Η απόφαση ήταν σε μεγάλο βαθμό αναμενόμενη και συνεπής με την ως τώρα πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έβαλε τέλος στην «διαλεκτική» προσέγγιση του Ιράν από τον Μπαράκ Ομπάμα. Οι επιπτώσεις από τον περιορισμό ενός από τους μεγαλύτερους παίκτες στην πετρελαϊκή αγορά μένουν ωστόσο να φανούν, πόσω μάλλον σε μια παγκόσμια οικονομία που «φλερτάρει» με την ύφεση.
Από τις 2 Μαΐου, το εμπάργκο εισαγωγών ιρανικού πετρελαίου που επέβαλαν οι ΗΠΑ γίνεται ακόμη πιο σφιχτό, καθώς λήγει η περίοδος χάριτος για αγοραπωλησίες που είχε δοθεί σε οκτώ χώρες, την Κίνα, την Ινδία, την Τουρκία, την Ιαπωνία, την Νότια Κορέα, τη Ταϊβάν, την Ιταλία και την Ελλάδα.
Κάθε μία από τις οκτώ χώρες είναι εξαρτημένη σε διαφορετικό βαθμό από την Τεχεράνη για τις ενεργειακές της ανάγκες. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είχαν από καιρό αναζητήσει –και είχαν βρει- εναλλακτικές πηγές.
Η απόφαση, σημειώνει ο Monde, έφερε μικρή αύξηση στην τιμή του μπρεντ στα 74 δολάρια, το υψηλότερο επίπεδο του τελευταίου εξαμήνου. Λόγω των κυρώσεων η παραγωγή του Ιράν έχει πλέον περιοριστεί από τα 4 στα 2,6 εκατ. βαρέλια την ημέρα.
Ο Λευκός Οίκος εκτιμά ότι δεν θα υπάρξει σοβαρή επίπτωση στις αγορές – το ίδιο και η Goldman Sachs που προβλέπει ότι η τιμή του μπρεντ θα κινηθεί μεταξύ των 70 και 75 δολαρίων μέσα στο δεύτερο τρίμηνο του 2019. Σήμερα είναι λίγο πάνω από τα 74 δολάρια.
Πολλά όμως θα εξαρτηθούν για την τιμή του πετρελαίου από τις κινήσεις δύο μεγάλων παικτών, της Κίνας και της Σαουδικής Αραβίας.
Το Πεκίνο δεν είναι μόνο ο μεγαλύτερος καταναλωτής ενέργειας αλλά και ο μεγαλύτερος πελάτης του Ιράν – εισήγε εκατοντάδες χιλιάδες βαρέλια την ημέρα. Η απόφαση για το τι θα πράξει δεν είναι εύκολη με δεδομένο ότι διεξαγάγει και εμπορικές συνομιλίες με τις ΗΠΑ, δεν είναι όμως διατεθειμένο να εγκαταλείψει τόσο εύκολα τον μεγάλο προμηθευτή του.
Από την άλλη πλευρά, η Σαουδική Αραβία δηλώνει μεν πρόθυμη να καλύψει το (μεγάλο) κενό του Ιράν, αλλά αφού πρώτα εξετάσει τα δεδομένα στην αγορά. Με δεδομένη την γεωπολιτική αντιπαλότητα με το Ιράν δεν θα είχε πρόβλημα να δει τις κυρώσεις να αποδίδουν και να «κοντύνουν» την Τεχεράνη.
Ανεξάρτητα από την απόφαση των εμπλεκομένων, οι αναλυτές επισημαίνουν ότι σημασία έχει και η ποιότητα του πετρελαίου των εναλλακτικών προμηθευτών. Το βαρύ ιρανικό πετρέλαιο είναι για κάποιες χρήσεις προτιμότερο από το διαφορετικής σύστασης και ελαφρύτερο σαουδαραβικό ή το αμερικανικό.
Τι σημαίνει η απόφαση για την Ελλάδα
Η από καιρό αναμενόμενη διακοπή της εξαίρεσης δεν φαίνεται να αιφνιδίασε τους ελληνικούς πετρελαϊκούς ομίλους, τα ΕΛΠΕ και τη Motor Oil, καθώς είχαν μηδενίσει από καιρό τις εισαγωγές από το Ιράν.
Ηδη από τον Φεβρουάριο το Ιράν εξέφραζε τα παράπονά του γιατί η χώρα μας και η Ιταλία έχουν σταματήσει τις εισαγωγές τους παρά την εξαίρεση που δόθηκε.
Ακόμη και με την εξαίρεση, το καθεστώς ήταν υπερβολικά ασαφές για να μπορέσουν να το εκμεταλλευτούν ελληνικά διυλιστήρια ενώ δεν μπορούσαν να εκκαθαριστούν οι συναλλαγές από το διεθνές τραπεζικό σύστημα.
Σε κάθε περίπτωση, στόχος του Λευκού Οίκου είναι «να μηδενιστούν οι εξαγωγές» ιρανικού πετρελαίου και να επέλθει σταδιακή οικονομική ασφυξία του Ιράν, η οποία στην πορεία θα το αναγκάσει να μεταβάλει τη στάση του στο θέμα των πυρηνικών.
Από τον Μάιο του 2018, όταν ο Ντόναλντ Τραμπ αποφάσισε να αποσυρθεί μονομερώς από τη συμφωνία, η Ουάσινγκτον αυξάνει συνεχώς την πίεση στην Τεχεράνη.
Οι κυρώσεις, που είχαν επιβληθεί τον περασμένο Νοέμβριο, αφορούσαν κυρίως την πώληση πετρελαίου, βασικού πλουτοπαραγωγικού πόρου του Ιράν. Οι εξαιρέσεις δόθηκαν ακριβώς σε οκτώ χώρες για να μην υπάρξει απότομη αποδέσμευση η οποία θα προκαλούσε προβλήματα. Ηταν μάλιστα μεγάλη έκπληξη, πόσω μάλλον γιατί περιλάμβαναν την Ινδία και την Κίνα, τους μεγαλύτερους πελάτες του Ιράν.