Πρώτα τα καλά νέα. Η Εθνική μας ομάδα μπάσκετ προκρίθηκε στους «16» του Παγκοσμίου Κυπέλλου και γλίτωσε από ένα «κάζο», που θα ήταν ιστορικό: να συνεχίσει στην Ντογκουάν, παίζοντας για τις θέσεις 17 έως 32. Αυτό το άγχος ήταν ο πραγματικός της αντίπαλος, και όχι τόσο η Νέα Ζηλανδία, που ταξίδεψε στην Κίνα χωρίς το μεγάλο της «αστέρι», τον εξαιρετικό σέντερ Στίβεν Ανταμς. Σύμφωνοι, με το αλέγρο τους παιχνίδι οι Νεοζηλανδοί είχαν νικήσει το Μαυροβούνιο και είχαν ζορίσει τη Βραζιλία, όμως είναι πολύ κατώτεροι -ως ομάδα- από τους «δικούς μας». Αυτό μας έλειπε, να χάσουμε (και) απ’ αυτούς.
Αποφύγαμε, λοιπόν, τα χειρότερα. Με τον Γιάννη Αντετοκούνμπο να κάνει το καλύτερό του -μέχρι τώρα- ματς στην Κίνα. Σε 30 λεπτά σκόραρε 24 πόντους, κατέβασε 10 ριμπάουντ και μοίρασε έξι ασίστ, θυμίζοντας τον τρομερό «Greek Freak» των Μιλγουόκι Μπακς. Αξιος συμπαραστάτης του, ο Ιωάννης Παπαπέτρου (16 πόντοι με 4/6 τρίποντα), που ασφαλώς θα βάλει αυτό το παιχνίδι ψηλά στο βιογραφικό του.
Και τώρα τα άσχημα (νέα): Η αμυντική λειτουργία της Εθνικής ήταν, πάλι, για κλάματα. Χάσαμε ένα σωρό αμυντικά ριμπάουντ, υστερήσαμε δραματικά στο αμυντικό τρανζίσιον, και δεν βρήκαμε έναν τρόπο να σταματήσουμε τον καλύτερο παίκτη των αντιπάλων, τον Κόρεϊ Ουέμπστερ, που μας έβαλε 21 πόντους στο πρώτο μέρος και 31 στο σύνολο. Αλλους 17 πόντους δεχτήκαμε από τον αδελφό του, Τάι. Το όλον 48 από την οικογένεια Ουέμπστερ, που είναι ό,τι καλύτερο διαθέτει η Νέα Ζηλανδία σε αυτό το τουρνουά.
Στον πρώτο από τους τρεις «τελικούς» που μας χωρίζουν από τους «8», καταφέραμε να νικήσουμε παρά τους 90+ πόντους παθητικό. Αλλά στους δύο επόμενους, με τις Ηνωμένες Πολιτείες το Σάββατο (15:30) και την Τσεχία τη Δευτέρα (11:30), δεν θα έχουμε αυτήν την… πολυτέλεια. Στη Σενζέν, πλέον, η Ελλάδα οφείλει να «θυμηθεί» τις βασικές αρχές πάνω στις οποίες έχει στηρίξει, διαχρονικά, όλους τους θριάμβους της: ψυχωμένη άμυνα, καλό «διάβασμα» των αντιπάλων, και βοήθεια από την περιφέρεια. Ολα αυτά στην Κίνα της έλειψαν. Οχι μόνο στο ματς που έχασε (από τη Βραζιλία), αλλά και στα δύο που κέρδισε.
Η άμυνα δεν είναι μόνον τέχνη. Είναι και ζήτημα ομαδικότητας. Διάθεσης. Κυρίως, «ψυχής». Που με τους Βραζιλιάνους δεν την είδαμε, και με τους Νεοζηλανδούς δεν χρειάστηκε. Τώρα, όμως, είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητη. Οι διεθνείς μας πρέπει να κατέβουν από το «καλάμι» τους, και να ετοιμαστούν για… πόλεμο. Δεν αρκεί, το ότι έχουμε καλή ομάδα. Θα πρέπει να το κατάλαβαν, μετά το «χαστούκι» από τη Βραζιλία. Ας το ελπίσουμε. Γιατί μόνο με «σκυλίσια» άμυνα έχουμε ελπίδες να νικήσουμε την Team USA (το θαύμα της Σαϊτάμα δύσκολα θα επαναληφθεί).
Θα πρέπει, επίσης, να ηρεμήσουν. Τους βλέπεις στο γήπεδο να… παραμιλούν, να κλωτσούν την μπάλα νευριασμένοι, να κοιτούν την οροφή του γηπέδου, να χτυπούν το κεφάλι με τα χέρια τους. Σε αυτήν την ψυχική κατάσταση, είναι αδύνατο να συγκεντρωθούν. Είναι ανάγκη να χαλαρώσουν. Να κλείσουν τ’ αυτιά τους στην κακόβουλη και ισοπεδωτική κριτική. Να παίξουν για το μπάσκετ, που όλοι λατρεύουν από παιδιά, να χαρούν το παιχνίδι. Να δώσουν, ο ένας στον άλλον, το καλύτερο που μπορούν. Κι ό,τι βγει.
Το νέο μας γκρουπ απαρτίζεται από τις ΗΠΑ (3-0), τη Βραζιλία (3-0), την Τσεχία (2-1) και, φυσικά, την Ελλάδα (2-1). Τα πράγματα είναι δύσκολα. Εάν θέλουμε να φτάσουμε στους προημιτελικούς, θα πρέπει να νικήσουμε, και τις ΗΠΑ, και την Τσεχία (που έκανε τη μεγάλη έκπληξη, αποκλείοντας την Τουρκία των τριών NBAers). Και πάλι. Υπάρχει περίπτωση, οι δύο νίκες να μη μας αρκούν. Για παράδειγμα, με δύο νίκες της Ελλάδας, νίκη των ΗΠΑ επί της Βραζιλίας, και νίκη της Βραζιλίας επί της Τσεχίας, η πρόκριση θα κριθεί στη διαφορά των πόντων. Αλλά, στα περισσότερα από τα εννέα διαφορετικά σενάρια αποτελεσμάτων, με 2/2 η Εθνική μας συνεχίζει το ταξίδι της προς την κορυφή.
Σε αυτά τα δύο παιχνίδια, η θέληση για τη νίκη, το πάθος, ο αθλητικός εγωϊσμός, θα «μετρήσουν» περισσότερο από τα συστήματα ή τις ατομικές επιδόσεις. Με το soft μπάσκετ που έχουμε παίξει στα τρία πρώτα ματς, προκοπή δεν πρόκειται να δούμε. Πάμε, λοιπόν, να γυρίσουμε τον διακόπτη. Να σταθούμε αποφασισμένοι απέναντι στην Team USA του σπουδαίου κόουτς Πόποβιτς, να παίξουμε σαν Ελλάδα, και να κερδίσουμε ή να χάσουμε με τον δικό μας, πατροπαράδοτο τρόπο: δίνοντας τη μάχη σώμα με σώμα, μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο.