Η απόφαση της καγκελαρίου Μέρκελ να μην μεταβεί στη Νέα Υόρκη για να λάβει μέρος στη διεθνή συνάντηση για το Προσφυγικό την οποία συγκάλεσε ο πρόεδρος Ομπάμα στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, δείχνει δύο πράγματα: πρώτον, ότι η πολιτική κατάσταση στη Γερμανία μετά την ήττα του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος (CDU) στο Βερολίνο είναι ρευστή και ενδέχεται να οδηγήσει σε πρόωρες εκλογές και δεύτερον, έτσι αποφεύγει να βρεθεί απέναντι στον Ομπάμα που απαιτεί υπογραφή της συμφωνίας TTIP (Transatlantic Trade and Investment Partnership – Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εµπορίου και Επενδύσεων) για τις επενδύσεις πριν από το τέλος της θητείας του.
Σημειωτέον ότι οι χθεσινές (Κυριακή) εκλογές στο Βερολίνο ανέδειξαν πρώτο κόμμα τους Σοσιαλδημοκράτες, αν και με σημαντική μείωση (-6,7%) του ποσοστού τους (21,6%) σε σχέση με το 2011, σε αντίθεση με το CDU που έχασε μικρότερο ποσοστό. Σημειωτέον επίσης ότι πρόκειται για την πέμπτη συνεχή ήττα του CDU σε επίπεδο κρατιδίων και την τρίτη στην οποία δεν προκύπτει πλειοψηφία CDU και SPD. Εξάλλου, το ξενοφοβικό και ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) εξασφάλισε εκπροσώπηση στο δέκατο από τα 16 τοπικά Κοινοβούλια της Γερμανικής Ομοσπονδίας. Υπό αυτές τις συνθήκες:
- Το SPD που πληρώνει ακριβά εδώ και μία δεκαετία το κόστος συμμετοχής του στον Μεγάλο Συνασπισμό, μπορεί να αποτραβηχτεί από την κυβέρνηση και να οδηγήσει τα πράγματα σε πρόωρες εκλογές. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα μπορεί να μπει επίσημα σημαιοφόρος στις αντιδράσεις των γερμανών πολιτών κατά της επικείμενης συμφωνίας ΤΤΙΡ για τις επενδύσεις και να εκμεταλλευτεί το momentum της ανάδειξής του σε πρώτο κόμμα στις εκλογές ορισμένων lander (κρατιδίων).
- Τις πρόωρες εκλογές τις συζητούσαν και στους κόλπους του CDU για να γίνουν ανάμεσα στις αμερικανικές (Νοέμβριος 2016) και τις γαλλικές (Απρίλιος 2017) εκλογές, αντί να γίνουν κανονικά τον Σεπτέμβριο του 2017. Η λογική είναι ότι, αν βγει ο Τραμπ, θα ενισχυθεί το ρεύμα Λεπέν, οπότε η Γερμανία θα βρεθεί στο έλεος του AfD και σε μια διεθνή κατάσταση για την οποία υπάρχει παραλυτική αμηχανία.
- Μπορεί να έχουμε ανατροπή της Μέρκελ μέσα στο CDU από τον Σόιμπλε και τους σκληρούς του κόμματος.
- Τα δύο μεγάλα κόμματα μπορούν να εκμεταλλευτούν στον αμερικανογερμανικό πόλεμο που εκτός από την ΤΤΙΡ περιλαμβάνει τη μάχη των προστίμων (Deutsche Bank κατά Google και Apple), ώστε να τονώσουν το προφίλ τους στους πολίτες.
Σύμφωνα με ορισμένους παρατηρητές, δεν είναι τυχαίο που οι «27» μετέφεραν στον Μάρτιο του 2017 τις προτάσεις που θα κάνουν για να σωθεί η Ευρώπη. Η διενέργεια πρόωρων εκλογών στη Γερμανία θα έχει θετικά αποτελέσματα για τις ευρωπαϊκές ισορροπίες, ιδιαίτερα εάν τα αποτελέσματα αναδείξουν στην κυβέρνηση μια συμμαχία των Σοσιαλδημοκρατών με την Aριστερά (Die Linke) και τους Πράσινους (Gruenen). Η συμμαχία αυτή καταγράφεται ήδη διευρωπαϊκά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Η αυτοκριτική Μέρκελ
Η καγκελάριος Μέρκελ άλλωστε, σε συνέντευξη Τύπου που παρέθεσε τη Δευτέρα, έπειτα από το ταπεινωτικό αποτέλεσμα για το CDU στις εκλογές του Βερολίνου τόνισε χαρακτηριστικά:«Αναλαμβάνω το μερίδιο ευθύνης που μου αναλογεί ως επικεφαλής του κόμματος και καγκελάριος».
Το πρακτορείο Reuters μάλιστα σχολίασε πως ο τόνος της ήταν ο πιο συμβιβαστικός που έχει χρησιμοποιήσει όσο είναι στην εξουσία.
Η καγκελάριος παραδέχθηκε ότι θα έκανε τα πράγματα διαφορετικά, αν μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω, για να προετοιμάσει τη χώρα καλύτερα ώστε να αντιμετωπίσει την εισροή περίπου 1 εκατ. προσφύγων που έφτασαν εκεί πέρυσι. «Αν μπορούσα, θα γύριζα πίσω πολλά, πολλά χρόνια», είπε.
Σχολιάζοντας πρόσφατη δημοσκόπηση, σύμφωνα με την οποία το 82% των ψηφοφόρων θέλουν να αλλάξει την πολιτική της στην προσφυγική κρίση, ανέφερε «αν ήξερα τι αλλαγή πολιτικής θέλει ο κόσμος, θα ήμουν έτοιμη να το σκεφτώ και να το συζητήσω. Αλλά η δημοσκόπηση δεν δίνει καμία τέτοια συμβουλή».
Αν η επιθυμία των Γερμανών είναι να μην «σαρωθεί» η χώρα από την ανεξέλεγκτη και δίχως κανόνες μετανάστευση «τότε αυτό ακριβώς είναι για το οποίο μάχομαι».
Οταν ρωτήθηκε για το αν σκοπεύει να είναι υποψήφια στις εκλογές του 2017, χαμογέλασε και αρνήθηκε να σχολιάσει. Σημείωσε όμως ότι «έχει ακόμη κίνητρο».