Το αντιικό φάρμακο ρεμντεσιβίρη έχει μικρή ή καθόλου αποτελεσματικότητα στην επιβίωση των ασθενών με λοίμωξη Covid-19, αναφέρει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), όπως γράφει η βρετανική Telegraph.
Η μελέτη Solidarity του ΠΟΥ συνέκρινε τη ρεμντεσιβίρη με άλλα τρία φάρμακα σε 11.266 ασθενείς, που νοσηλεύονταν σε περισσότερα από 500 νοσοκομεία 30 χωρών. Το αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξε είναι ότι καμία θεραπεία «δεν επηρεάζει ουσιαστικά τη θνησιμότητα, ούτε και τις διασωληνώσεις», δηλαδή την πορεία της υγείας του ασθενούς.
«Οι θεραπείες με ρεμντεσιβίρη, υδροξυχλωροκίνη, λοπιναβίρη και ιντερφερόνη φάνηκε ότι έχουν μικρή αποτελεσματικότητα στη ενδονοσοκομειακή θνησιμότητα», γράφουν οι υπεύθυνη της μελέτης.
Η κλινική μελέτη Solidarity βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και μήνες, καθώς συνεχώς προστίθενται ή αφαιρούνται φάρμακα.
Το σκέλος που αφορούσε ειδικά τη ρεμντεσιβίρη περιλάμβανε 2.750 ασθενείς, στους οποίους χορηγήθηκε το φάρμακο επί δέκα ημέρες (200 μιλιγκράμ την πρώτη ημέρα και από 100 μιλιγκράμ τις επόμενες).
Τα ευρήματα του ΠΟΥ σημαίνουν ότι προς το παρόν το μοναδικό φάρμακο που αποδεδειγμένα αυξάνει την πιθανότητα επιβίωσης από Covid-19 είναι η δεξαμεθαζόνη, μία οικονομική κορτιζόνη που λαμβάνεται από το στόμα και είναι ευρέως διαθέσιμο διεθνώς. Γι’ αυτό άλλωστε και ο ΠΟΥ έχει συστήσει τη χρήση στεροειδών σε σοβαρά περιστατικά Covid-19, ασχέτως αν δεν έχουν λάβει έγκριση.
Οι ελπίδες του ΠΟΥ στρέφονται πλέον στα μονοκλωνικά αντισώματα, σε ανοσοτροποποιητικά και σε άλλα αντιιικά φάρμακα.
Η ρεμντεσιβίρη αναπτύχθηκε αρχικά από την αμερικανική φαρμακευτική εταιρεία Gilead Sciences ως φάρμακο κατά του ιού Εμπολα. Ηταν ένα από τα φάρμακα που χορηγήθηκαν πρόσφατα και στον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ.
Η Gilead δεν δέχθηκε τα αποτελέσματα της μελέτης Solidarity και σχολίασε ότι «τα στοιχεία που ήλθαν στο φως φαίνονται ασυνεπή με πιο αξιόπιστα στοιχεία από πολλαπλές τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες που δείχνουν το κλινικό όφελος της ρεμντεσιβίρης».
Η εταιρεία συνήψε πρόσφατα συμφωνία με την ΕΕ για την αρχική προμήθεια έως 500.000 δόσεων του φαρμάκου στις ευρωπαϊκές χώρες, με δυνατότητα για νέα προμήθεια στο μέλλον (εδώ).