Θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελούν στιγμιότυπα μιας δυστοπικής ταινίας για το τέλος της ανθρωπότητας, αλλά είναι εικόνες που αποτυπώνουν μια αδιανόητη και συνάμα τραγική πραγματικότητα: μια πόλη με έκταση μεγαλύτερη από της Κρήτης (άνω των 8.300 τετραγωνικών χιλιομέτρων) και πληθυσμό που ξεπερνά τον πληθυσμό της Ελλάδας (περί τις 11 εκατομμύρια ψυχές), σφραγίζεται ερμητικά από τη μία μέρα στην άλλη, ώστε κανένας να μην μπορεί ούτε να εισέλθει ούτε να εξέλθει από αυτήν.
Και ύστερα από δύο 24ωρα, ο κλοιός γίνεται κυριολεκτικά ασφυκτικός, με τις αρμόδιες αρχές να θέτουν σε καραντίνα κάθε γειτονιά ξεχωριστά και αστυνομικούς να περιπολούν στους δρόμους και να στήνουν σημεία ελέγχου και οδοφράγματα. Πράγματι, το ημερολόγιο του Σάολου Λου από τη Γουχάν, που μετέφρασε και δημοσίευσε η Frankfurter Allgemeine, μοιάζει ανησυχητικά πολύ με το σενάριο ενός εφιάλτη.
Ο Λου, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Καμπέρα, στις αρχές του Ιανουαρίου είχε την ιδέα να μεταβεί για μερικές ημέρες στη Γουχάν, την πόλη όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε και εξακολουθεί να ζει η οικογένειά του, λόγω των καταστροφικών πυρκαγιών που μετέτρεπαν σε στάχτη τη νοτιοανατολική επικράτεια της Αυστραλίας. Αλλά κατέληξε να ζει έγκλειστος σε μια ιδιότυπη φυλακή.
Οι τελευταίοι άνθρωποι που κατάφεραν να διαφύγουν από τη Γουχάν πριν σφραγιστεί, εγκατέλειψαν την πόλη-φάντασμα, πλέον, στις 22 Ιανουαρίου. Δεν κυκλοφορούσαν ΜΜΜ, ενώ ακινητοποιημένα ήταν επίσης λεωφορεία, τρένα και αεροπλάνα, αλλά δεν είχαν ακόμα απαγορευτεί οι μετακινήσεις με ΙΧ. «Ολα είναι υπό έλεγχο, δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος εξάπλωσης», επαναλάμβαναν διαρκώς τα κρατικά μέσα ενημέρωσης εκείνη την ημέρα. Το απόγευμα, ωστόσο, η τηλεοπτική συνέντευξη του Ζονγκ Νανσάν, του κινέζου πνευμονολόγου που το 2003 ανακάλυψε τον ιό SARS, θορύβησε πλήθος ανθρώπων οι οποίοι άρχισαν να σπεύδουν στα φαρμακεία για να αγοράσουν προστατευτικές μάσκες.
«Την επομένη η οικογένειά μου αποφάσισε να προμηθευτεί τρόφιμα από τα σουπερμάρκετ για να μην αναγκαστεί να βγει ξανά από το σπίτι», σημείωσε στο ημερολόγιό του ο Λου, ο οποίος έπειτα από 24 ώρες διαπίστωσε ότι επρόκειτο για μια σωτήρια απόφαση, δεδομένου ότι επιβλήθηκε απαγόρευση κυκλοφορίας και τέθηκαν σε καραντίνα ολόκληρες περιοχές της κινεζικής μητρόπολης. «Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς (25 Ιανουαρίου) ακόμα και οι γείτονες ήταν σαν να είχαν εξαφανιστεί: ξαφνικά η σιωπή κάλυψε την πόλη, ακόμα και τα σκυλιά σταμάτησαν να γαβγίζουν».
Από τότε έως και σήμερα, όλοι όσοι βρίσκονται εκτός της Γουχάν επιδιώκουν να μάθουν πώς κυλά η ζωή στην πόλη. «Αλλά η αλήθεια είναι ότι εδώ κανένας δεν έχει την παραμικρή ιδέα όσον αφορά το τι συμβαίνει έξω», αναφέρει ο κινέζος ερευνητής ολοκληρώνοντας την αφήγησή του. «Κανένας δεν τολμάει να βγει από το σπίτι, κανένας δεν τολμάει να πάει σε κάποιο νοσοκομείο. Φαίνεται ότι δεν υπάρχει πια κανένας στη Γουχάν, αλλά είμαστε ακόμα όλοι εδώ. Ζούμε στην ίδια πόλη, αλλά είναι σαν να είμαστε μετέωροι στο κενό, δίχως πια τη γη κάτω από τα πόδια μας. Εξαρτόμαστε από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να διακρίνουμε τα γεγονότα από τα μυθεύματα και να μπορέσουμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει ακόμα και ένα τετράγωνο μακριά. Ευελπιστώντας να μην ανεβάσουμε πυρετό».