Ο 61 ετών Μεσίνα Ντενάρο συνελήφθη στις 30 Ιανουαρίου σε ένα νοσοκομείο του Παλέρμο. Το αφεντικό της Κόζα Νόστρα, της σικελικής μαφίας, πάσχει από καρκίνο και η αστυνομία βρήκε την ευκαιρία να τον τσακώσει, μετά από πολλά χρόνια καταδίωξης. Η ανάκρισή του, έδωσε ένα ανέλπιστο δώρο στους «καραμπινιέρι». Ο Ντενάριο άρχισε να μιλάει και δεν σταμάτησε έως ότου είχε αποκαλύψει τα πάντα για το ρόλο της Κόζα Νόστρα στα διεθνή δίκτυα αρχαιοκαπηλείας.
«Είναι η πρώτη φορά που ακούμε από τα χείλη ενός μαφιόζου για το ρόλο της Κόζα Νόστρα στην παράνομη εμπορία αρχαιοτήτων. Το υποπτευόμασταν, φυσικά, αλλά δεν είχαμε ως τώρα καμία απόδειξη», είπε στους λονδρέζικους Times ο ρεπόρτερ Τζέισον Φελτς, συγγραφέας του βιβλίου «Αναζητώντας την Αφροδίτη», το οποίο αποκάλυψε τον ρόλο των αμερικανικών μουσείων στο παράνομο εμπόριο.
Οι αρχές, όταν ανέκριναν τον Ντενάρο, ήθελαν κυρίως να μάθουν λεπτομέρειες για τους περίπου 50 φόνους για τους οποίους είχε καταδικαστεί ερήμην του όσο κρυβόταν. Στις δολοφονίες περιλαμβάνονται και εκείνες των εισαγγελέων Τζοβάνι Φαλκόνε και Πάολο Μπορσελίνο, το 1992. Ο Ντενάρο είναι επίσης ύποπτος για τις βομβιστικές επιθέσεις στο Μιλάνο, τη Φλορεντία και τη Ρώμη, που οδήγησαν στο θάνατο 10 ανθρώπους το 1993.
Ο Ντενάρο αρνήθηκε να δώσει λεπτομέρειες για τα πεπραγμένα του, όμως έδωσε στους ανακριτές του μια απίστευτη περιγραφή για το πώς ο πατέρας του, Φραντσέσκο, επίσης αφεντικό της μαφίας, αγόραζε όλες τις αρχαιότητες που ανέσκαπταν τη δεκαετία του 1970 οι ντόπιοι στον ελληνικό οικισμό της Σεληνούντας, του 5ου π.Χ. αιώνα, στη Σικελία.
«Στη Σεληνούντα εκείνην την εποχή τουλάχιστον 1000 άνθρωποι, ακόμη και γυναίκες, έσκαβαν τις νύχτες», διηγήθηκε ο Ντενάρο. «Ο πατέρας μου αγόραζε όλα τα αντικείμενα που έβρισκαν και μετά τα πουλούσε στην Ελβετία, απ’ όπου αυτά έφευγαν για την Αραβία, τα Εμιράτα και την Αμερική». Κάποια από αυτά τα αντικείμενα που πουλούσε ο πατέρας μου, τα είδαμε αργότερα σε αμερικανικά μουσεία. Ξέραμε ότι ανήκαν στο κράτος, αλλά δεν μας ένοιαζε καθόλου», είπε.
Τα βάζα που ανασύρονταν και δεν είχαν επάνω τους επιγραφές ή σχέδια, στέλνονταν στην πόλη Τσεντουρίπε, όπου πλαστογράφοι τα ζωγράφιζαν και μετά τα έθαβαν στο χώμα για 4-5 χρόνια, ανεβάζοντας την τιμή τους έως και κατά 20.000 ευρώ.
Η κατάθεση του Ντενάρο ήρθε στη δημοσιότητα μόλις την περασμένη εβδομάδα. Ο κάπο είπε ότι το 1978, όταν ήταν 16 ετών, έγινε μάρτυρας ενός περιστατικού κατά το οποίο μια οικογένεια παρέδωσε στον πατέρα του βάζο που περιείχε 700 ασημένια νομίσματα σε τέλεια κατάσταση. Τα έσοδα από την πώληση, όπως και από πολλές άλλες, πήγαιναν στα ταμεία της φαμίλιας Ντενάρο. «Είμαστε 30 άτομα στην οικογένεια, οι μισοί στη φυλακή, εγώ κρυβόμουν, χρειαζόμαστε δικηγόρους, πλαστά χαρτιά, εισιτήρια, καταλαβαίνετε, υπήρχε πάντα πολλή ανάγκη για μετρητά», είπε ο Ντενάρο.
Ο ίδιος αρνήθηκε ότι διέπραξε τους φόνους για τους οποίους έχει καταδικαστεί και είπε στους ανακριτές του ότι «δεν είναι μαφιόζος». Οταν, όμως, η αστυνομία επέδραμε στο σπίτι του, στο Καμπομπέλο ντι Ματσάρα, στη δυτική Σικελία, βρήκαν ένα πιστόλι σε κρυψώνα και μια αφίσα του Μάρλον Μπράντο από την ταινία «Ο Νονός».
Οι αρχές υποπτεύονται εδώ και καιρό ότι μια τεράστια ποσότητα λεηλατημένων ιταλικών αρχαιοτήτων βρίσκονται σε αμερικανικά σπίτια και μουσεία. Οι εισαγγελείς της Νέας Υόρκης κατάσχεσαν και επέστρεψαν στη Ρώμη φέτος αντικείμενα αξίας εκατομμυρίων δολαρίων, όπως χάλκινες προτομές, κράνη πολεμιστών και εκπληκτικές ρωμαϊκές τοιχογραφίες.
«Οι αγοραστές στις ΗΠΑ συχνά δεν ήθελαν να μάθουν πώς έφτασαν οι αρχαιότητες στα χέρια τους και ο ρόλος της μαφίας συχνά υποβαθμίζεται, οπότε αυτό είναι σπουδαίο νέο – μπορεί να πείσει τους ανθρώπους να κοιτάξουν πιο προσεκτικά τις συλλογές τους», είπε στους Times η Λίντα Αλμπερτσον, επικεφαλής της Ενωσης για την Ερευνα Εγκλημάτων κατά της Τέχνης, η οποία παρακολουθεί παράνομα δίκτυα διακίνησης αρχαιοτήτων.
«Είναι η πρώτη φορά που ένας υψηλού επιπέδου κάπο παραδέχεται ότι η οικογένειά του έβγαζε τα προς το ζην από την αρχαιοκαπηλεία», συμπλήρωσε. «Αυτοί είναι οι άνθρωποι που σκότωσαν τον Φαλκόνε και τον Μπορσελίνο, αυτοί δεν είναι το είδος των ανθρώπων που θα έπρεπε να χρηματοδοτούν οι αμερικανοί συλλέκτες για να κάνουν ο,τιδήποτε».