Είτε ο γαστριμαργικός πατριωτισμός της Μελόνι διολισθήσει σε εθνικιστικά μονοπάτια είτε όχι, είναι απίθανο να οδηγήσει σε βία | Shutterstock/ REUTERS-Remo Casilli / CreativeProtagon
Επικαιρότητα

Πώς η Μελόνι προωθεί τον εθνικισμό της ιταλικής κουζίνας

Η ιταλίδα πρωθυπουργός αποφεύγει να δαιμονοποιήσει τους μετανάστες, όπως κάνουν άλλοι ηγέτες της Ακροδεξιάς, τοποθετώντας την κουζίνα της γειτονικής χώρας στο επίκεντρο του πολιτικού της οράματος
Protagon Team

Ο πλανήτης μπορεί να λατρεύει την ιταλική κουζίνα –από τις πίτσες και τα ζυμαρικά μέχρι τις βουτηγμένες στο ελαιόλαδο ντοματοσαλάτες της– αλλά η Τζόρτζια Μελόνι είναι πεπεισμένη ότι τα ιταλικά πιάτα έχουν πολύ μεγαλύτερη σημασία στο πλαίσιο αυτοπροσδιορισμού της χώρας της.

Σύμφωνα με δημοσίευμα των Times του Λονδίνου, η ιταλίδα πρωθυπουργός εξήγησε την άποψή της σε μια έκθεση τροφίμων στη Σικελία, λίγο πριν τη συνάντηση της G7 για τη γεωργία το περασμένο Σαββατοκύριακο, υποστηρίζοντας ότι η κουζίνα της Ιταλίας δεν ήταν τίποτα λιγότερο από «ένα εξαιρετικό κομμάτι της εθνικής μας ταυτότητας».

Την ώρα που άλλοι ακροδεξιοί πολιτικοί σε όλον τον κόσμο καυχιούνται για τις αντιμεταναστευτικές τους θέσεις ώστε να αποδείξουν τον πατριωτισμό τους, η Μελόνι διαχωρίζει τη στάση της επιλέγοντας το φαγητό ως τη σημαία που επιθυμεί να κυματίζει σε μια καμπάνια προώθησης της μοναδικότητας της Ιταλίας.

Σε ένα βίντεο που δημοσίευσε πριν αναλάβει τα καθήκοντά της, προ διετίας, η Μελόνι προέτρεπε τους υποστηρικτές της να αγοράζουν μόνο ιταλικά τρόφιμα για τα Χριστούγεννα, προτείνοντας τις περίφημες φακές που παράγονται στο Καστελούτσιο της Ούμπρια, καθώς και ντομάτες από το Πατσίνο της Σικελίας.

Ο Αλντο Κάτσουλο, αρθρογράφος της Corriere della Sera, ισχυρίζεται ότι ο γαστριμαργικός εθνικισμός τη ιταλίδας πρωθυπουργού είναι μια συνταγή που αποδίδει. «Δεν είναι τόσο κακή ιδέα, καθώς οι Ιταλοί νιώθουν κοντά στη γη, στο κρασί και στο φαγητό – αν πάμε δύο γενιές πίσω, πολλές οικογένειες ασχολούνταν με την καλλιέργειά τους» γράφει.

Η γαστρονομική ταυτότητα της πρωθυπουργού υποστηρίζεται από τον κουνιάδο της Φραντσέσκο Λολομπρίτζιντα, τον οποίο τοποθέτησε ως υπουργό στο περίφημο υπουργείο Γεωργίας, Διατροφικής Κυριαρχίας και Δασών. «Το φαγητό για εμάς είναι προϊόν χιλιάδων ετών πολιτισμικής διασταυρούμενης επικονίασης» λέει ο υπουργός στους Times.

