| Shutterstock/CreativeProtagon
Επικαιρότητα

Πόσο επικίνδυνη είναι η υπερθέρμανση των ωκεανών;

Το ότι οι θάλασσες υπερθερμαίνονται εξαιτίας της κλιματικής κρίσης είναι πια λίγο πολύ γνωστό σε όλους. Εχουμε, όμως, συνειδητοποιήσει το πραγματικό μέγεθος των επιπτώσεων της υπερθέρμανσης στο περιβάλλον και σε εμάς τους ίδιους;
Protagon Team

Μιλάμε πολύ για την υπερθέρμανση της ατμόσφαιρας της Γης, αλλά όταν η θάλασσα είναι ζεστή την απολαμβάνουμε. Καθώς όμως οι επιστήμονες μελετούν τις θερμοκρασίες-ρεκόρ των ωκεανών και αγωνίζονται να δημιουργήσουν νέα μοντέλα κατανόησής τους, προειδοποιούν ότι η υπερθέρμανση των θαλασσών θα έχει καταστροφικές συνέπειες για το περιβάλλον. Και για τους ανθρώπους, φυσικά. Τις ανησυχίες αυτές καταγράφουν οι Financial Times, έχοντας μιλήσει με πολλούς ειδικούς.

O Μάθιου Ινγκλαντ μελετάει τους ωκεανούς επί 30 χρόνια και έχει μάθει να κατανοεί τους ακανόνιστους αλλά σταθερούς ρυθμούς τους: τους κύκλους του ανέμου, της θερμοκρασίας και των ατμοσφαιρικών αλλαγών που αλληλεπιδρούν με τις μάζες του νερού, οι οποίες καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας της Γης. Ομως αυτό που έχει δει τους τελευταίους 15 μήνες τον έχει σοκάρει.

Οι παγκόσμιες θερμοκρασίες στην επιφάνεια της θάλασσας έχουν φτάσει και έχουν παραμείνει σε επίπεδα-ρεκόρ, τροφοδοτώντας καύσωνες και λιώνοντας τους θαλάσσιους πάγους. Οι θερμοκρασίες στα ύδατα του βόρειου Ατλαντικού, τους οποίους μελετούσε ο Ινγκλαντ, συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, χαρακτηρίστηκαν πέρυσι «πέρα από ακραίες» από την υπηρεσία γεωσκόπησης της ΕΕ.

«Αγχώθηκα από το μέγεθος της κλιματικής αλλαγής, τον ρυθμό της αλλαγής, τους θαλάσσιους καύσωνες, την απώλεια θαλάσσιου πάγου» λέει στους Financial Times ο Ινγκλαντ, καθηγητής Δυναμικής των Ωκεανών και του Κλίματος στο Πανεπιστήμιο της Νέας Νότιας Ουαλίας, στην Αυστραλία. Ο ρυθμός υπερθέρμανσης πήγε «πέρα από αυτό που θα βλέπαμε εξαιτίας της σταθερής υπερθέρμανσης του πλανήτη». Και η ζέστη επιμένει: ο Ιούνιος ήταν ο 15ος συνεχόμενος μήνας που οι παγκόσμιες θερμοκρασίες της θάλασσας έσπασαν ρεκόρ.

Τον Ιούνιο η British Antarctic Society ανέφερε ότι παρατήρησε έναν «νέο και ανησυχητικό τρόπο» με τον οποίο λιώνουν τα μεγάλα στρώματα πάγου: το σχετικά ζεστό θαλασσινό νερό περιτριγυρίζει το κάτω μέρος του πάγου εδάφους και επιταχύνει την κίνησή του προς τον ωκεανό (Shutterstock)

Οι μετεωρολόγοι φοβούνται ότι τα ζεστά νερά θα τροφοδοτήσουν μια ιστορικά έντονη περίοδο τυφώνων φέτος. Ο τυφώνας Μπέριλ, που έπληξε την Καραϊβική, τις ακτές του Μεξικού και του Τέξας αυτόν τον μήνα, ήταν η νωρίτερη καταιγίδα μέγιστης σφοδρότητας που έχει καταγραφεί. Οι επιστήμονες προσπαθούν τώρα να καταλάβουν τι οδήγησε την ταχεία και ανώμαλη άνοδο της θερμοκρασίας της θάλασσας, γιατί αυτή η θερμότητα έχει παραμείνει στα ύψη και αν οι θάλασσες του πλανήτη θα κρυώσουν ξανά.

