνας.

Όταν εμφανίστηκαν τα ναρκωτικά στην Πορτογαλία, γράφει ο Guardian, σάρωσαν τα πάντα. Ήταν η δεκαετία του 1980, και από τη στιγμή που ένας στους δέκα ανθρώπους – τραπεζίτες, φοιτητές, ξυλουργοί, κοσμικοί, ανθρακωρύχοι – είχε πέσει στα βάθη της χρήσης της ηρωίνης,  η Πορτογαλία βρέθηκε σε κατάσταση πανικού.

Ο Αλβάρο Περέιρα εργαζόταν ως οικογενειακός γιατρός στο Ολχάο στη Νότια Πορτογαλία. «Οι άνθρωποι έπαιρναν τη δόση τους στο δρόμο, σε πλατείες, σε κήπους» λέει. Η κρίση άρχισε από το νότο. Η δεκαετία του 1980 ήταν μια ευημερούσα περίοδος για το Ολχάο. Αλλά μέχρι το τέλος της δεκαετίας, η ηρωίνη άρχισε να εκβράζεται στις ακτές της περιοχής.

Εν μία νυκτί, έγινε μία από τις πρωτεύουσες των ναρκωτικών της Ευρώπης: ένας στους εκατό Πορτογάλους πάλευε με την εξάρτηση από την ηρωίνη εκείνη την εποχή, αλλά ο αριθμός ήταν ακόμη υψηλότερος στο νότο. Οι τίτλοι στον τοπικό Τύπο έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου σχετικά με τους θανάτους από υπερβολική δόση και την αύξηση της εγκληματικότητας.

Το ποσοστό μόλυνσης από τον ιό HIV στην Πορτογαλία ήταν το υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Περέιρα υπενθύμιζε στους απελπισμένους ασθενείς και τις οικογένειες τους να απευθύνονται συνεχώς σε αυτόν,  είτε ήταν τρομοκρατημένοι, μπερδεμένοι, είτε ικέτευαν για βοήθεια. «Ενεπλάκην», είπε, «μόνο και μόνο επειδή διακατεχόμουν από άγνοια».

Και πράγματι, τότε υπήρχε μεγάλη άγνοια: Επειτα από σαράντα χρόνια αυταρχικής διακυβέρνησης υπό τον Αντόνιο Σαλαζάρ, η εκπαίδευση είχε κατασταλεί,  τα  εκπαιδευτικά ιδρύματα είχαν αποδυναμωθεί και το όριο ηλικίας που επέτρεπε την εγκατάλειψη του σχολείου είχε μικρύνει. Μια στρατηγική που αποσκοπούσε να κρατήσει τον πληθυσμό πειθήνιο.

Η χώρα ήταν κλειστή στον έξω κόσμο, οι άνθρωποι έχασαν το τρένο των πειραματισμών και των πολιτιστικών ρευμάτων της δεκαετίας του 1960.

Όταν η χούντα έπεσε το 1974 με την Επανάσταση των Γαρυφάλλων, η Πορτογαλία εκτέθηκε ξαφνικά σε νέες αγορές και επιρροές. Στο παλαιό καθεστώς, η Coca-Cola ήταν απαγορευμένη και για την κατοχή ενός αναπτήρα χρειαζόταν άδεια. Όταν η μαριχουάνα και η ηρωίνη άρχισαν να κατακλύζουν τη χώρα, τη βρήκαν εντελώς απροετοίμαστη.

Και να πώς έγινε το θαύμα: Το 2001, σχεδόν δύο δεκαετίες μετά την τυχαία εξειδίκευση του Περέιρα στον εθισμό των ναρκωτικών, η Πορτογαλία έγινε η πρώτη χώρα που αποποινικοποίησε την κατοχή και την κατανάλωση όλων των παράνομων ουσιών. Τα επόμενα χρόνια παρατηρήθηκαν θεαματικές μειώσεις της  χρήσης ναρκωτικών, του ιού HIV και της ηπατίτιδας, των θανάτων από υπερβολική δόση, του εγκλήματος που σχετίζεται με τα ναρκωτικά και των ποσοστών φυλάκισης.

