Την αθώωση του Πέτρου Φιλιππίδη, λόγω αμφιβολιών, για τις κατηγορίες που αφορούν την πρώτη καταγγέλλουσα για βιασμό κατ’ εξακολούθηση, αλλά την ενοχή του για τις δύο απόπειρες βιασμού κατά των άλλων δύο καταγγελλουσών, πρότεινε η εισαγγελέας κατά την αγόρευσή της το μεσημέρι της Παρασκευής, στη δίκη του ηθοποιού στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο.
Αναφορικά με την πρώτη υπόθεση, για την οποία πρότεινε αθώωση, η εισαγγελέας Στέλλα Στόγια είπε πως δεν μπορεί να καταλήξει ακριβώς στο τι συνέβη με τον βιασμό κατ’ εξακολούθηση της πρώτης καταγγέλλουσας – «έχει αμφιβολίες» και γι’ αυτό προτείνει την αθώωσή του.
«Εχω αμφιβολίες. Μπορεί να συνέβησαν τα γεγονότα όπως τα λέει η καταγγέλλουσα στο δικαστήριο, αλλά το δικαστήριο δεν μπορεί να καταδικάσει με αμφιβολίες. Οι διαφοροποιήσεις στις καταθέσεις της πρώτης καταγγέλλουσας δεν είναι λεπτομέρειες. Υπάρχουν αμφιβολίες για το τι ακριβώς συνέβη. Για τον κατ’ εξακολούθηση βιασμό θα προτείνω να τον κηρύξει αθώο» είπε η κυρία Στόγια.
«Εκτιμώντας όλο το αποδεικτικό υλικό, αδυνατώ να καταλήξω στο τι ακριβώς συνέβη. Εχω αμφιβολίες. Μπορεί να συνέβησαν τα γεγονότα όπως τα λέει η καταγγέλλουσα στο δικαστήριο, αλλά το δικαστήριο δεν μπορεί να καταδικάσει με αμφιβολίες. Οι διαφοροποιήσεις στις καταθέσεις της πρώτης καταγγέλλουσας δεν είναι λεπτομέρειες. Υπάρχουν αμφιβολίες για το τι ακριβώς συνέβη. Για τον κατ’ εξακολούθηση βιασμό θα προτείνω να τον κηρύξει αθώο», ανέφερε η εισαγγελέας, όπως μετέδωσε η ΕΡΤ1.
Αναλύοντας το σκεπτικό της για την πρώτη καταγγέλλουσα, η κυρία Στόγια σημείωσε: «Οφείλουμε να ελέγξουμε την αξιοπιστία της μαρτυρίας όταν είναι το μόνο αποδεικτικό μέσο που υπάρχει. Για τον πρώτο καταγγελλόμενο βιασμό η καταγγέλλουσα είχε καταθέσει ότι υπήρχε χειραγώγηση. Ηταν στο όριο, είχε καταθέσει η καταγγέλλουσα».
Στη συνέχεια, ανέφερε ότι η καταγγέλλουσα δήλωσε στον κ. Φιλιππίδη ότι θέλει να φύγει αλλά και ότι δεν αντιλήφθηκε ότι η πράξη που έγινε σε βάρος της συνιστούσε βιασμό.
Η εισαγγελική λειτουργός, αναφερόμενη στο δεύτερο περιστατικό βιασμού που κατήγγειλε η ίδια γυναίκα, είπε: «Η καταγγέλλουσα είπε πως πήγε με βαριά καρδιά, θεωρώντας πως θέλει να επανορθώσει ο κατηγορούμενος. Η καταγγέλλουσα στην ανακρίτρια είχε καταθέσει ότι ενθουσιάστηκε, ασχέτως τού ό,τι είχε γίνει, ενθουσιασμό που επιβεβαίωσε και η μητέρα της. Γεννώνται ερωτηματικά. Βεβαίως ήταν χαρούμενη στην προοπτική επαγγελματικής αποκατάστασης. Ομως μια γυναίκα που έχει υποστεί τέτοια πράξη επ’ ουδενί πηγαίνει χαρούμενη στον βιαστή της. Είπε ότι “έτσι έχουμε γαλουχηθεί στο θέατρο”. Μέχρι ποια συμπεριφορά; Μέχρι τη διάπραξη κακουργήματος και μάλιστα από αυτά με τη μεγαλύτερη απαξία; Κατά την άποψη της ομιλούσας, όχι».
