«Οι ηγέτες που επικοινώνησαν μέσω βίντεο αντιπροσώπευαν τις τρεις δυνάμεις που αποσκοπούν στην αναδιαμόρφωση του παγκοσμίου status quo εις βάρος των ΗΠΑ. Η από κοινού εμφάνισή τους υπονοούσε ενότητα, ωστόσο ο καθένας τους έδειχνε επικεντρωμένος στον δικό του στόχο. Δεν υπήρξε καμία δραματική δήλωση από την οποία να φαίνεται κάποια αλλαγή στις συμμαχίες».
Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την εξ αποστάσεως Σύνοδο Κορυφής του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης προσπάθησαν να συνοψίσουν οι New York Times, αφού στο πλαίσιο των εργασιών της τοποθετήθηκαν και αντάλλαξαν απόψεις οι βασικοί εχθροί των ΗΠΑ, ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν και ο κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του ρεπορτάζ των ΝΥΤ είναι η επισήμανση των εσωτερικών αντιθέσεων σε αυτό το κατά τα λοιπά φιλόδοξο ευρωασιατικό γεωπολιτικό κλαμπ.
Για τον Πούτιν η τηλεδιάσκεψη ήταν μια ευκαιρία «να δείξει δυνατός ύστερα από την εξέγερση της μισθοφορικής Ομάδας Βάγκνερ και να διεκδικήσει υποστήριξη στον πόλεμό του κατά της Ουκρανίας». Ο Σι «επετέθη ξανά στις ΗΠΑ, ζητώντας τον τερματισμό του ηγεμονισμού και της πολιτικής εξουσίας τους». Ο δε ινδός πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι, ο οικοδεσπότης, πρόβαλε «το ανάστημα της ανερχόμενης χώρας του» και κάλεσε σε «μάχη κατά της τρομοκρατίας» – της ισλαμικής, προφανέστατα.
Τα σημεία που ξεχώρισαν οι ΝΥΤ: «Δεν έγινε καμία αναφορά στην αυξανόμενη τριβή μεταξύ του Πεκίνου και του Νέου Δελχί, η οποία οδήγησε την ιστορικά αδέσμευτη Ινδία πιο κοντά στις ΗΠΑ. Ο Πούτιν ήλπιζε ότι οι φίλοι του θα έκαναν ηχηρές δηλώσεις υποστήριξης για να ενισχύσουν την αποδυναμωμένη θέση του στο εσωτερικό και για να τον υπερασπιστούν στον πόλεμό του στην Ουκρανία, όμως πρέπει να αρκεστεί στις γενικολογίες».
Κρατήθηκαν, πάντως, τα προσχήματα: «Οι τρεις ηγέτες έδειξαν ότι διατηρούν τον έλεγχο στα εσωτερικά τους και ότι δεν υπάρχουν ρήγματα, παρά τα προβλήματα της Ρωσίας και την επιθυμία της Ινδίας να διερευνήσει τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ. Ομως ο λεγόμενος πολυπολικός κόσμος που ονειρεύεται ο Πούτιν δεν κέρδισε τίποτε από το συγκεκριμένο φόρουμ. Ολοι τους είχαν κίνητρα να υποβαθμίσουν τα πράγματα, να τα ωραιοποιήσουν και να τα κάνουν να φαίνονται φυσιολογικά».
Επειτα από την ανταρσία του Πριγκόζιν, τη μεγάλη ανάγκη για αποκατάσταση της εικόνας του την είχε ασφαλώς ο Πούτιν. Ευχαρίστησε τους συνομιλητές του για την υποστήριξή τους και είπε ότι η ανταρσία δεν είχε λαϊκή υποστήριξη στη Ρωσία. «Ενωμένο το ρωσικό πολιτικό προσωπικό με όλη την κοινωνία συγκρότησαν ενιαίο μέτωπο κατά της απόπειρας ένοπλης ανταρσίας» είπε. Και επιχείρησε να αντλήσει από τη Σύνοδο Κορυφής «ενδείξεις διεθνούς υποστήριξης» στο Ουκρανικό.
Η Κίνα, εκτίμησαν οι ΝΥΤ, χρησιμοποιεί τον Πούτιν ως «απαραίτητο εταίρο για την αμφισβήτηση των ΗΠΑ», όμως πληρώνει το τίμημα επειδή συγχρόνως «αγωνίζεται να επιδιορθώσει τους δεσμούς της με βασικούς οικονομικούς εταίρους στην Ευρώπη». Εξάλλου, «η άρνηση της Κίνας να καταδικάσει τον πόλεμο στην Ουκρανία έχει στρέψει την προσοχή όλου του κόσμου στην επιθετική στάση της απέναντι στην Ταϊβάν». Στη Σύνοδο Κορυφής ο Σι Τζινπίνγκ έδειξε ότι βλέπει το γεωπολιτικό φόρουμ «ως μέσο βελτίωσης της παγκόσμιας διακυβέρνησης και προώθησης του εκσυγχρονισμού κινεζικού τύπου».
Τέλος, το αμερικανικό μέσο αναρωτήθηκε «πού ταιριάζει η Ινδία σε αυτό το όραμα» και συμπλήρωσε ότι «αυτό μένει να φανεί». Επισήμανε, δε, τις εσωτερικές αντιθέσεις των επίδοξων κοσμοκυρίαρχων: «Ο μεγαλύτερος αναδυόμενος στρατηγικός αντίπαλος της Κίνας είναι η Ινδία. Οταν ο Μόντι πήγε στον Λευκό Οίκο, πριν από λίγες ημέρες, το Πεκίνο ανησύχησε. Η Ινδία διατηρεί οικονομικούς δεσμούς με τη Ρωσία, και δεν καταδίκασε την εισβολή στην Ουκρανία. Ωστόσο, οι σινοϊνδικές σχέσεις έχουν επιδεινωθεί. Οι Κινέζοι πιστεύουν ότι η ινδοαμερικανική προσέγγιση στοχεύει στην παρεμπόδιση της ανόδου της Κίνας».