Στο επίκεντρο αυτών των ερωτημάτων βρίσκεται η ανησυχία ότι οι ωκεανοί ενδέχεται να αγγίζουν τα όριά τους στον ζωτικό ρόλο που διαδραματίζουν στην προστασία του πλανήτη από τις πιο ακραίες συνθήκες της κλιματικής αλλαγής.

Εχουν ήδη απορροφήσει το 90% της υπερβολικής θερμότητας και περίπου το ένα τέταρτο του διοξειδίου του άνθρακα που εκπέμπεται με ανθρώπινη ευθύνη. «Ολη αυτή η θερμότητα καταλήγει στους ωκεανούς – και όχι στην επιφάνεια της Γης, στην ατμόσφαιρα ή στους πάγους» λέει στους Financial Times ο Μάικλ Μέρεντιθ, ωκεανογράφος και επικεφαλής του British Antarctic Survey (Βρετανική Ερευνα της Ανταρκτικής).

«Εδώ και δεκαετίες, οι ωκεανοί μάς κάνουν αυτή την τεράστια χάρη σχετικά με το κλίμα» τονίζει. Αλλά προσθέτει ότι δεν υπάρχει καμία εγγύηση πως θα συνεχίσουν να το πράττουν με τον ίδιο ρυθμό. «Αν αυτή η διαδικασία επιβραδυνθεί στο μέλλον, οι συνέπειες θα είναι πολύ χειρότερες από αυτό που είδαμε το 2023 (την πιο ζεστή χρονιά στην Ιστορία)».

Ενώ οι επιστήμονες αγωνίζονται να καταλάβουν για ποιον ακριβώς λόγο οι θερμοκρασίες της θάλασσας εκτοξεύτηκαν σε τόσο υψηλά επίπεδα το 2023 –και τα επίπεδα αυτά διατηρήθηκαν φέτος–, υπάρχει ευρεία συμφωνία ότι δύο παράγοντες, η υπερθέρμανση του πλανήτη και το φαινόμενο Ελ Νίνιο, συνέβαλαν σημαντικά σε αυτό, παρατηρούν οι FT.

Το 2019, μια έκθεση της ομάδας επιστημόνων της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή ανέφερε ότι οι θαλάσσιοι καύσωνες είχαν διπλασιαστεί σε συχνότητα από το 1982, ενώ έγιναν επίσης περισσότερο διαρκείς, έντονοι και εκτεταμένοι. Η μελέτη πρόσθεσε ότι είναι πολύ πιθανό, μεταξύ 84% και 90% των θαλάσσιων καυσώνων από το 2006 έως το 2015 να οφείλονταν στην υπερθέρμανση που προκαλείται από τον άνθρωπο.

«Οπως έχουμε καύσωνες στην ατμόσφαιρα, έχουμε καύσωνες και στον ωκεανό. Μπορεί να διαρκέσουν εβδομάδες ή και μήνες, αλλά μετά εξαφανίζονται» εξηγεί στους FT ο Μέρεντιθ. «Πλέον, όμως, βλέπουμε ότι γίνονται πιο συχνοί και πιο έντονοι».

Πέρυσι αυτή η τάση συνάντησε το Ελ Νίνιο, το οποίο είναι μέρος μιας φυσικής διακύμανσης στο παγκόσμιο κλιματικό σύστημα. Κατά τη διάρκειά του οι άνεμοι που μεταφέρουν ζεστά νερά δυτικά στον Ειρηνικό εξασθενούν, αυξάνοντας τις θερμοκρασίες της επιφάνειας της θάλασσας και της γης και επηρεάζοντας τα καιρικά μοτίβα παγκοσμίως.