«Οι Ελληνες, οι Ρωμαίοι, οι Αραβες, οι Νορμανδοί και οι Ισπανοί στη Σικελία δημιούργησαν με την πάροδο των αιώνων μια διεθνώς αναγνωρισμένη γαστρονομική παράδοση» εξηγεί. Προσθέτει στους Times ότι δεν είναι περίεργο που υπάρχουν 250.000 ιταλικά εστιατόρια τα οποία σερβίρουν ιταλικά πιάτα σε όλον τον κόσμο.

Την ώρα που η εθνική κουζίνα της Ιταλίας διαφημίζεται τακτικά από την κυβέρνηση της Μελόνι ως η τέλεια έκφραση της υπερήφανης εθνικής ταυτότητας της χώρας, η πρωθυπουργός έχει αρχίσει να μειώνει τις επιθέσεις της στους παράνομους μετανάστες.

Μπορεί στο παρελθόν να είχε ζητήσει τη βύθιση των πλοίων που διασώζουν πρόσφυγες, αλλά πλέον αποφεύγει τους εμπρηστικούς ισχυρισμούς για τον κίνδυνο της μετανάστευσης που διατυπώνουν οι σκληροπυρηνικοί ομόλογοί της Ντόναλντ Τραμπ, Βίκτορ Ορμπαν και Μαρίν Λεπέν.

Οι πολιτικές της, που περιλαμβάνουν τον περιορισμό της κίνησης των πλοίων διάσωσης μεταναστών και την κατασκευή ενός κέντρου μεταναστών στην Αλβανία, καθιστούν τη στάση της Μελόνι σκληροπυρηνική στα θέματα της μετανάστευσης, αλλά τουλάχιστον δεν δημοσιεύει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κείμενα για εγκλήματα μεταναστών, όπως κάνει ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησής της Ματέο Σαλβίνι.

Οι φυλετικές κατηγορίες που εκτόξευε ο Σαλβίνι και οι κατεδαφίσεις καταυλισμών τσιγγάνων που επέβλεπε κατά τη θητεία του ως υπουργός Εσωτερικών, πριν από έξι χρόνια, οδήγησαν σε αύξηση του αριθμού των ρατσιστικών επιθέσεων στην Ιταλία. Από την άλλη, ο γαστρονομικός πατριωτισμός της Μελόνι δεν αφορά μόνο την ανάδειξη της ιταλικής ταυτότητας – ενίοτε στοχεύει και τους ξένους.

Το υπουργείο του Λολομπρίτζιντα έχει δρομολογήσει απαγόρευση του κρέατος που δημιουργείται σε εργαστήρια και εκκολάπτεται από πολυεθνικές εταιρείες, θεωρώντας το απειλή για το πραγματικό ιταλικό κρέας – ενώ η ΕΕ κατηγορείται ότι επιχειρεί να επιβάλει στους ανυποψίαστους Ιταλούς τη χρήση μιας μορφής αλευριού που παρασκευάζεται από θρυμματισμένα έντομα!

Αλλά είτε ο γαστριμαργικός πατριωτισμός της Μελόνι διολισθήσει σε εθνικιστικά μονοπάτια είτε όχι, είναι απίθανο να οδηγήσει σε βία. Οι αλλοδαποί μπορεί να δέχονται επιθέσεις μέσα από ρητορικές μίσους για τη μετανάστευση, αλλά κανείς δεν έχει κακοποιηθεί μέχρι στιγμής με αφορμή μια μπριζόλα κατασκευασμένη σε εργαστήριο, παρατηρούν οι Times.

Ο Λολομπρίτζιντα κρούει επανειλημμένως τον κώδωνα του κινδύνου μιας μορφής «εθνικής υποκατάστασης» από τους μετανάστες που καλύπτουν τα κενά της υπογεννητικότητας στην Ιταλία, αλλά παραδέχεται ότι η ιταλική παραγωγή τροφίμων συχνά εξαρτάται από αυτούς – τους Σιχ, που φροντίζουν τις αγελάδες που παράγουν το τυρί παρμεζάνα στην περιοχή Εμίλια-Ρομάνια, ή τους Αφρικανούς που μαζεύουν φρούτα και λαχανικά στη νότια Ιταλία.

