Το υπ’ αριθμόν 194 ντέρμπι του βόρειου Λονδίνου είχε ξεκάθαρο φαβορί, την Αρσεναλ. Οσο κι αν η νεανική Τότεναμ του Αντζε (Αγγελου) Ποστέκογλου είχε εντυπωσιάσει στα προηγούμενα παιχνίδια της, από την αρχή της σεζόν, αυτή ήταν η πρώτη της μεγάλη δοκιμασία. Πριν από το ματς, το ερώτημα δεν ήταν ποια από τις δυο ομάδες θα νικούσε, αλλά πόσα γκολ θα σκόραραν οι φοβεροί -κι εφέτος- «κανονιέρηδες» του Μικέλ Αρτέτα.
Στο ημίωρο του αγώνα η Τότεναμ βρέθηκε πίσω στο σκορ – λίγο έλειψε να δεχθεί και δεύτερο τέρμα. Είχε δυο επιλογές. Είτε να εξακολουθήσει να παίζει το παραγωγικό, επιθετικό ποδόσφαιρο που της είχε αποφέρει τέσσερις νίκες και μια ισοπαλία στις πέντε πρώτες αγωνιστικές της Πρέμιερ Λιγκ, με κίνδυνο να υποστεί μια ταπεινωτική ήττα, είτε να εγκαταλείψει, προσωρινά, το θεαματικό στιλ παιχνιδιού που εφέτος τη χαρακτηρίζει. Επέλεξε το πρώτο, και το ρίσκο της επιβραβεύτηκε με μια ισοπαλία που μοιάζει με νίκη. Ακόμη και μετά το 2-2, κυνήγησε ένα τρίτο γκολ για να φτάσει στη νίκη.
Στο «Εμιρεϊτς», το γήπεδο στο οποίο είχε υποφέρει τις τρεις τελευταίες φορές που το επισκέφτηκε, η Τότεναμ του Ποστέκογλου κατέγραψε εντυπωσιακά στατιστικά. Αντιμετώπισε την Αρσεναλ στην έδρα της, έτσι όπως δεν είχαν καταφέρει οι ομάδες των τριών προκατόχων του: του Ζοσέ Μουρίνιο, του Νούνο Εσπίριτο Σάντο και του Αντόνιο Κόντε. Χωρίς τον αρχισκόρερ της, Χάρι Κέιν, που, πλέον, παίζει για την Μπάγερν Μονάχου. Αλλά με τον υπέροχο, ομαδικό τρόπο του προπονητή της, το «Ange-ball», όπως έχουν κωδικοποιήσει οι Αγγλοι το παραγωγικό ποδόσφαιρο του 58χρονου τεχνικού.
Σε χρόνο – ρεκόρ ο Ποστέκογλου, ο οποίος κάποτε είχε θεωρηθεί «λίγος» για την Παναχαϊκή, έγινε ο… αγαπημένος θείος κάθε οπαδού της Τότεναμ, όπως σημειώνει το Athletic. Είναι ευγενικός, προσιτός, ευχάριστος. Και, κυρίως, έχει δημιουργήσει μια ομάδα που χαίρονται να παρακολουθούν. Μόνο με τους παίκτες του κρατάει αποστάσεις. Από επιλογή. Δεν θέλει να συνδεθεί συναισθηματικά μαζί τους, γιατί αυτό θα τον δυσκόλευε την ώρα των μεγάλων αποφάσεων. Στην προηγούμενη δουλειά του, τη Σέλτικ, όπου κατέκτησε τον τίτλο και τις δυο σεζόν που εργάστηκε εκεί, τα μεσημέρια έτρωγε μόνος στο γραφείο του – όχι μαζί με την υπόλοιπη ομάδα.
Ολοι, όμως, τον συμπαθούν και τον σέβονται. Γιατί σκέφτεται και μιλάει πρώτα σαν άνθρωπος, και ύστερα σαν προπονητής. Τους τελευταίους μήνες έχει εκφράσει αρκετές φορές τους προβληματισμούς του για την ψυχική υγεία των παικτών, τους τραυματισμούς στο κεφάλι, αλλά και για μια σειρά από κοινωνικά ζητήματα. Η φιλοσοφία του για το ποδόσφαιρο είναι πολύ ενδιαφέρουσα – το αντιλαμβάνεται κανείς παρακολουθώντας τις συνεντεύξεις του. Σε μια από αυτές, μετά τη νίκη της Τότεναμ επί της Σέφιλντ Γιουνάιτεντ, ένας δημοσιογράφος τον ρώτησε αν τον τρομάζουν οι μεγάλες προσδοκίες που έχουν καλλιεργηθεί στην ομάδα του. «Οχι, όχι, αφήστε τους να το χαρούν», απάντησε. «Αυτή είναι η ομορφιά του να είσαι οπαδός. Αν οι υποστηρικτές της Τότεναμ πιστεύουν ότι είμαστε η καλύτερη ομάδα του Κόσμου, η δική μας δουλειά είναι να μην τους απογοητεύσουμε.
Γεννήθηκε στη Νέα Φιλαδέλφεια, λίγα χιλιόμετρα μακριά από το γήπεδο της ΑΕΚ, όμως οι παιδικές του αναμνήσεις από την Ελλάδα είναι ελάχιστες. Οταν ήταν 5 ετών, το 1970, η οικογένεια Ποστέκογλου μετανάστευσε στην Αυστραλία. Εγκαταστάθηκε στη Μελβούρνη, στην περιοχή της Βικτόρια, όπου το ελληνικό στοιχείο είναι έντονο. Με το ποδόσφαιρο ο Αγγελος άρχισε να ασχολείται στα 9 του. Το έκανε, όπως εκμυστηρεύτηκε προσφάτως στο BBC, για να ενισχύσει τους δεσμούς του με τον πατέρα του: τον κύριο Δημήτρη, που ήταν φανατικός οπαδός της ΑΕΚ.
