Η μουσική, ως γνωστόν, ημερεύει πνεύματα, φτιάχνει διαθέσεις, πλημμυρίζει συναισθήματα – έχει θεραπευτικές ιδιότητες στα ζώα, ακόμα και στη βλάστηση. Τώρα αποκτά και μια αρνητική διάσταση: γίνεται σημείο πολιτιστικής τριβής ανάμεσα στις δύο αντίπαλες Αμερικές: τη βαθιά συντηρητική και την ακραία προοδευτική.
Από την εποχή της εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, το 2016, μια ιδιότυπη σειρά πολιτιστικών συγκρούσεων σιγοκαίει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Οι περιθωριοποιημένες και ακραία συντηρητικές μάζες ψηφοφόρων επιχειρούν μια άκρως ιδεοληπτική και ρεβιζιονιστική μεταστροφή των προτύπων της ποπ κουλτούρας.
Τα ατομικά και πολιτικά διακαιώματα (γηγενών ανδρών, γυναικών και μεταναστών), οι φιλελεύθερες αξίες που θεμελιώθηκαν στη δεκαετία του 1960 από τη γενιά της αμφισβήτησης, οι αγώνες για φυλετική ισότητα, τα προοδευτικά πρότυπα και οι φορείς τους, γίνονται στόχος μιας αφιονισμένα αναθεωρητικής λογικής που βασίζεται στον λευκό μεγαλοϊδεατισμό της δεκαετίας του 1950 και της εποχής της Αγριας Δύσης.
Η προοδευτική Αριστερά, από την άλλη, που έχει κερδίσει τις πολιτιστικές μάχες των τελευταίων 50 ετών στις ΗΠΑ, αντιδρά έξαλλα απέναντι σε αυτόν τον πολιτιστικό αναθεωρητισμό, με αποτέλεσμα τη ριζοσπαστικοποίηση της και μια ολοένα πιο ακραία ιδεοληψία πολιτικής ορθότητας, που συχνά φλερτάρει με τα όρια του γελοίου – ειδικά όταν συγκρούεται μετωπικά με κλασικές ταινίες όπως το «Οσα Παίρνει ο Ανεμος» («ρατσιστική προπαγάνδα») και κωμικές ιδιοφυΐες όπως οι Monty Python – «ακραία προσβλητικό χιούμορ»).
Στο μέσο αυτού του ακήρυχτου πολέμου βρέθηκε τις τελευταίες ημέρες ένα τραγούδι. Το «Rich Men North of Richmond» του Ολιβερ Αντονι, το οποίο επικρίνει την παντοδύναμη κυβέρνηση και γενικώς τους «Πλούσιους Ανθρώπους Βορείως του Ρίτσμοντ », δηλαδή στη γειτονική Ουάσινγκτον, κυκλοφόρησε στο κανάλι YouTube ενός ραδιοφωνικού σταθμού της Δυτικής Βιρτζίνια – και ο άσημος τραγουδιστής και τραγουδοποιός έγινε viral, με περισσότερες από δύο εκατομμύρια προβολές μέσα σε δύο ημέρες και περισσότερες από 25 εκατομμύρια μέχρι στιγμής.
Στους πολιτιστικούς πολέμους που συνεχίζουν να διχάζουν τις ΗΠΑ η Δεξιά μπορεί να βρήκε τον τελευταίο της ήρωα στο πρόσωπο του Αντονι, είτε του αρέσει είτε όχι. Ο εύσωμος τραγουδιστής με τη μακριά κόκκινη γενειάδα τραγουδά: «Πουλάω την ψυχή μου, δουλεύω όλη μέρα/ Ωρες υπερωριών για βλακείες/ Είναι κρίμα αυτό που έχει καταφέρει ο κόσμος/ Για ανθρώπους σαν εμένα και ανθρώπους σαν εσένα»
Μέσα σε λίγες ημέρες οι ακραία δεξιοί πολιτικοί υπερασπίζονταν το τραγούδι, το οποίο ταιριάζει απόλυτα σε ορισμένες συντηρητικές αφηγήσεις, επικρίνοντας την κυβερνητική υπερφορολόγηση, και εκείνες για την προνοιακή πολιτική. Μεταξύ άλλων, η γνωστή για τις ακροδεξιές φανφάρες της βουλευτής Μάρτζορι Τέιλορ Γκριν αποκάλεσε το τραγούδι «ύμνο των ξεχασμένων Αμερικανών».
