Ρυθμό ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία στο 2,9% ( από 3% στο προσχέδιο) από 2,4% φέτος ( 2,3% στο προσχέδιο), προβλέπει ο Προϋπολογισμός του 2024 που κατατέθηκε στη Βουλή.
Ο πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει σε μέσα επίπεδα εναρμονισμένου δείκτη στο 2,6% (2,4% στο προσχέδιο) το επόμενο έτος από 3,9% εφέτος και το δημόσιο χρέος στο 152,2% του ΑΕΠ το επόμενο έτος.
Η πρόβλεψη περί πρωτογενούς πλεονάσματος διαμορφώνεται στο 2,1% του ΑΕΠ έναντι 1,1% στον Προϋπολογισμό του 2023.
Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την ανάλυση του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου (ΕΔΣ) ο πήχης της ανάπτυξης μπαίνει στο 2,9% από 3% προηγουμένως.
Η αναθεώρηση αυτή δικαιολογείται εν μέρει από τη μικρότερη του αναμενομένου στατιστική επίδραση βάσης (carry-over effect) του ρυθμού μεγέθυνσης του τετάρτου τριμήνου του 2023, που σύμφωνα με το ΕΔΣ βρίσκεται μεταξύ 0,32% και 0,4%, αρκετά χαμηλότερα από την αντίστοιχη 1,15% του 2023.
Στην έκθεση σημειώνεται ότι οι προβλέψεις του ΕΔΣ και άλλων διεθνών φορέων βρίσκονται σε ένα διάστημα πιο συντηρητικών εκτιμήσεων. Κύριος λόγος της συγκρατημένης αισιοδοξίας του ΕΔΣ είναι η ανησυχία για πιθανή εμβάθυνση της επιβράδυνσης που παρατηρείται στην ευρωζώνη, επηρεάζοντας αρνητικά την δυναμική πορεία των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών της χώρας. Επίσης, ανησυχία για την περαιτέρω επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης, καθότι η ορμή της μετα-πανδημικής δαπάνης επιβραδύνεται και επιπλέον είναι πιθανόν να υπάρχουν επιπτώσεις από τις πληθωριστικές πιέσεις των προηγούμενων μηνών. Η αύξηση κατά 2,8% των ονομαστικών μισθών θα μπορούσε να αποτελέσει έναν αντίβαρο στους παραπάνω παράγοντες.
Πληθωρισμός
Όσον αφορά τον πληθωρισμό (Εν.ΔΤΚ), η σχετική πρόβλεψη αναθεωρήθηκε οριακά προς τα πάνω από 4% σε 4,1% για το 2023 και από 2,4% σε 2,6% για το 2024. Η αναθεώρηση αυτή συμβαδίζει με τη διατήρηση του πληθωρισμού, ιδίως εκείνου των τροφίμων, σε σχετικά υψηλά επίπεδα. Συγκεκριμένα, τον Οκτώβριο του 2023 ο γενικός πληθωρισμός ανήλθε σε 3,9% και ο πληθωρισμός τροφίμων σε 9,3%.
Σύμφωνα με τις δημοσιονομικές προβλέψεις του ΚΠ 2024, το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης (ΓΚ) το 2023 εκτιμάται σε 1,1% του ΑΕΠ, στο ίδιο επίπεδο με την πρόβλεψη στο Προσχέδιο και στο ΠΣ 2023 και βελτιωμένο έναντι του στόχου στο ΚΠ 2023 για πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ. Σε σχέση με το αποτέλεσμα του 2022 (0,1% του ΑΕΠ) το πλεόνασμα 1,1% του ΑΕΠ για το τρέχον έτος οφείλεται κυρίως στη σταδιακή κατάργηση των μέτρων για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της ενεργειακής κρίσης και την ενίσχυση του εισοδήματος, καθώς και στη καλύτερη από την αναμενόμενη επίδοση στα φορολογικά έσοδα, ιδίως από τον φόρο προστιθέμενης αξίας και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης.
Οι έκτακτες ανάγκες που προέκυψαν από τις φυσικές καταστροφές που έπληξαν πρόσφατα τη χώρα επηρέασαν αρνητικά μόνο εν μέρει στο τελικό αποτέλεσμα με συνέπεια το πρωτογενές πλεόνασμα να παραμείνει στον αναθεωρημένο στόχο του ΠΣ 2023. Η βελτίωση του πρωτογενούς ισοζυγίου αντισταθμίζεται όμως από τις υψηλότερες δαπάνες για τόκους, με αποτέλεσμα το ισοζύγιο της ΓΚ να εκτιμάται ότι θα είναι ελλειμματικό κατά 2,1% του ΑΕΠ βελτιωμένο όμως έναντι του 2022 (-2,4%).
