Στη «Φερνάντο Μπουέσα Αρίνα» της Βασκονίας δεν θα ανεμίζουν ελληνικές σημαίες. Αν δείτε καμία, κάποιος συγγενής ή φίλος του Σλούκα θα την κρατάει. Ή του Ιτούδη. Ο Κώστας, το πρωτοπαλίκαρο του Ομπράντοβιτς στη Φενέρμπαχτσε, και ο Δημήτρης, κόουτς της ΤΣΣΚΑ Μόσχας από το 2014, θα είναι εκεί για να μας θυμίζουν τι παιδιά βγάζει το ελληνικό μπάσκετ. Οι ομάδες μας, όμως, θα απουσιάζουν. Εχασαν το δρόμο προς το Φάιναλ-Φορ για δεύτερη σεζόν στη σειρά. Στη μεγάλη γιορτή της Ευρωλίγκας δεν θα υπάρχουν, εφέτος, ούτε διαιτητές από την Ελλάδα. Ολο και… καλύτερα.
Εχει ξανασυμβεί, να απουσιάσουμε δύο διαδοχικές χρονιές: το 2003 και το 2004. Αλλά, τότε, επρόκειτο για μια μικρή διακοπή σε μια αλληλουχία ελληνικών θριάμβων. Από το 1993, που ο ΠΑΟΚ προκρίθηκε στο Φάιναλ-Φορ (της Αθήνας), έως το 2017, που ο Ολυμπιακός μας εκπροσώπησε στον τελικό της Πόλης, η Ελλάδα κατέκτησε εννέα τρόπαια και μέτρησε 24 συμμετοχές στη διοργάνωση, ακόμη και «διπλές». Οπως, για παράδειγμα, το 2012, που ο Ολυμπιακός σήκωσε την Κούπα και ο Παναθηναϊκός τερμάτισε τέταρτος. Σήμερα, αυτές οι ένδοξες μέρες φαντάζουν πολύ μακρινές. Οχι μόνον επειδή πέρασαν έξι χρόνια από την τελευταία φορά που το βαρύτιμο Κύπελλο κατέληξε στην Ελλάδα, και επτά από την πιο πρόσφατη εμφάνιση του Παναθηναϊκού σε Φάιναλ-Φορ, αλλά -κυρίως- γιατί η απόστασή μας από την ευρωπαϊκή κορυφή φαίνεται μεγαλύτερη παρά ποτέ.
Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πότε θα ξαναδούμε ελληνική ομάδα να πρωταγωνιστεί. Διότι, παραφράζοντας την περίφημη ρήση του Γκάρι Λίνεκερ, η Ευρωλίγκα έχει εξελιχθεί σε ένα τουρνουά, στο οποίο 16 ομάδες «σκοτώνονται» επί μήνες, και στο τέλος φτάνουν στα Φάιναλ-Φορ, η Φενέρμπαχτσε, η ΤΣΣΚΑ Μόσχας και η Ρεάλ Μαδρίτης. Και μία ομάδα… έκπληξη κάθε φορά. Την τελευταία πενταετία, μόνο μια χρονιά (2016) έμεινε εκτός μια από τις τρεις (η Ρεάλ Μαδρίτης). Το 2015 η έκπληξη ήταν ο Ολυμπιακός. Το 2016, η Λοκομοτίβ Κουμπάν. Το 2017, ξανά ο Ολυμπιακός. Πέρυσι η Ζαλγκίρις του Γιασικεβίτσιους – αυτή ήταν η μεγαλύτερη. Κι εφέτος, η Εφές.
Την Εφές δεν τη λες, ακριβώς, έκπληξη. Από το 2001, που είχε εμφανιστεί στο Φάιναλ-Φορ (της FIBA) για τελευταία φορά, έχει δαπανήσει εκατοντάδες εκατομμύρια για να επιστρέψει στην κορυφή, αλλάζοντας σε αυτά τα 18 χρόνια οκτώ προπονητές και πάνω από 150 παίκτες. Εφέτος τα κατάφερε, επειδή ο (παρεξηγημένος) κόουτς της, Εργκίν Αταμάν, πέτυχε εκεί που οι διάσημοι προκάτοχοί του (Ιβκοβιτς, Μπλατ, Περάσοβιτς κ.ά.) απέτυχαν παταγωδώς.