Θα ήταν παραπλανητικό, ωστόσο, να πιστωθούν αποκλειστικά αυτά τα θετικά αποτελέσματα σε μια νομοθετική αλλαγή. Τίποτα δεν θα είχε συμβεί χωρίς μια τεράστια πολιτισμική στροφή. Ο νόμος ήταν απλώς μια αντανάκλαση των μετασχηματισμών που είχαν ήδη γίνει σε κόμματα, κλινικές, φαρμακεία και στις συζητήσεις γύρω από τα οικογενειακά τραπέζια σε όλη τη χώρα. Συζητήσεις ανοικτές, χωρίς ιδεοληψίες και εμμονές.

Μάλλον στο ανοικτό πνεύμα βρίσκεται η λύση – από τα ναρκωτικά έως την οικονομία.

Φωτό: «Οι άνθρωποι έπαιρναν τη δόση τους στο δρόμο, σε πλατείες, σε κήπους» Πηγή: Shutterstock

Haaretz

Συγκρίσεις/ Μήπως τους μισεί όπως μισούσε εκείνους;

Mήπως η ευρωπαϊκή ακροδεξιά μισεί τους μουσουλμάνους με τον ίδιο τρόπο που μισούσε τους Εβραίους; Αυτό αναρωτιέται στην Haaretz ο Τζέιμς Ρέντο με αφορμή την ενέργεια του Ντόναλντ Τραμπ να «ριτουϊτάρει» ισλαμοφοβικό υλικό από λογαριασμό της βρετανικής Ακρας Δεξιάς.

«Εχουμε ξανασυναντήσει κάτι παρόμοιο;»,  αναρωτιέται ο Ρέντον. «Αυτή η ισλαμοφοβία δεν είναι βασισμένη στα ίδια ψέματα, τους ίδιους φόβους και τις ίδιες θεωρίες που εδώ και αιώνες τροφοδότησαν τον αντισημιτισμό της ηπείρου; Φαίνεται ότι ο ρατσισμός απλώς μεταβάλλει τους στόχους του, κάποτε ήταν επικεντρωμένοι στο αντισημιτικό μίσος».

Αλλά η ιστορία των δεσμών και των παραλληλισμών μεταξύ εκείνων που μισούν τους Εβραίους και εκείνων που μισούν τους Μουσουλμάνους είναι πολύ παλιά: από τον Μεσαίωνα (για τον Χριστιανισμό, οι Εβραίοι και οι Μουσουλμάνοι ήταν μία φυλή) έως στην αντι-ισλαμική αναβίωση μετά τις επιθέσεις στους δίδυμους πύργους το 2001 και στη συνέχεια στη σφαγή στο Μπατακλάν το 2015.

«Στην Ευρώπη του 2017, η προκατάληψη ενάντια στο Ισλάμ και τους Μουσουλμάνους είναι πλέον ενδημική» γράφει και ισραηλινός αναλυτής και μάλλον συμφωνεί η Διεθνής Αμνηστία που λέει ότι ο φόβος των μουσουλμάνων ως πιθανών τρομοκρατών έχει γίνει αναπόσπαστο μέρος της πολιτικής.

Κάποιοι αναλυτές σημειώνουν, μάλιστα, ότι «η σημερινή κατάσταση θυμίζει τον αντισημιτισμό της δεκαετίας του 1930». Αλλοι πάλι επισημαίνουν ότι πέρα από τις ομοιότητες υπάρχουν και θεμελιώδεις διαφορές. «Ο Γκέερντ Βίλντερς μπορεί να ζήτησε να απαγορευτούν τα τζαμιά στην Ολλανδία, αλλά δεν απαιτεί να εκδιωχθούν οι Μουσουλμάνοι από την Ευρώπη». Αυτό πάντως δεν σημαίνει ότι δεν «είναι επιτακτική ανάγκη να αρχίσουμε να ασχολούμαστε με την σημερινή πολυπλοκότητα του αγώνα κατά του ρατσισμού».

Φωτό: Πολωνοί ακροδεξιοί στον δρόμο – και δεν είναι οι μόνοι Πηγή: Agencja Gazeta/Adam Stepien via Reuters

The New York Times

Εξομολογήσεις/ «Εξαρτόμαστε κι εμείς από εσάς»

Πρώτα οι συστάσεις. «Εγώ, γράφει στους New York Times o Νίκολας Κριστόφ, δεν είμαι άνθρωπος του μάρκετινγκ. Είμαι αρθρογράφος και το πάθος μου είναι να ρίχνω φως σε σημαντικές ή και πιο ξεχασμένες ιστορίες. Όπως όταν ταξίδεψα στη Βόρεια Κορέα και μίλησα με κυβερνητικούς αξιωματούχους, μαθητές και πολίτες για το πώς μπορούμε να αποφύγουμε τον κίνδυνο ενός πυρηνικού πολέμου. Χρειάστηκε βέβαια να κάνω σκληρές διαπραγματεύσεις με τους βορειοκορεάτες διπλωμάτες για να πραγματοποιήσω αυτό το ταξίδι – και ασφαλώς και με τη γυναίκα μου!».