Μεταξύ 2023-2025 η κυβέρνηση της Μελόνι έχει επιτρέψει την είσοδο 452.000 αλλοδαπών εργαζομένων στην Ιταλία. Παράλληλα εγκαινίασε μια σχολή που διδάσκει σε μικρούς μαθητές τα πλεονεκτήματα του ιταλικού φαγητού, λέγοντας, όπως επισημαίνουν οι Times, στους πρωτοετείς σπουδαστές: «Εσείς είστε το μέλλον αυτής της χώρας».

Ο ιστορικός τροφίμων Αλμπέρτο Γκράντι αναφέρει στη βρετανική εφημερίδα ότι η προώθηση της μοτσαρέλας και του πέστο από τη Μελόνι ως κλειδί για την εθνική ταυτότητα της Ιταλίας είναι ένας έξυπνος τρόπος για να κλέψει την υποστήριξη από τα αριστερά κόμματα, για τα οποία η ιταλική κουζίνα αποτελεί παραδοσιακό χώρο ψηφοθηρίας.

Η πρωθυπουργός, βέβαια, αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα με τη διασύνδεση των «αρχαίων γαστρονομικών παραδόσεων» της Ιταλίας με την εθνική ταυτότητα της χώρας, καθώς οι συγκεκριμένες παραδόσεις δεν είναι ακριβώς αρχαίες. Η ιταλική κουζίνα βασίζεται συχνότερα στην καινοτομία παρά στην παράδοση. Ο οίνος προσέκο, για παράδειγμα, δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1960, ενώ η σύγχρονη εκδοχή του μπαλσάμικου ξιδιού από καραμέλα τη δεκαετία του 1970.

Βέβαια, το μεγαλύτερο προτέρημα των κορυφαίων ιταλικών πιάτων –από την αυθεντική ναπολιτάνικη πίτσα και τα λαζάνια της Μπολόνια μέχρι τα φημισμένα γλυκά κανόλι του Παλέρμο– είναι ο έντονος τοπικισμός τους, καθώς αντικατοπτρίζουν μια χώρα όπου πολλοί εξακολουθούν να μιλούν τοπικές διαλέκτους, τις οποίες οι υπόλοιποι Ιταλοί δυσκολεύονται να κατανοήσουν.

Το ίδιο ισχύει και για τις πρώτες ύλες – τις ζουμερές μικρές ντομάτες από το Πατσίνο της Σικελίας, τον πικάντικο βασιλικό της Λιγουρίας που είναι η βάση για τη σάλτσα πέστο, το τυρί παρμεζάνα και το προσούτο από την Εμίλια-Ρομάνια, ή τις νοστιμότατες φακές από το Καστελούτσο της Ούμπρια.

Το ενδιαφέρον είναι ότι τα αποξηραμένα ζυμαρικά, που θεωρούνται το κατεξοχήν ιταλικό πιάτο, απαγορεύτηκαν από τη φασιστική κυβέρνηση του Μουσολίνι εν καιρώ πολέμου, καθώς τα θεωρούσε «ξένο» φαγητό. Λατρεμένα στη Νάπολη και στη Σικελία, τα ζυμαρικά καθιερώθηκαν από τους μετανάστες στην Αμερική, δοξάστηκαν από τις ιταλικές κοινότητες των ΗΠΑ και απέκτησαν τη δημοφιλία τους στη μητέρα-πατρίδα από τους μετανάστες που επέστρεφαν στην Ιταλία.

Αυτό ήταν αρκετό για να πυροδοτήσει την οργή του Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος τα καταδίκασε ως ξένη και δυσκολοχώνευτη τροφή. Προς το τέλος του πολέμου ο δικτάτορας λιντσαρίστηκε από τους παρτιζάνους αντάρτες και τα αποξηραμένα ζυμαρικά σύντομα μετατράπηκαν στο κυρίαρχο εθνικό πιάτο της χώρας.