Η Ρεπουμπλικανή Κάρι Λέικ, υποστηριζόμενη από τον Τραμπ, πρώην τηλεπερσόνα που πρόσφατα έθεσε υποψηφιότητα για κυβερνήτης της Αριζόνα, είπε ότι το τραγούδι είναι «ο ύμνος αυτής της στιγμής στην αμερικανική Ιστορία». Το NBC News μετέφερε την ιστορία στον ιστότοπό του αποκαλώντας την «συντηρητικό ύμνο».
Στα αριστερά της αμερικανικής πολιτικής αρένας, ο Δημοκρατικός γερουσιαστής του Κονέκτικατ Κρις Μέρφι ανάρτησε ότι «οι προοδευτικοί πολίτες θα πρέπει να το ακούσουν αυτό το τραγούδι» και ότι τα ζητήματα στα οποία εστιάζει ο Αντονι είναι «όλα τα προβλήματα για τα οποία η Αριστερά έχει καλύτερες λύσεις από τη Δεξιά». Η προσοχή των μέσων ενημέρωσης για το τραγούδι πήρε φωτιά.
Οποια κι αν είναι η γνήσια μουσική απήχηση του τραγουδιού του Αντονι, κυριάρχησε στις ειδήσεις και στην κουλτούρα, εν μέρει λόγω του ισχυρού πολιτικού του μηνύματος. Ωστόσο, σε ένα βίντεο που δημοσιεύθηκε μία ημέρα πριν από την ανάρτηση του τραγουδιού στο YouTube, ο Αντονι ξεκαθάρισε: «Πολιτικά, τοποθετούμαι εντελώς στο κέντρο». Από την ώρα που το τραγούδι του έγινε viral, ο τραγουδιστής αρνείται να δώσει συνεντεύξεις.
Το «Rich Men North of Richmond» είναι το τελευταίο μιας σειράς αμφιλεγόμενων πολιτιστικών σημείων ανάφλεξης στο έντονα διχασμένο πολιτικό τοπίο των ΗΠΑ. Αλλα πρόσφατα παραδείγματα περιλαμβάνουν την κάντρι επιτυχία του Τζέισον Αλντίαν «Try That In Α Small Town», με ένα βίντεο που περιλαμβάνει εικόνες βίας και διαμαρτυρίες από συγκέντρωση για τα δικαιώματα των μαύρων της οργάνωσης «Black Lives Matter», και στίχους που υποδηλώνουν ότι οι παραδοσιακοί λευκοί Αμερικανοί μπορούν να πάρουν τον νόμο στα χέρια τους.
Το τραγούδι του Ολιβερ Αντονι αντιπροσωπεύει την εικόνα του αγροτικού, αποκαμωμένου λευκού ήρωα της εργατικής τάξης και αντικατοπτρίζει την αφήγηση των παραπόνων που υποστηρίζουν ορισμένοι δεξιοί πολιτικοί. Οι στίχοι του περιγράφουν «το υπέρβαρο, αρμεγμένο κράτος πρόνοιας» και κατακρίνουν τις σύγχρονες αξίες της χώρας: «Μακάρι οι πολιτικοί να πρόσεχαν τους ανθρακωρύχους/ Και όχι μόνο ανήλικους σε ένα νησί κάπου».
Χωρίς να το φαντάζεται ή να το έχει προσχεδιάσει, ο Αντονι βρέθηκε στο επίκεντρο των πολιτιστικών πολέμων Δεξιάς – Αριστεράς, χωρίς καν να παίρνει θέση υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς. Γεγονός που μόνο θετικό μπορεί να αποβεί για την εμπορική επιτυχία του τραγουδιού του – το οποίο διαφέρει ριζικά από τις προηγούμενες, λιγότερο γνωστές συνθέσεις του, με θέμα το ποτό και τη σκληρή δουλειά.