Το Ελ Νίνιο εμφανίζεται συνήθως κάθε δύο έως επτά χρόνια, με πιο πρόσφατο εκείνο του Ιουνίου του 2023. «Κατά τη διάρκεια του Ελ Νίνιο ο τροπικός Ειρηνικός απελευθερώνει στην ατμόσφαιρα μια τεράστια ποσότητα θερμότητας που έχει αποθηκευτεί κάτω από την επιφάνεια του νερού» εξηγεί στους Financial Times ο Μάικλ ΜακΦάντεν, ανώτερος επιστήμονας στην Εθνική Υπηρεσία Ωκεανών και Ατμόσφαιρας των ΗΠΑ (NΟΑΑ).

«Χρειάζονται μερικοί μήνες για να εξαπλωθεί αυτή η ζέστη παντού στον κόσμο» προσθέτει. «Αλλά όταν συμβαίνει, παρατηρούμε μια πρόσθετη αύξηση στις παγκόσμιες μέσες θερμοκρασίες, τόσο στην επιφάνεια της Γης όσο και στους ωκεανούς».

Ενα από τα αποτελέσματα της υπερθέρμανσης του πλανήτη είναι και οι καταστροφικές πλημμύρες (Shutterstock)

Ο Τζόελ Χίρσι, επικεφαλής μοντελοποίησης θαλάσσιων συστημάτων στο Εθνικό Κέντρο Ωκεανογραφίας στο Σαουθάμπτον, λέει στους Financial Times ότι ενώ οι αυξήσεις στις θερμοκρασίες της θάλασσας το 2023 και το 2024 «φαίνονται αρκετά θεαματικές», το άλμα τους ταιριάζει με τα προηγούμενα μοτίβα κατά τη διάρκεια των ισχυρών ετών Ελ Νίνιο. Το 2007-2008 οι παγκόσμιες θερμοκρασίες στην επιφάνεια της θάλασσας σημείωναν επίσης ρεκόρ κάθε μέρα επί έναν χρόνο, αναφέρει, αν και ξεκινούσαν από πολύ χαμηλότερη τιμή βάσης.

Ομως η Καρίνα φον Σούκμαν, ωκεανογράφος στο Mercator Ocean International, επισημαίνει ότι η επίδραση του Ελ Νίνιο στις παγκόσμιες θερμοκρασίες της θάλασσας θα έπρεπε να είχε γίνει εμφανής την άνοιξη. Στην πραγματικότητα, οι θερμοκρασίες ήταν υψηλές έναν χρόνο πριν από αυτό, εξηγεί, υποδεικνύοντας ότι έπαιξαν ρόλο και άλλοι παράγοντες. Προσθέτει ότι το Ελ Νίνιο δεν αναμένεται κανονικά να οδηγεί στο μοτίβο που παρατηρήθηκε στον βόρειο Ατλαντικό το 2023 και το 2024.

Ο ΜακΦέντεν λέει ότι πριν από το περυσινό Ελ Νίνιο ο κόσμος βίωσε μια «πολύ ασυνήθιστη» τριπλή Λα Νίνια –την αντίστοιχη φάση ψύξης– η οποία συγκάλυψε την «άνοδο που κανονικά θα περιμέναμε μετά από τρία χρόνια αμείωτων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου».

«Δεν είχαμε ρεκόρ το 2020, το 2021 και το 2022, απλώς και μόνο επειδή, παρότι οι συγκεντρώσεις αερίων του θερμοκηπίου συνέχιζαν να αυξάνονται, ο ωκεανός αποθήκευε πολλή θερμότητα που διαφορετικά θα εμφανιζόταν στην ατμόσφαιρα» προσθέτει. «Τότε ήρθε αυτό το μεγάλο Ελ Νίνιο, το 2023, και η ζέστη επανήλθε από τους ωκεανούς. Και τώρα έχουμε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο».

