Η φρενίτιδα της Τουρκίας με την επέκταση που στην παρούσα φάση φαντασιώνεται ότι είναι σε θέση να επιτύχει σε Ανατολή και Δύση μονοπωλεί, φυσικά, την επικαιρότητα – όπως και η οικονομική ασφυξία στο εσωτερικό της, εξάλλου. Υπάρχουν, πάντως, και ορισμένα άλλα τουρκικά «προβληματάκια», πολιτικά και πολιτισμικά, που υποβόσκουν και τα οποία πού και πού φωτίζονται από τον προβολέα της δημοσιότητας. Αυτά είναι που φανερώνουν το είδος του τουρκικού πολιτεύματος διαχρονικώς, αλλά και την ταυτότητα της τουρκικής κοινωνίας.
Ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μπορεί τώρα να εστιάζει στον ενεργειακό πάτο της «γαλάζιας πατρίδας» και, έτσι, να μη διστάζει να διαταράσσει την ειρήνη στην Ανατολική Μεσόγειο, ωστόσο ένα παλιό και ανοιχτό μέτωπο εσωτερικής σύγκρουσης τον απασχολεί πάντα: ο λυσσαλέος προσωπικός πόλεμός του με τον «αποσυνάγωγο» ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν και με τους οπαδούς του, δηλαδή με ένα τουρκικό «κίνημα» στο οποίο o Ερντογάν έχει χρεώσει ένα ολόκληρο «προδοτικό πραξικόπημα».
Το θέμα επαναφέρει στο προσκήνιο το βρετανικό περιοδικό Economist, ασχολούμενο περισσότερο το ποιόν του ιμάμη: «Οι εχθροί του Ερντογάν δεν είναι απαραίτητα και φίλοι της Δημοκρατίας» γράφουν οι βρετανοί συντάκτες, και από αυτή και μόνο την πρόταση συνάγεται το συμπέρασμα ότι δεν συμπαθούν και πολύ τον Γκιουλέν και ό,τι αυτός εκπροσωπεί.
Ο ίδιος, βέβαια, ο γηραιός κληρικός που ζει «εξόριστος» στις ΗΠΑ επιχειρεί να παρουσιάσει τον εαυτό του σαν τον «καλό αντιφρονούντα» μέσα στην «κακή δικτατορία» του Ερντογάν. Και κατά το παρελθόν, μιλώντας σε δυτικά Μέσα, είχε υπερτονίσει το «δημοκρατικό» φρόνημά του, χωρίς να παραλείψει να καταδικάσει τα γεγονότα του 2016 που χαρακτηρίστηκαν «πραξικόπημα» και παρά λίγο να αφαιρέσουν την εξουσία από τον τόσο φιλόδοξο Ερντογάν.
Μάλιστα, στην Corriere della Sera, o Γκιουλέν κάποτε είχε πει ότι απορρίπτει μετά βδελυγμίας οποιαδήποτε μομφή εκτοξεύεται εναντίον του από το στρατόπεδο του Ερντογάν σε σχέση με το εν λόγω «πραξικόπημα». Επέμενε –και επιμένει– ότι δεν είχε καμία ανάμειξη σε αυτό. Και, αν έχουν έτσι τα πράγματα, γιατί ο Ερντογάν τον στοχοποίησε; Ο Γκιουλέν είχε –και έχει– έτοιμη την εξήγηση: «Ο Ερντογάν δηλητηριάστηκε από την εξουσία» λέει.
Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες «οι άνθρωποι πιστεύουν ότι, δεδομένου ότι ο Ερντογάν είναι δικτάτορας, όποιος αντιτίθεται σε αυτόν πρέπει να είναι δημοκράτης» δήλωσε στον Economist ο τουρκολόγος και ισλαμολόγος Μπαϊράμ Μπαλτσί. Και οι Βρετανοί πήραν τη φράση του και τη συμπλήρωσαν με ξεκάθαρη γραφή: και ο Γκιουλέν, λένε, έβαλε το χεράκι του για να χτιστεί ένα καθεστώς βίας και αυθαιρεσίας στην Τουρκία.
Κακά – ένα μεγάλο και ένα μικρότερο
«Ρωτήστε τους Τούρκους, ακόμη και τους ορκισμένους εχθρούς του Ερντογάν, και θα ακούσετε από τα χείλη τους ότι σε σχέση με τον Γκιουλέν, ο ηγέτης της Τουρκίας είναι το μικρότερο από τα δύο κακά. Ο Ερντογάν είναι αυταρχικός και νταής. Αλλά κανένας δεν τον βοήθησε να παραλύσει τη δημοκρατία στην Τουρκία περισσότερο από τον Γκιουλέν και τη σέχτα του».
