Προθεσμία αναμένεται να ζητήσει διά του νομικού εκπροσώπου του ο πρώην υπουργός Υγείας Ανδρέας Λοβέρδος που έχει κληθεί από τους εισαγγελείς Διαφθοράς σε κατάθεση με την ιδιότητα του υπόπτου διάπραξης του αδικήματος της παθητικής δωροδοκίας στην υπόθεση της Novartis.
Ο πρώην υπουργός, που ζήτησε και ο ίδιος την άρση ασυλίας του ώστε να βρεθεί ενώπιον των εισαγγελέων και να αντικρούσει τις αιτιάσεις τους, θα παραλάβει όπως δικαιούται από το νόμο, τα πλήρη στοιχεία της δικογραφίας που έχει σχηματιστεί στην Εισαγγελία Διαφθοράς για την περίοδο της θητείας του στο υπουργείο Υγείας.
Αμέσως μετά αναμένεται να ζητήσει εύλογο χρόνο ώστε να προετοιμάσει τις εξηγήσεις που του ζητούνται.
Η κλήση στον πρώην υπουργό αφορά την περίοδο Απριλίου 2011-Μαΐου 2012 και την κοστολόγηση τεσσάρων σκευασμάτων της φαρμακοβιομηχανίας, για σοβαρές παθήσεις, τα οποία διατέθηκαν σε τιμές κατά πολύ υψηλότερες σε σχέση με εκείνες των τριών φθηνότερων ευρωπαϊκών χωρών.
Κατά τους εισαγγελείς Διαφθοράς η κλήτευση σε χωρίς όρκο κατάθεση του κ. Λοβέρδου, κρίνεται απαραίτητη ώστε να διερευνηθεί το ενδεχόμενο διάπραξης του αδικήματος της παθητικής δωροδοκίας «στρεφομένης κατά του Δημοσίου κατ’ εξακολούθηση με όφελος που πέτυχε ή επεδίωξε ο δράστης».
Για το συγκεκριμένο σκέλος της έρευνας, έχουν ήδη κληθεί σε ανωμοτί καταθέσεις και έχουν ήδη λάβει προθεσμίες για το τρέχον διάστημα πέντε μη πολιτικά πρόσωπα, μέλη Επιτροπών τιμολόγησης φαρμάκων που ελέγχονται για το αδίκημα της απιστίας αλλά και οι υπεύθυνοι διαφημιστικής εταιρίας για το αδίκημα της νομιμοποίησης παράνομων χρημάτων. Κατά τους εισαγγελείς, που έχουν στη διάθεσή τους πληθώρα στοιχείων, όπως τιμολόγια και κινήσεις λογαριασμών, η εν λόγω εταιρία εμφανίζει συναλλαγές με τη Novartis που χρήζουν διερεύνησης.
Στο διαβιβαστικό τους προς την Βουλή, οι εισαγγελείς παραθέτουν, μεταξύ άλλων υπό διερεύνηση στοιχείων, και έγγραφο των αμερικανικών αρχών στο οποίο αναφέρεται ότι εταιρίες Μέσων Ενημέρωσης χρησιμοποιήθηκαν από την φαρμακοβιομηχανία για «πληρωμή δωροδοκιών και ξέπλυμα χρήματος» και ότι οι πληρωμές προς κρατικούς αξιωματούχους αφορούσαν την εγγραφή νέων προϊόντων στην αγορά και την προστασία (ενν. της Novartis) έναντι ελάττωσης τιμών.