Οι άλλοι παράγοντες

Οι επιστήμονες επισημαίνουν και άλλους παράγοντες που μπορεί να συνέβαλαν σε πρόσφατες αυξήσεις-ρεκόρ της θερμοκρασίας των ωκεανών. Αρκετοί αναφέρουν κανόνες που εισήχθησαν το 2020 και προωθούν καθαρότερα καύσιμα για τη ναυτιλία. Πρόκειται, μεταξύ άλλων, για μειωμένα επίπεδα διοξειδίου του θείου, ενός σημαντικού ρύπου, ο οποίος σχηματίζει και αερολύματα που πυκνώνουν και φωτίζουν τα σύννεφα, αντανακλώντας τις ηλιακές ακτίνες πίσω στο Διάστημα. Λύνεις, δηλαδή, ένα πρόβλημα και δημιουργείς ένα άλλο.

Ερευνα που δημοσιεύθηκε τον Μάιο υποστήριξε ότι οι μειωμένες εκπομπές διοξειδίου του θείου θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διπλασιασμό, και ακόμη περισσότερο, του ρυθμού θέρμανσης των θαλασσών τη δεκαετία του 2020 σε σύγκριση με τον ρυθμό μετά το 1980.

Αλλοι πιθανοί παράγοντες περιλαμβάνουν έκτακτα γεγονότα, όπως την έκρηξη του υποθαλάσσιου ηφαιστείου Τόνγκα-Χούνγκα Χα’απάι το 2022 ή τη φυσική μεταβλητότητα, λέει η Φον Σούκμαν. «Ασυνήθιστες ατμοσφαιρικές συνθήκες», όπως ο ήρεμος καιρός, έχουν παίξει ρόλο στην αύξηση της θερμοκρασίας της θάλασσας, καθώς και στο μέγιστο του ηλιακού κύκλου, προσθέτει.

Μπορεί να υπάρξει μια περίοδος ανάπαυλας λόγω της Λα Νίνια, αλλά δεν πρόκειται να εξαλείψει το πρόβλημα. Ο Χίρσι υποστηρίζει ότι ο αεροχείμαρρος (jet stream), ένα ταχέως κινούμενο μακρόστενο σωληνωτό ρεύμα πολύ ισχυρών δυτικών ανέμων σε μεγάλα υψόμετρα, θα μπορούσε επίσης να έχει συμβάλει στον θαλάσσιο καύσωνα στον βορειοανατολικό Ατλαντικό πέρυσι.

Το jet stream «στράφηκε βόρεια της Βρετανίας και της Ιρλανδίας και παρέμεινε στη συγκεκριμένη πορεία για περισσότερο από έναν μήνα», επιτρέποντας στα ακίνητα νερά στη νότια πλευρά του να απορροφήσουν την ηλιακή ενέργεια. Τελικά, σημειώνει η Φον Σούκμαν, η ισορροπία μεταξύ της Γης, των ωκεανών και της ατμόσφαιρας έχει διαταραχθεί, με συνέπειες για τον κύκλο του νερού, τα άμεσα καιρικά μοτίβα και το μακροπρόθεσμο κλίμα.

«Σε ένα σταθερό κλίμα η ποσότητα ενέργειας που λαμβάνουμε από τον ήλιο βρίσκεται σε ισορροπία με την ποσότητα ενέργειας που φεύγει από το σύστημα», λέει η ίδια. «Αλλά επειδή έχουμε ένα φαινόμενο του θερμοκηπίου, υπάρχει λιγότερη ενέργεια που φεύγει από το σύστημα και αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια ενεργειακή ανισορροπία στη Γη».