Oπως ανέφερε η ΕΡΤ1 στο σχετικό ρεπορτάζ, η εισαγγελική λειτουργός επεσήμανε ότι στις καταθέσεις της πρώτης καταγγέλλουσας υπάρχουν αντιφάσεις, τις οποίες ανέφερε αναλυτικά, υπογραμμίζοντας ότι το δεύτερο περιστατικό βιασμού τής το υπενθύμισε φίλος της και αναφέρθηκε στο στάδιο της ανάκρισης.
«Σε ερωτήσεις προς την καταγγέλλουσα για τις διαφοροποιήσεις που υπάρχουν στις καταθέσεις της, εκείνη υποστήριξε: “Ηταν όλα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Οταν μου τα θύμισε ο Παναγιώτης (φίλος της), ήταν σαν να άνοιξε αυτή την πόρτα”. Η καταγγέλλουσα σε τρία διαφορετικά όργανα κατέθεσε διαφορετική αποτύπωση των γεγονότων. Αλλα στο ΣΕΗ, άλλα στον εισαγγελέα, άλλα στην ανάκριση. Γιατί δεν είπε στον εισαγγελέα όσα είπε στον ανακριτή; Η καταγγέλλουσα προσήλθε στον εισαγγελέα για να καταγγείλει όσα υπέστη, όχι να τα χαρακτηρίσει νομικά. Το τόσο σοβαρό γεγονός το καταθέτει πρώτη φορά στην ανακρίτρια. Αν το είχε καταθέσει στον εισαγγελέα, θα είχα διαφορετική τοποθέτηση, δεχόμενη ότι στο ΣΕΗ ήθελε να καταγράψει μια καταγγελία. Ανακάλυπτε όμως κάτι νέο σε κάθε επόμενο στάδιο».
Αυτές οι διαφοροποιήσεις γέννησαν ερωτήματα στην εισαγγελέα της έδρας. «Ηταν ένα περιστατικό που της είχε ξανασυμβεί; Η πρώτη καταγγέλλουσα υποβάθμισε τα γεγονότα λέγοντας ότι αυτά συμβαίνουν στο θέατρο. Αν ήταν έτσι, για ποιο λόγο το απώθησε ως γεγονός;», αναρωτήθηκε.
Συμπλήρωσε ότι όλοι οι επιστήμονες που εξετάσθηκαν συμφώνησαν σε ένα πράγμα, ότι «το βίωμα του βιασμού δεν μπορεί να σβήσει από τη μνήμη του θύματος».
«Η πρώτη καταγγέλλουσα είναι ηθοποιός και γνωρίζει τους κανόνες της υποκριτικής», επεσήμανε χαρακτηριστικά η εισαγγελέας και ανάφερε φράσεις της όπως «στο θέατρο ματώνουμε».
«Σε κανένα επαγγελματικό χώρο δεν μαθαίνουν οι δάσκαλοι στους νέους καλλιτέχνες να ανέχονται εγκλήματα. Συμπεριφορές, ναι, πίεση ναι, αλλά όχι κακουργήματα ή κακοποιητικές συμπεριφορές», είπε, επίσης χαρακτηριστικά.
«Μου προκάλεσε εντύπωση ότι σε αίτημα για αναπαράσταση η πρώτη καταγγέλλουσα είπε: “Θα δεχτώ να γίνει αναπαράσταση αν το κάνει ο ίδιος. Μπορεί;”. Στη συνέχεια είπε ότι ήταν χιούμορ και ειρωνεία και πως το θεωρεί αναχρονιστικό. Επιτρέψτε μου όμως ότι με τον βιαστή σου δεν μπορείς να κανείς χιούμορ. Θα εκτιμηθεί και η συμπεριφορά του θύματος. Το θύμα δεν απολογείται για τη συμπεριφορά του, αλλά αξιολογείται η κατάθεσή του».
Καταλυτική χαρακτήρισε η εισαγγελέας την κατάθεση των Θάλειας Ματίκα, Ζέτας Μακρυπούλια και των άλλων ηθοποιών που κλήθηκαν να καταθέσουν.
«Δεν επιβεβαίωσε τη σύζυγο του κατηγορουμένου για το περιστατικό της βάπτισης. Δεν αναγνώρισε καν την καταγγέλλουσα στο δικαστήριο. Αν είχε ειπωθεί κάτι τέτοιο, θα το θυμόταν εξαιτίας και της στενής σχέσης που είχε τότε με την κυρία Νίνου. Αντίστοιχα, η κυρία Κοτσοβούλου δεν επιβεβαίωσε ότι την κάλεσε στο θέατρο για να αναλάβει ρόλο στην παράσταση, ισχυρισμό που επιβεβαίωσε και η Ζέτα Μακρυπούλια».