Σε πρόωρες εκλογές τον Μάρτιο –για τέταρτη φορά μέσα σε δύο χρόνια– οδηγείται το Ισραήλ μετά την πτώση της κυβέρνησης Νετανιάχου, καθώς τα μεσάνυχτα της Τρίτης η Κνεσέτ απέτυχε να ανταποκριθεί στην προθεσμία έγκρισης του κρατικού προϋπολογισμού.
Ο πρόεδρος της ισραηλινής Βουλής ανακοίνωσε αυτομάτως τη διάλυσή της, ρίχνοντας τίτλους τέλους στην κυβέρνηση συνεργασίας του Λικούντ, του κόμματος του πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου, και του κόμματος Μπλε και Λευκό του υπουργού Αμυνας, στρατηγού ε.α. Μπένι Γκαντς.
Η συμφωνία συνεργασίας των δύο κυβερνητικών εταίρων όριζε ότι ο Νετανιάχου θα κρατούσε την πρωθυπουργία για 18 μήνες και στη συνέχεια, τον Νοέμβριο του 2021, θα παρέδιδε τη σκυτάλη στον Γκαντς.
Βάσει επίσης της συμφωνίας, η κυβέρνηση έπρεπε να καταρτίσει διετή προϋπολογισμό, για το 2020 και το 2021, κάτι όμως που τελικά δεν τηρήθηκε από τον Νετανιάχου.
Επικαλούμενος την πανδημία του κορονοϊού, ο πρώην πια πρωθυπουργός ζήτησε την έγκριση του προϋπολογισμού μόνο για το τρέχον έτος, με αποτέλεσμα να μην υπερψηφιστεί τελικά από την Κνεσέτ.
Ο στρατηγός Γκαντς καταλόγισε στον Μπενιαμίν Νετανιάχου προσωπική πολιτική σκοπιμότητα και συνειδητή απόπειρα υπονόμευσης της συμφωνίας για κυλιόμενη πρωθυπουργία.
Η προεκλογική εκστρατεία για τις τέταρτες κοινοβουλευτικές εκλογές του Ισραήλ μέσα σε δύο χρόνια ξεκινά με τον Νετανιάχου αντιμέτωπο με λαϊκή οργή για τη διαχείριση της πανδημίας και την ποινική διαδικασία σε βάρος του για τρεις υποθέσεις διαφθοράς σε πλήρη εξέλιξη.
Ισραηλινοί αναλυτές εκτιμούν ότι ο Μπενιαμίν Νετανιάχου ίσως και να επιδίωξε τις πρόωρες εκλογές προκειμένου να κερδίσει μια «καθαρή» νέα θητεία.
Ως αντίπαλο δέος –και σίγουρα σοβαρός διεκδικητής της εξουσίας– προβάλλει ο Γκιντεόν Σάαρ, που αποχώρησε από το Λικούντ και αντιπολιτεύεται εκ δεξιών τον Νετανιάχου.