Αφού ο Ιούνιος σημείωσε ένα ακόμα ρεκόρ θερμοκρασιών στην επιφάνεια της θάλασσας, υπήρχαν ενδείξεις ότι η ζέστη θα σταματούσε να αυξάνεται μέχρι το τέλος του συγκεκριμένου μήνα, ειδικά στον Ειρηνικό. Ωστόσο, τον Ιούλιο οι παγκόσμιες θερμοκρασίες της επιφάνειας της θάλασσας ανέβηκαν ξανά. Μεγάλη συμβολή είχαν σε αυτό θάλασσες εκτός του τροπικού Ειρηνικού, συμπεριλαμβανομένου του βορειοδυτικού Ειρηνικού, του Ινδικού Ωκεανού, του Κεντρικού Ατλαντικού και της Μεσογείου.

Ο Παγκόσμιος Μετεωρολογικός Οργανισμός εξακολουθεί να θέτει τις πιθανότητες μετάβασης στη φάση ψύξης Λα Νίνια μεταξύ Αυγούστου και Νοεμβρίου στο 70%, δεδομένης της συγκράτησης των θερμοκρασιών στον τροπικό Ειρηνικό και των προηγούμενων εποχιακών μοτίβων της θερμοκρασίας της θάλασσας.

Η προσδοκία, λοιπόν, είναι ότι τόσο οι θερμοκρασίες της επιφάνειας των ωκεανών όσο και της Γης θα «αρχίζουν να πέφτουν» καθώς λαμβάνει χώρα η μετατόπιση από το Ελ Νίνιο στη Λα Νίνια, υποστηρίζει ο ΜακΦάντεν, ο οποίος μελετά το Ελ Νίνιο επί 40 χρόνια. Ωστόσο, προειδοποιεί ότι υπάρχει κίνδυνος οι θερμοκρασίες να παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα φέτος. Προειδοποιεί επίσης ότι οι θερμοκρασίες της θάλασσας «δεν θα πέσουν στα επίπεδα που ήταν λίγα χρόνια πριν», σημειώνοντας ότι τώρα είναι υψηλότερες από ό,τι κατά τη διάρκεια των Ελ Νίνιο του 1997 και του 1998.

Αυτό δείχνει μια μακροπρόθεσμη τάση υπερθέρμανσης που είναι απίθανο να σταματήσει μέχρι να μειωθούν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, λέει στους FT . «Οσο συνεχίζουμε να εκπέμπουμε αέρια που παγιδεύουν τη θερμότητα στην ατμόσφαιρα, οι παγκόσμιες θερμοκρασίες θα αυξάνονται, με σκαμπανεβάσματα, από το ένα έτος στο άλλο, σχετιζόμενες με το Ελ Νίνιο και τη Λα Νίνια».

Ο Μέρεντιθ συμφωνεί ότι οποιαδήποτε εξομάλυνση ή μείωση της θερμοκρασίας λόγω της Λα Νίνια θα είναι βραχύβια. «Μπορεί να υπάρξει μια περίοδος ανάπαυλας λόγω Λα Νίνια –και θα πρέπει να είμαστε ευγνώμονες γι’ αυτό– αλλά δεν πρόκειται να εξαλείψει το πρόβλημα» λέει. «Η Λα Νίνια δεν είναι η κάρτα μας για να βγούμε από τη φυλακή» προσθέτει. «Πρέπει να αντιμετωπίσουμε σοβαρά την υπερθέρμανση του πλανήτη για να ξεφύγουμε από αυτό το πρόβλημα».

Απειλούνται τα θαλάσσια οικοσυστήματα

Η άνοδος της θερμοκρασίας της θάλασσας έχει ήδη τρομερές συνέπειες για τα θαλάσσια οικοσυστήματα. Τα «ζωντανά συστήματα» έχουν λίγο χρόνο για να προσαρμοστούν στις γρήγορες αλλαγές, σημειώνει η ωκεανογράφος Σαμπρίνα Σπίεχ, αναφέροντας ως παράδειγμα τα κοράλλια.

