Η «Όμορφη Πριγκίπισσα», είναι ζωγραφισμένη με κιμωλία και μελάνι, ντυμένη με ρούχα της περιόδου της Αναγέννησης και στραμμένη στο προφίλ με ένα σκεπτικό και κάπως θλιμμένο ύφος. Τα χείλη της θυμίζουν το «άπιαστο χαμόγελο» της Τζοκόντα ενώ το ντύσιμό της και η, πλεγμένη με χρυσές κορέλες, κοτσίδα της εύκολα την τοποθετούν στην αυλή του Λουντοβίκο Σφόρτσα, τον δούκα του Μιλάνου, στα τέλη του 15ου αιώνα. Γι’ αυτό και ο Μάρτιν Κεμπ, επίτιμος καθηγητής της Οξφόρδης και ειδήμων της ζωής και του έργου του ντα Βίντσι, συμπεραίνει με βεβαιότητα ότι η κοπέλα του πίνακα είναι η εξώγαμη κόρη του Σφόρτσα, η Μπιάνκα, η οποία ήταν παντρεμένη με έναν τακτικό πελάτη του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Για τον Κεμπ, και άλλους, η κοπέλα είναι ανατίρρητα δημιούργημα του μεγάλου ιταλού ζωγράφου, κάτι που εκτοξεύει την τιμή της στα 140 εκατ. ευρώ τουλάχιστον.
Η άλλη άποψη θέλει την «όμορφη πριγκίπισσα» να αναπαριστά τη Σάλι, μία κοπέλα που δούλευε στο ταμείο σε ένα αγγλικό σούπερμάρκετ, το 1978, και όχι μία επιφανή κυρία του 15ου αιώνα. «Ζωγράφισα αυτόν τον πίνακα το 1978, όταν δούλευα στο Co-op. Το μοντέλο στηρίζεται σε ένα κορίτσι, τη Σάλυ, που δούλευε στο ταμείο», γράφει στο αποκαλυπτικό βιβλίο του, «Η ιστορία ενός πλαστογράφου», ο Σον Γκρίνψαλγκ, ένας από τους πιο επιδέξιους δημιουργούς πλαστών έργων της Βρετανίας. «Παρά τη σεμνή στάση της, ήταν αυταρχική και αρκετά ψωνισμένη», γράφει για την κοπέλα που ισχυρίζεται ότι τον ενέπνευσε να ζωγραφίσει μία πριγκίπισσα της Αναγέννησης.
Εξηγεί, ότι ένα από τα τεχνάσματα με τα οποία ξεγέλασε ειδικούς τέχνης -όπως τον Νίκολας Τέρνερ, πρώην συντηρητή έργων στο Βρετανικό Μουσείο, ή τα μουσεία της Ιταλίας που παρουσίαζαν τον πίνακα σε έκθεση έργων του ντα Βίντσι μέχρι και τον περασμένο μήνα- ήταν να χρησιμοποιήσει ως καμβά ένα επίσημο έγγραφο του 1587 και ως κορνίζα το καπάκι ενός θρανίου από την Βικτωριανή εποχή το οποίο βρήκε στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Μπόλτον. Σκέφτηκε μέχρι και τη μικρότερη –αλλά βαρυσήμαντη για τους ειδικούς- λεπτομέρεια: όσο ζωγράφιζε είχε στρίψει τον πίνακα κατά 90 μοίρες δεξιόστροφα, ώστε να μιμηθεί το στυλ του αριστερόχειρα ντα Βίντσι.
Από μία άποψη, ο Γκρίνχαλγκ έχει τις δεξιότητες και το αντίστοιχο ιστορικό που θα έκανε κάποιον να το καλοσκεφτεί προτού απορρίψει την αποκάλυψή του ως ψέματα ενός καλλιτέχνη-απατεώνα. Ο ίδιος είναι αυτοδίδακτος, έχει δημιουργήσει απομιμήσεις κάθε είδους τέχνης και από κάθε χρονική περίοδο -ρωμαϊκές αντίκες, έργα της Μπάρμπαρα Χέπγουορθ και του Εντγκάρ Ντεγκά, μέχρι και ένα γλυπτό του Πωλ Γκωγκέν- και έχει ξεγελάσει κάποια από τα πιο δημοφιλή ιδρύματα τέχνης του κόσμου. Καταδικάστηκε με την κατηγορία της πλαστογραφίας και φυλακίστηκε για τέσσερα χρόνια και οκτώ μήνες, το 2007, αφού είχε προλάβει να βγάλει περισσότερα από 1 εκατ. ευρώ δημιουργώντας τους πλαστούς θησαυρούς τέχνης, που θα πουλούσε ως αυθεντικούς, με τη βοήθεια –και άρα συνενοχή- των γονιών του, στην ταράτσα του σπιτιού τους, στο Μπόλτον του αγγλικού Λάνκασάιρ. Το μεγαλύτερο κατόρθωμά του σημειώθηκε όταν ξεγέλασε τους ειδικούς και παρουσίασε ένα γλυπτό του ως την Πριγκίπισσα Αμάρνα, κόρη του Φαραώ Ακενατών και της Βασίλισσας Νεφερτίτης, δηλαδή ως δημιούργημα 3 χιλιάδων και 300 ετών και αξίας 600.000 ευρώ.