Γράφτηκε στις ακαδημίες της Σάουθ Μέλμπουρν Ελλάς, ενός συλλόγου που ιδρύθηκε από έλληνες μετανάστες και είχε έλληνες ποδοσφαιριστές, ως επί το πλείστον. Εκανε το ντεμπούτο στην πρώτη ομάδα το 1984. Ηταν αρχηγός της όταν κατέκτησε την κορυφή της λίγκας, με προπονητή τον Φέρεντς Πούσκας. Ωστόσο, ένας σοβαρός τραυματισμός στο γόνατο τον υποχρέωσε να αποσυρθεί πρόωρα από τη δράση. Δεν στενοχωρήθηκε, γιατί ένιωθε από τότε ότι ο προορισμός του ήταν να γίνει προπονητής. Εργάστηκε ως βοηθός στον σύλλογο στον οποίο είχε αγωνιστεί επί 9 χρόνια, κι έπειτα ανέλαβε τις εθνικές ομάδες Κ-17 και Κ-23 της Αυστραλίας.
Η επιστροφή του στην Ελλάδα, τον Μάρτιο του 2008, ήταν μια τραυματική εμπειρία. Τον προσέλαβε στην Παναχαϊκή, που εκείνη την εποχή έπαιζε στη Γ’ Κατηγορία, ο (τότε) πρόεδρός της, Ελληνοαυστραλός κι αυτός, Κώστας Μακρής. Απολύθηκε, όμως, τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, όταν ο Αλέξης Κούγιας διαδέχθηκε τον Μακρή. Στους 34 αγώνες που πρόλαβε να την κοουτσάρει, κατέγραψε 17 νίκες, 9 ισοπαλίες και 8 ήττες.
Η απόλυση αυτή υπήρξε η αφετηρία της ανοδικής του πορείας. Ο προπονητής που εκδιώχθηκε από την Ελλάδα ως αποτυχημένος, στη συνέχεια γνώρισε την αποθέωση: στην Αυστραλία, στην Ιαπωνία, στη Σκωτία και -τώρα- στην Αγγλία. Με την Μπρίσμπεϊν Ρόαρ κέρδισε το πρωτάθλημα δυο διαδοχικές χρονιές – πολλοί πιστεύουν ότι επρόκειτο για την καλύτερη ομάδα στα χρονικά του αυστραλιανού ποδοσφαίρου. Με την εθνική Αυστραλίας εξασφάλισε την πρόκριση στο Μουντιάλ του 2014 και, ένα χρόνο αργότερα, κατέκτησε το Κύπελλο Ασίας. Με τη Γιοκοχάμα Μαρίνος σήκωσε το τρόπαιο της ιαπωνικής λίγκας (J-League). Και με τη Σέλτικ, της σκωτσέζικης. Δυο φορές, με ρεκόρ βαθμών. Στα δυο χρόνια που εργάστηκε στη Σκωτία, σάρωσε πέντε από τους έξι τίτλους που διεκδίκησε.
Το 2021 προτάθηκε και στην ΑΕΚ αλλά οι άνθρωποι της ομάδας προτίμησαν τον Σέρβο Βλάνταν Μιλόγεβιτς…
Η Τότεναμ τον ξεχώρισε για το αλάνθαστο «μάτι» του στην επιλογή ποδοσφαιριστών, για το ελκυστικό, επιθετικό παιχνίδι που διδάσκει, για την ηρεμία που εμπνέει στις ομάδες του, για τον αθλητικό του πολιτισμό. Με τετραετές συμβόλαιο, τον περασμένο Ιούνιο τον έκανε τον πρώτο αυστραλό προπονητή στην ιστορία της Πρέμιερ Λιγκ.
Πέρασε πολλά, για να φτάσει ως εδώ. Στη συνέντευξή του στο BBC τόνισε με παράπονο: «Ο κόσμος με ανακάλυψε τα τελευταία χρόνια, αν και είμαι αρκετά επιτυχημένος εδώ και δυόμισι δεκαετίες. Ακόμη και ως προπονητή της εθνικής Αυστραλίας, έπρεπε να με συστήνουν. Ενιωθα σαν να πήγαινα σε οντισιόν του Χόλιγουντ, και να με απορρίπτουν. Ηταν πολύ καταθλιπτικό. Για να σε γνωρίζει ο κόσμος, είναι προτιμότερο να σε απολύουν τρεις φορές στην Ευρώπη, παρά να σημειώνεις επιτυχία στην άλλη άκρη της Γης».
Πολλοί τον συγκρίνουν με τον Αρτέτα, που διανύει την πέμπτη του σεζόν στην Αρσεναλ και την έχει «αναστήσει». «Εχει κι εκείνος μια πολύ επιθετική φιλοσοφία, αλλά είναι διαφορετική από τη δική μου», απαντά ο Ελληνοαυστραλός, ο οποίος βρίσκεται στην αρχή ενός παρόμοιου πρότζεκτ. «Και αυτή είναι η ομορφιά του παιχνιδιού. Αν είσαι καλλιτέχνης και βλέπεις έναν Πικάσο, ναι, μπορείς να τον αντιγράψεις. Αλλά δεν θα είναι Πικάσο. Το ίδιο συμβαίνει και με το ποδόσφαιρο».