Τον Απρίλιο η NΟΑΑ ανακοίνωσε ότι παρατηρήθηκε το τέταρτο φαινόμενο παγκόσμιας «λεύκανσης» κοραλλιών και το δεύτερο σε μόλις 10 χρόνια. Η λεύκανση συμβαίνει όταν η άνοδος της θερμοκρασίας της θάλασσας αναγκάζει τα κοράλλια να διώξουν τα φύκια που ζουν στους ιστούς τους, οπότε γίνονται λευκά.

Η ΝΟΑΑ ανέφερε ότι το θερμικό στρες σε επίπεδο λεύκανσης ήταν εκτεταμένο στις λεκάνες του Ατλαντικού, του Ειρηνικού και του Ινδικού Ωκεανού, με μαζική λεύκανση κοραλλιών στη Φλόριντα, στην Καραϊβική, στη Βραζιλία, στον Μεγάλο Κοραλλιογενή Υφαλο της Αυστραλίας, στην Ερυθρά Θάλασσα, στον Περσικό Κόλπο και σε μεγάλες περιοχές του τροπικού Ειρηνικού και του νότιου Ειρηνικού. Τα θερμότερα νερά συγκρατούν λιγότερο οξυγόνο και περισσότερο διαλυτό διοξείδιο του άνθρακα, καθιστώντας τα πιο όξινα και διαλύοντας τη δομή του ασβεστίου που δημιουργεί τα κοράλλια .

Η οξύτητα των ωκεανών έχει αυξηθεί κατά περίπου ένα τέταρτο από το 1850, έτος που είναι γενικά αποδεκτό ότι σηματοδότησε την έναρξη της υπερθέρμανσης που προκαλείται από τον άνθρωπο.

Η άνοδος της θερμοκρασίας της θάλασσας μπορεί να επηρεάσει τον τουρισμό και να διαταράξει την αλιεία, καθώς ορισμένα είδη αναζητούν πιο δροσερά νερά και κατευθύνονται προς μεγαλύτερα γεωγραφικά πλάτη. Το θερμαινόμενο νερό διαστέλλεται, ανεβάζοντας τη στάθμη της θάλασσας και θέτοντας σε κίνδυνο τις παραλιακές περιοχές. Μπορεί επίσης να επιταχύνει το λιώσιμο των πάγων, απελευθερώνοντας περισσότερο νερό στους ωκεανούς.

Υπάρχουν αυξανόμενες ανησυχίες ότι η θέρμανση των θαλασσών φέρνει τον κόσμο πιο κοντά στα λεγόμενα σημεία ανατροπής του κλίματος, όπου ακόμη και μικρές διαταραχές θα προκαλούν δυσανάλογα μεγάλες αλλαγές στο σύστημα της Γης. Τον Ιούνιο, η British Antarctic Society ανακοίνωσε ότι παρατήρησε έναν «νέο και ανησυχητικό τρόπο» με τον οποίο λιώνουν τα μεγάλα στρώματα πάγου, καθώς το σχετικά ζεστό θαλασσινό νερό περιτριγυρίζει το κάτω μέρος του πάγου εδάφους και επιταχύνει την κίνησή του προς τον ωκεανό.

Προειδοποίησε ότι αυτό ήταν ένα πιθανό νέο σημείο καμπής στην τήξη των πάγων της Ανταρκτικής που δεν είχε ληφθεί υπόψη στα έως τώρα μοντέλα.

Τα ατμοσφαιρικά συστήματα αντλούν την ενέργειά τους από τον ωκεανό, επομένως η αύξηση της θερμοκρασίας του νερού μπορεί να σημαίνει ότι οι καταιγίδες θα γίνονται «πιο ισχυρές και πιο καταστροφικές» λέει ο Μέρεντιθ, προσθέτοντας ότι οι καταιγίδες και οι πλημμύρες μπορεί επίσης να γίνουν πιο συχνές. «Αυτό θα έχει μεγάλο κόστος όσον αφορά την οικονομία, τις υποδομές, ακόμη και την απώλεια ζωών. Αρα, οι συνέπειες θα είναι πολύ σοβαρές».