Ο αναγνώστης έχει κάθε δικαίωμα να αναρωτηθεί αν το «τάιμινγκ» είναι το κατάλληλο ή το πλέον συμφέρον (για τη Δύση) ώστε να φιλοτεχνείται έναν ηπιότερο πορτρέτο του Ερντογάν. Οι Βρετανοί, πάντως, που επιτίθενται στον Γκιουλέν, δεν ξεχνούν να καταγράψουν την άθλια από πλευράς δημοκρατικότητας κατάσταση που επικρατεί στην «ερντογανική» Τουρκία, με τις συνεχιζόμενες συλλήψεις πολιτών.
Ρίχνουν το βάρος στους λεγόμενους «γκιουλενιστές» οπωσδήποτε, αλλά είναι βέβαιο ότι η Τουρκία συλλαμβάνει, φυλακίζει, βασανίζει και εξολοθρεύει και άλλους, είτε όσους χαρακτηρίζει «τρομοκράτες» (συνήθως μέλη αριστερών οργανώσεων) είτε τους Κούρδους. Τα γεγονότα με τους δύο δικηγόρους –αριστερούς, βέβαια, και όχι… «γκιουλενιστές»– είναι πολύ πρόσφατα και πολύ κατατοπιστικά (βλέπε εδώ και εδώ).
Το Economist γράφει ότι σήμερα το «κίνημα» του ιμάμη «αγωνίζεται να στρατολογήσει οπαδούς» υπό τη συνεχή δίωξη του Ερντογάν. Ομως τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι.
«Από τη δεκαετία του ’70 και έπειτα, ο Γκιουλέν κατάφερε να προσελκύσει εκατοντάδες χιλιάδες οπαδούς, κυρίως φτωχούς και αφοσιωμένους μαθητές του, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως βασικό φορέα ενός μετριοπαθούς Ισλάμ. Ετσι κατάφερε να τοποθετήσει πολλούς οπαδούς του σε σημαντικές θέσεις του τουρκικού κράτους, στο δικαστικό σώμα και στην αστυνομία. Και πέτυχε αυτούς τους διορισμούς ύστερα από συμφωνία με τον Ερντογάν».
Πότε έσπασε το σκοινί; «Γύρω στο 2010, όταν οι γκιουλενιστές ήταν στο μάξιμουμ της δύναμής τους». Και, αν πιστέψουμε το Economist, φταίνε κυρίως αυτοί: «Ενιωσαν τόσο ισχυροί που άρχισαν να μποϊκοτάρουν τις πρωτοβουλίες του Ερντογάν, όπως ήταν οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τους Κούρδους». Υπήρξαν και άλλα, αφού «τόλμησαν να τον εμπλέξουν σε σκάνδαλο διαφθοράς». Και ο χρόνος κύλησε κάπως έτσι μέχρι τα γεγονότα του καλοκαιριού του 2016.
«Το πραξικόπημα εξακολουθεί να περιβάλλεται από μυστήριο. Η επίσημη εκδοχή αποδίδει την ευθύνη σε έναν γκουλενιστικό πυρήνα μέσα στις ένοπλες δυνάμεις, αλλά δεν είναι απολύτως πειστική». Οχι, βέβαια, ότι δεν υπήρξαν τέτοιοι ανάμεσα στους κινηματίες.
Η εκτίμηση των Βρετανών για το εγγύς μέλλον κατατίθεται με υπαινικτικό τρόπο: «Στην Τουρκία σήμερα οι γκιουλενιστές έχουν λίγες συμπάθειες και το μέλλον τους είναι αβέβαιο, αφού κανείς δεν φαίνεται ικανός να αντικαταστήσει τον 80χρονο ηγέτη».
Ετσι, χωρίς να διατρέχει κανέναν ουσιαστικό κίνδυνο από το «μεγαλύτερο κακό», το «μικρότερο κακό» θα διατηρήσει τον θρόνο του. Εκτός και αν ο τουρκικός λαός έχει άλλη γνώμη από το Economist, και με την πρώτη ευκαιρία αναλάβει δράση για κάτι πραγματικά καλό – καλό για τον ίδιο.