Οι ειδικοί της τέχνης έχουν διχαστεί. Όταν πρωτοεμφανίστηκε ο πίνακας –χωρίς όνομα και άγνωστης προέλευσης- το 1998 σε δημοπρασία στο Christie’s στη Νέα Υόρκη, πουλήθηκε ως έργο γερμανικής προέλευσης του 19ου αιώνα στα 20.000ευρώ, όπως σημειώνει η βρετανική εφημερίδα Σάντεϊ Τάιμς. Στην ίδια τιμή τον αγόρασε το 2007 ένας καναδός συλλέκτης, ο Πίτερ Σίλβερμαν, ο οποίος ήταν ο πρώτος που υποπτεύθηκε ότι ο πίνακας ίσως είναι ένα έργο του ντα Βίντσι που έχει ξεχαστεί για 500 χρόνια. Τρία χρόνια αργότερα, δύο ειδικοί, ο Μάρτιν Κεμπ και ο Πασκάλ Κοτέ, δημοσίευσαν βιβλίο για το «Νέο αριστούργημα του Λεονάρντο ντα Βίντσι» και μέχρι προσφάτως, διάφορες γκαλερί στην Ιταλία εξέθεταν τον πίνακα ως έργο του ντα Βίντσι.
Ωστόσο, ο πιο διακεκριμένος ιταλός ακαδημαϊκός που έχει αφιερωθεί στον ντα Βίντσι και έχει επιβλέψει την αποκατάσταση του «Μυστικού Δείπνου», ο Πιέτρο Μαράνι, έχει δηλώσει ότι «το έργο δεν ταιριάζει ούτε με την τεχνική ούτε με το στιλ του Λεονάρντο», ενώ της ίδιας άποψης ήταν και το πόρισμα της Κάρμεν Μπάμπατς, συντηρήτριας έργων στο Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης. Το μεγάλο ερώτημα των 140 εκατ. ευρώ –τόσο θα αξίζει η «Όμορφη Πριγκίπισσα», αν αποδειχθεί ότι ο πατέρας της είναι ο ντα Βίντσι- ευτυχώς, δεν είναι απλώς ζήτημα αισθητικής εμπειρίας ούτε εξαρτάται μόνο από το καλό μάτι των ακαδημαϊκών και θαυμαστών του ιταλού καλλιτέχνη.
Υπάρχουν επιστημονικοί τρόποι να εξακριβωθεί η προέλευση ενός έργου τέχνης. Αυτοί, μάλλον, διαψεύδουν την εκδοχή του Γκρίνχαλγκ.
Μία εργαστηριακή έρευνα, διάρκειας δύο ετών, αποκάλυψε την περασμένη εβδομάδα τα αποτελέσματά της: το έργο είναι τουλάχιστον 150 χρόνων. Ο Πασκάλ Κοτέ, ιδρυτής του εργαστηρίου ανάλυσης τέχνης στο Παρίσι, Lumiere Technology, δήλωσε ότι ο ρυθμός διάσπασης του ραδιενεργού ισότοπου που μετρήθηκε στα άτομα μολύβδου, τα οποία βρέθηκαν στη χρωστική της κιμωλίας, αποδεικνύουν ότι ο καλλιτέχνης του έργου ζούσε τουλάχιστον στον 17ο αιώνα. Άρα, ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί να ξεγέλασε την εργαστηριακή έρευνα, σύμφωνα με τον Κεμπ, είναι να χρησιμοποίησε κιμωλία του 15ου αιώνα.
Ο, 54χρονος σήμερα, Γκρίνχαλγκ, φυσικά, δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι χρησιμοποίησε κιμωλία 600 ετών. Δηλώνει ότι δημιούργησε τη δική του χρωστική από βιολογικά είδη κάποιας ηλικίας και ότι χρησιμοποίησε πηλό πλούσιο σε σίδηρο, τον οποίο ο ίδιος ξέθαψε, και κάρβουνο από αρχαία δέντρα. «Αυτά τα φυσικά συστατικά θα μπορούσαν να ξεγελάσουν ένα τεστ ραδιενεργού ισότοπου», έρχεται να στηρίξει τον Γκρίνχαλγκ, ένας ιστορικός τέχνης, ο Βάλντεμαρ Τζανουσκζακ, ο ίδιος άνθρωπος που έχει γράψει τον πρόλογο στο βιβλίο του Γκρίνχαλγκ. Η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά. Μέχρι να απδοειχθεί ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην Όμορφη Πριγκίπισσα και τη Μόνα Λίζα, μένει να φανεί ποιος διατίθεται να δώσει περισσότερα από 100εκατ. ευρώ για έναν πίνακα που μάλλον είναι του Λεονάρντο ντα Βίντσι.