Πρωτογενές πλεόνασμα
Για το 2024, το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά στο 2,1% του ΑΕΠ όπως προβλέπονταν και στο Προσχέδιο και στο ΠΣ 2023. Το έλλειμμα του ισοζυγίου της ΓΚ αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω στο 1,1% του ΑΕΠ σχεδόν όπως και στο Προσχέδιο και είναι ελαφρώς δυσμενέστερο από ότι στο ΠΣ 2023 (0,8% του ΑΕΠ) λόγω της αναθεώρησης προς τα πάνω των προβλέψεων των δαπανών για τόκους. Οι προβλέψεις αυτές δεν αποκλίνουν από τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και άλλων διεθνών οργανισμών.
Η βελτίωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος αποδίδεται κυρίως στην προβλεπόμενη συνέχιση της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας (από 2,4% το 2023 σε 2,9% το 2024) μέσω και της αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος, και επομένως την αναμενόμενη αύξηση των φορολογικών εσόδων και των ασφαλιστικών εισφορών όσο και στην καλύτερη απόδοση των φορολογικών μηχανισμών λόγω της αύξησης των ηλεκτρονικών συναλλαγών και της φορολογικής συμμόρφωσης. Θετικά συμβάλλουν η μείωση του δημοσιονομικού κόστους των παρεμβάσεων για την ενεργειακή κρίση, η μείωση της κρατικής αρωγής λόγω της υποχρεωτικής ιδιωτικής ασφάλισης έναντι φυσικών καταστροφών για μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις και οι αποκλειστικά στοχευμένες δημοσιονομικές παρεμβάσεις για την ενίσχυση του εισοδήματος των πιο ευάλωτων νοικοκυριών.
Χρέος
Tο ύψος του χρέους της ΓΚ ως ποσοστό του ΑΕΠ για το 2023, αναμένεται να διαμορφωθεί στο 160,3%, περίπου στο ίδιο επίπεδο με το ΠΚΠ 2024. Παρά το υψηλό επίπεδό του (357 δισ. ευρώ) το θετικό είναι, η σημαντικά καθοδική πορεία του ως ποσοστό του ΑΕΠ, με μείωση περίπου 11 ποσοστιαίων μονάδων σε σχέση με το 2022. Παράγοντες που συμβάλουν σε αυτή την ταχεία αποκλιμάκωση είναι η διατήρηση ισχυρής ονομαστικής ανάπτυξης, η διαμόρφωση πρωτογενούς πλεονάσματος (1,1 %) και η σχετικά σταθερή επιβάρυνση από τόκους καθότι το μεγαλύτερο τμήμα του διακρατείται από επίσημους φορείς (κράτη και διεθνείς οργανισμούς), με χαμηλό μέσο σταθμικό (έμμεσο) επιτόκιο και μακρά περίοδο αποπληρωμής.
Για το 2024, στο ΚΠ 2024 αναδεικνύεται η τάση σταθεροποίησης του ύψους του χρέους της ΓΚ (356 δισ. ευρώ), με προβλέψεις κοντά σε αυτές του Προσχεδίου 2024. Εντυπωσιακή επίσης είναι η περαιτέρω μείωση στο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ και για το 2024 που αναμένεται να διαμορφωθεί στο 152,2% διατηρώντας μια σημαντική αποκλιμάκωση κατά περίπου επτα ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το εκτιμώμενο επίπεδο του 2023. Το 2024, αναμένεται να συνεχιστεί η ευνοϊκή επίδραση τόσο της σχέσης έμμεσου επιτοκίου δανεισμού και ονομαστικού ρυθμού ανάπτυξης στο λόγο χρέους προς ΑΕΠ (snow-ball effect) όσο και της διαμόρφωσης σημαντικού πρωτογενούς πλεονάσματος έναντι του 2023.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η αναμενόμενη μείωση του πληθωρισμού αναδεικνύει την πραγματική αξία της μείωσης της πορείας του χρέους ως ποσοστά του ΑΕΠ, σημειώνει το Συμβούλιο. Στην αντιμετώπιση τόσο των μακροοικονομικών όσο και των δημοσιονομικών προκλήσεων συντάσσονται μια σειρά παραγόντων, όπως (α) η ύπαρξη σημαντικού ύψους ταμειακών αποθεμάτων για την αντιμετώπιση αναγκών ρευστότητας του Δημοσίου, (β) η στήριξη της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας από τα κονδύλια των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, (γ) οι αναβαθμίσεις του αξιόχρεου των ελληνικών ομολόγων από τους επενδυτικούς οίκους αξιολόγησης, με δυο εξ’ αυτών (DBRS και R&I), να το κατατάσσουν πλέον σε επενδυτική βαθμίδα