Αν ο γνωστός αρθρογράφος των ΝΥΤ συστήνεται και πάλι στο αναγνωστικό κοινό δεν είναι για να μιλήσει για εκείνο το ταξίδι αλλά για το πάθος του. Είναι για να πει ότι δεν μπορεί να κάνει τη δουλειά του χωρίς αυτό το κοινό. «Όπως καταλαβαίνετε, το επιχειρηματικό μοντέλο της δημοσιογραφίας απειλείται την εποχή του Ιντερνετ. Ετσι, όταν άκουσα από τους εγγεγραμμένους αναγνώστες πόσο εξαρτώνται από τους New York Times, δεν μπορούσα παρά να πω κι εγώ με τη σειρά μου: “Εξαρτόμαστε κι εμείς από εσάς”».

Είναι απλό. Μεγάλες δημοσιογραφικές έρευνες δεν μπορούν να γίνουν χωρίς έσοδα που προέρχονται είτε από τις πωλήσεις φύλλων είτε από τις εγγραφές. Και αυτές οι έρευνες είναι απαραίτητες περισσότερο από ποτέ: «Είμαι 33 χρόνια στους ΝΥΤ. Και δεν θυμάμαι άλλη περίοδο που η δημοσιογραφία να ήταν τόσο σημαντική για τις ΗΠΑ και τη σχέση της με τον κόσμο. Μπορεί καμιά φορά να αποτύχαμε και ελπίζω να μας το λέτε όταν τα κάνουμε θάλασσα. Αλλά δεν ήταν ποτέ πιο αναγκαίο να ελεγχθεί δημοσιογραφικά η εξουσία».

Τηρουμένων των αναλογιών, είναι ό,τι ισχύει κι εδώ.

Φωτό: «Χωρίς εσάς, το χέρι δεν γράφει». Πηγή: The New York Times

Corriere della Sera

Αποχαρακτηρισμοί/ Ηταν κάποτε η Αγρια Δύση

Δεν χρειάστηκε κάτι περισσότερο από μια υπογραφή για να πάψει το εθνικό μνημείο Bears Ears, στη Γιούτα, να αποτελεί προστατευόμενη περιοχή. Την υπογραφεί την έβαλε – ποιος άλλος; – ο Ντόναλντ Τραμπ. Εξοργίζοντας πέντε φυλές Ινδιάνων, από τους Ναβάχο έως τους Χόπι, που έχουν τους προγόνους τους θαμμένους εκεί.

Το ζήτημα, γράφει η Corriere della Sera, έχει και άλλες προεκτάσεις. Αφορά τη συνολικότερη διαχείριση της ομοσπονδιακής γης και διχάζει την Αριστερά που τάσσεται υπέρ της προστασίας από τη Δεξιά που θέλει να εκμεταλλευτεί τη γη και δεν ανέχεται τις κρατικές παρεμβάσεις. Προκαλεί τριγμούς όμως και ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση. Γιατί στις έντεκα πολιτείες της Δύσης η ομοσπονδιακή κυβέρνηση κατέχει σχεδόν τα μισά εδάφη (47% συνολικά που γίνεται 84% στη Νεβάδα, 45% στην Καλιφόρνια και 57% στην Γιούτα), ενώ στην υπόλοιπη επικράτεια κατέχει μόλις το 4% (1,9% στο Τέξας, 0,8% στην πολιτεία της Νέας Υόρκης).

Και τώρα τι θα απογίνουν τα Αυτιά της Αρκούδας; Το μέρος θυμίζει ταινία γουέστερν, αλλά δεν είναι εντυπωσιακό όσο ας πούμε το Monument Valley. Σημαίνει όμως αυτό ότι πρέπει να παραδοθεί προς εμπορική εκμετάλλευση; Και ο μύθος της Αγριας Δύσης τι θα απογίνει;

Φωτό: Μπορεί να μην είναι Monument Valley, αλλά έχει κι αυτό τη γοητεία του. Πηγή: Shutterstock