Τέλος πάντων, οι τρεις «γίγαντες» του ευρωπαϊκού μπάσκετ με τα δυσθεώρητα μπάτζετ, που είναι διπλάσια και τριπλάσια από τα δικά μας, αφήνουν στις ομάδες της «δεύτερης ταχύτητας» μόνο μια θέση ανοιχτή. Γι’ αυτή τη θέση ο Παναθηναϊκός και ο Ολυμπιακός έχουν, πλέον, να παλέψουν με άλλες τέσσερις πέντε ομάδες, κάποιες εκ των οποίων δαπανούν, επίσης, πολύ περισσότερα χρήματα για το ρόστερ τους (π.χ. η Μπαρτσελόνα). Κι όσο περνούν τα χρόνια, οι πλούσιοι γίνονται ακόμη πιο ισχυροί, ενώ οι υπόλοιποι χαμηλώνουν.
Δείτε τι έγινε εφέτος στην κανονική περίοδο. Η «τριάδα» Φενέρμπαχτσε, ΤΣΣΚΑ Μόσχας, Ρεάλ Μαδρίτης ξεχώρισε από την αρχή τόσο πολύ, ώστε η όποια συζήτηση γινόταν μόνο για τις θέσεις 4-8. Η (τέταρτη) Εφές έφτασε τις 20 νίκες. Τόσες (ή παραπάνω) συνήθιζαν να κάνουν οι δύο πρώτες ομάδες της βαθμολογίας. Το όριο για την «τετράδα» ανέβηκε. Αντιστρόφως, εκείνο για την κατάληψη των θέσεων 6-8 έπεσε στις 15 νίκες. Τις διεκδίκησαν επτά ομάδες, και κρίθηκαν στις ισοβαθμίες. Με μόλις 16 νίκες ο Παναθηναϊκός τερμάτισε έκτος. Πριν από δύο χρόνια, με την ίδια επίδοση, θα έμενε εκτός «οκτάδας».
Στο μπάσκετ το χρήμα δεν είναι εγγύηση επιτυχίας (ρωτήστε την Αρμάνι Μιλάνο, τη Χίμκι, ή την Μπαρτσελόνα και την Εφές των προηγούμενων ετών). Παίζουν ρόλο και οι σωστές επιλογές, η τεχνογνωσία, η διάθεση. Ο παλιός, καλός Ολυμπιακός είναι, ίσως, το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Οπως και η περσινή Ζαλγκίρις. Αλλά, κακά τα ψέματα: η υπέρβαση του νου έναντι της τσέπης έχει τα όριά της. Είναι και θέμα ποσότητας, όχι μόνον ποιότητας (του ρόστερ). Ολοι είδαμε, τι συνέβη στα πλέι-οφ: Οι βασικοί του Παναθηναϊκού έπαιζαν… με τη γλώσσα έξω, ενώ η Ρεάλ είχε την πολυτέλεια να ξεκουράζει τους παίκτες της με άλλους, (σχεδόν) ισάξιους.
Οσα κι αν βάλουν από την τσέπη τους, ο Γιαννακόπουλος και οι Αγγελόπουλοι, ομάδες των 40 (Ρεάλ), των 35 (Μπαρτσελόνα και ΤΣΣΚΑ Μόσχας), ή των 30 (Φενέρμπαχτσε) εκατομμυρίων ευρώ δεν μπορούν να συντηρήσουν. Ο ανταγωνισμός είναι αθέμιτος. Στην Τουρκία και τη Ρωσία, που έχουν τα σπορ στη βιτρίνα τους, ο φορολογικός συντελεστής στα συμβόλαια των παικτών και των προπονητών είναι 10%. Στην Ελλάδα, είναι 45%. Στην Ισπανία, η μπασκετική Ρεάλ και η μπασκετική Μπαρτσελόνα δεν είναι, καν, ξεχωριστές ανώνυμες εταιρείες. Τα ταμεία των (πάμπλουτων) συλλόγων τους είναι στη διάθεσή τους. Και οι ετήσιες ζημιές τους, που είναι τεράστιες, τους βοηθούν να εμφανίσουν μειωμένα καθαρά κέρδη – άρα, να πληρώσουν λιγότερους φόρους.
Με το 11ο και 12ο μπάτζετ στην Ευρωλίγκα, ο Παναθηναϊκός και ο Ολυμπιακός θα πρέπει να ευστοχήσουν 100% στις επιλογές τους για να ξαναβρεθούν σε Φάιναλ-Φορ. Δεν θα είναι εύκολο. Στο μπάσκετ τα φαβορί χάνουν σπανίως. Το έπος του Ολυμπιακού, που το 2012 στην Πόλη στέφτηκε πρωταθλητής Ευρώπης, ανατρέποντας όλα τα προγνωστικά, είναι η εκκωφαντική εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.