Το ερώτημα είναι αν η ταχεία άνοδος της θερμοκρασίας των ωκεανών υποδηλώνει ότι οι ωκεανοί αγωνίζονται να απορροφήσουν θερμότητα και διοξείδιο του άνθρακα με τον ρυθμό που το έκαναν κάποτε. «Δεν χρειάζονται τεράστιες αλλαγές στον ρυθμό που θερμότητα και CO2 απορροφώνται από τον ωκεανό για να υπάρχουν ιδιαίτερα αισθητές συνέπειες για εμάς» προειδοποιεί ο Μέρεντιθ.

Ομως «αν ο ρυθμός πρόσληψης θερμότητας και CO2 στον ωκεανό επιβραδυνθεί, οι θερμοκρασίες της ατμόσφαιρας θα αυξηθούν ακόμη πιο απότομα από ό,τι μέχρι σήμερα. Αυτό είναι μια θεμιτή ανησυχία» λέει ο ΜακΦάντεν. Ωστόσο, υποστηρίζει ότι «ο ωκεανός έχει τεράστια θερμική ικανότητα», σημειώνοντας ότι το μεγαλύτερο μέρος της θερμότητας μέχρι στιγμής είναι αποθηκευμένο στα ανώτερα στρώματα, αλλά οι επιστήμονες προσπαθούν να κατανοήσουν τον ρόλο που θα μπορούσαν να παίξουν τα βαθύτερα στρώματα.

Οι καθημερινές μετρήσεις από δορυφόρους παρέχουν μια εικόνα των επιφανειακών θερμοκρασιών, ενώ ένα δίκτυο περίπου 3.000 ρομποτικών πλωτών εγκαταστάσεων, γνωστό ως Argo, «δίνει πολύ καλές μετρήσεις» για τα ανώτερα 2.000 μέτρα του ωκεανού, λέει ο Μέρεντιθ. Κάτω από αυτό το επίπεδο, τα δεδομένα είναι «πολύ πιο δύσκολο να ανακτηθούν». «Υπάρχει πολύς ωκεανός κάτω από αυτό το στρώμα των 2.000 μ. Πρέπει να ξέρουμε πώς λειτουργεί και αυτό, παρ’ όλο που το μεγαλύτερο μέρος της θερμότητας βρίσκεται στον άνω ωκεανό» εξηγεί.

Ενώ τα ανώτερα στρώματα επικοινωνούν με την ατμόσφαιρα και μπορούν να απελευθερώσουν θερμότητα, η Φον Σούκμαν υποστηρίζει ότι η θέρμανση στα βαθύτερα στρώματα των ωκεανών θα έχει πιο μακροπρόθεσμες συνέπειες.

Ακόμα κι αν τα κατώτερα στρώματα απορροφήσουν μέρος της θερμότητας, αυτό δεν θα είναι αρκετό, προειδοποιεί μέσω των FT ο Μέρεντιθ. «Υπάρχουν πολύ λίγα μέρη στον κόσμο όπου το νερό είναι αρκετά πυκνό ώστε να βυθίζεται από την επιφάνεια μέχρι τα κάτω στρώματα», λέει, «παίρνοντας μαζί του τη θερμότητα και το διοξείδιο του άνθρακα. Αλλά, δεν θα είναι αρκετά για να αντιμετωπίσουμε αυτό που βλέπουμε ήδη στην επιφάνεια των ωκεανών».

Ο Χίρσι τονίζει ότι οι θαλάσσιες θερμοκρασίες-ρεκόρ του περασμένου έτους δεν πρέπει να αποτελούν έκπληξη, δεδομένου του τι συνεχίζει να επιφέρει η ανθρωπότητα στον πλανήτη. «Δεν είναι απλώς ένας επιπλέον λόγος ανησυχίας. Εδώ μιλάμε για την υπερθέρμανση του πλανήτη», καταλήγει.