Η γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ, πιθανώς με την άνεση που της παρέχει η οικειοθελής αποστασιοποίησή της από τη μέλλουσα πολιτική ζωή της πατρίδας της, δεν είχε κανένα πρόβλημα να παραδεχθεί, μόλις τον περασμένο Ιανουάριο, ότι το Βερολίνο δεν μπορεί να παρακολουθήσει και να αντιμετωπίσει την εξέλιξη της πανδημίας: «Εχουμε χάσει τον έλεγχο αυτού του πράγματος» είπε σε κάποια «εμπιστευτική συνάντηση», όπως υπογραμμίζει η αρθρογράφος των New York Times Αννα Σέρμπρεϊ (Anna Sauerbrey).
«Αυτό το πράγμα», βέβαια, που επέβαλε «κλείδωμα» μέχρι τις 7 Μαρτίου τουλάχιστον, ερμηνεύεται με αριθμούς: από τον παρελθόντα Οκτώβριο οι μολύνσεις έχουν αυξηθεί (τώρα αρχίζει να μειώνεται κάπως ο αριθμός τους), ενώ περισσότεροι από 50.000 Γερμανοί έχουν πεθάνει. Περίεργο! Δεν ήταν η Γερμανία η πρωτοπορία στον έλεγχο της πανδημίας την περασμένη άνοιξη; Υστερα δεν απόλαυσε η χώρα ένα ήπιο καλοκαίρι, δεν άνοιξαν κανονικά όλα τα σχολεία της τον Σεπτέμβριο; Ναι, όμως όλα άλλαξαν στη συνέχεια.
Το μαρτιάτικο κλείσιμο των πάντων, με τις συνακόλουθες απαγορεύσεις συναθροίσεων, έφερε θετικά αποτελέσματα, έτσι τα κρούσματα μειώθηκαν και επακολούθησε σταδιακώς η επαναλειτουργία σχολείων, καταστημάτων και εστίασης τον Απρίλιο και τον Μάιο. Το δε καλοκαίρι οι περιορισμοί ατόνησαν για τα καλά. Με τη φθινοπωρινή ψύχρα ο κορονοϊός ανέλαβε πάλι δράση, ωστόσο οι υπεύθυνοι χάραξης υγειονομικής πολιτικής δεν μπόρεσαν να επαναλάβουν τις επιτυχίες του Μαρτίου.
Αδράνεια και ημίμετρα
Την πρώτη εβδομάδα του Οκτωβρίου το ιικό φορτίο ήταν τόσο υψηλό όσο και την εποχή του πρώτου «κλειδώματος». Η δικαιολογία που χρησιμοποιήθηκε για την απραξία ήταν ότι τα τεστ είχαν πολλαπλασιαστεί. Ο κορονοϊός εκμεταλλεύτηκε την αδράνεια και στο τέλος του Οκτωβρίου ο αριθμός ημερησίων κρουσμάτων είχε υπερδιπλασιαστεί. Η απάντηση του γερμανικού κράτους ήταν αμήχανη, ημίμετρο: έκλεισε τα εστιατόρια και τα μπαρ, όμως άφησε ανοιχτά τα σχολεία. Παραμονές Χριστουγέννων οι μολύνσεις σημείωσαν απότομη αύξηση, έτσι η πολιτική ηγεσία «κατέβασε τα ρολά» στη χώρα. Ηταν απόφαση καθυστερημένη.
Τον Ιανουάριο ορισμένες ΜΕΘ είχαν φρακάρει, ενώ οι καθημερινοί θάνατοι τετραπλασιάστηκαν σε σύγκριση με το πρώτο κύμα της πανδημίας. Ο αριθμός των θανάτων ανά 100.000 κατοίκους ξεπέρασε ακόμη και εκείνον των ΗΠΑ. Για μία χώρα με τις περγαμηνές από τη διαχείριση του πρώτου κύματος, αυτή η αρνητική εξέλιξη συνιστούσε συγκλονιστική ανατροπή. Ποιος ευθύνεται; Η απάντηση που «με μία λέξη» δίνει η αρθρογράφος είναι: «Η πολιτική».
Γιατί η πολιτική; Επειδή τα δυσάρεστα για τον λαό μέτρα κοστίζουν σε ψήφους και επειδή το 2021 είναι εκλογική χρονιά για τη Γερμανία. Εφέτος θα διεξαχθούν οι εθνικές εκλογές (τον προσεχή Σεπτέμβριο), αλλά και έξι άλλες, σε κρατίδια. Ε, δεν είναι και το ιδεώδες έτος για περιστολή των λαϊκών ελευθεριών.
Την περασμένη άνοιξη ο εκλογικός οίστρος συγκρατήθηκε, λέει η αρθρογράφος, αλλά τώρα έχει επιστρέψει δριμύτερος. Ετσι υπάρχουν εντάσεις και τριβές μεταξύ των περιφερειακών κυβερνητών αλλά και μεταξύ ορισμένων εξ αυτών και της καγκελαρίου. Μάλιστα η αργοπορία στο «κλείδωμα» αποδίδεται στην αντίσταση των πρωθυπουργών των ομοσπονδιακών κρατιδίων, οι οποίοι δεν έχαναν ευκαιρία να παραπονεθούν ότι η Μέρκελ έχει γίνει φορτική (υπέρ της λήψης μέτρων).
Τα εμβόλια
Σε ό,τι αφορά τα εμβόλια, οι μέχρι στιγμής επιδόσεις της Γερμανίας αφορούν την κάλυψη του 4% του πληθυσμού της. Οι τριβές που προκάλεσε η προβληματική διάθεση των εμβολίων από πλευράς Ενωσης και φαρμακευτικών εταιρειών είναι έντονες: κρατίδια, κόμματα και υπουργός Υγείας (Γιένς Σπαν) αλληλοκατηγορούνται ή κατηγορούν ως βασικές υπευθύνους του προβλήματος τη Μέρκελ και την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Οι δε ηλικιωμένοι Γερμανοί αγωνιούν για τον εμβολιασμό τους.
Τώρα ορισμένοι εμπειρογνώμονες προωθούν ως λύση στο πρόβλημα της διαχείρισης της νόσου Covid-19 την εξής διαδικασία: τα «στόρια» της Γερμανίας να παραμείνουν κλειστά αν δεν πέσει κάτω από 10 ο αριθμός κρουσμάτων ανά 100.000 κατοίκους σε χρονικό διάστημα μίας εβδομάδας. Η αρθρογράφος σχολιάζει ότι οι πολιτικοί της Γερμανίας αυτήν τη στιγμή ενδέχεται να επιδείξουν συγκράτηση και γενναιότητα, αφού πρόκειται για σκληρό μέτρο, ωστόσο το ζήτημα είναι τι θα πράξουν στη συνέχεια, δηλαδή όσο πλησιάζουμε προς τις κάλπες.