Λίγα λεπτά πριν αρχίσει η παράσταση, ο διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου Στάθης Λιβαθινός, από τη δεύτερη σειρά γύριζε το κεφάλι πίσω, κοιτούσε ψηλά και χαμογελούσε ικανοποιημένος: το θέατρο σχεδόν γεμάτο (6.500 θεατές στην πρεμιέρα). Δεν ξέρω αν περίμενε αυτό που θα ακολουθούσε, τις ριπές δυνατού, ξεκαρδιστικού, απελευθερωτικού γέλιου, τους δεκάδες θεατές που άρον άρον μάζεψαν τα παιδιά τους και έφυγαν, τα συνοφρυωμένα πρόσωπα και την άκαμπτη πλάτη γνωστών, μεγαλύτερης ηλικίας καλλιτεχνών όσο εξελισσόταν η παράσταση. Ενα νέο debate αρχίζει σήμερα το πρωί για την παράσταση, δεν ξέρω αν θα πάρει τις διαστάσεις του Εμφυλίου για την Ορέστεια, όμως η σκηνοθεσία του Μιχαήλ Μαρμαρινού στο κείμενο που μετάφρασε ο Δημήτρης Δημητριάδης άλλους έτερψε, άλλους πάγωσε.
Οι γυναίκες –ρόλοι και χορός μαζί- μπήκαν στη σκηνή όπου από νωρίς μια γυναίκα με καπέλο στολισμένο με φρούτα έπαιζε στο πιάνο (η Λενιώ Λάτσιου, επί σκηνής σε όλη τη διάρκεια της παράστασης). Φορούσαν αραχνοΰφαντα, δαντέλες, πέρλες, είχαν κόκκινα στόματα, ψηλά τακούνια, περίτεχνες μπούκλες, ηδυπάθεια. Περπατούσαν και λικνίζονταν, κοιτούσαν το κοινό, έκαναν αργές περιστροφικές κινήσεις. Σαν για να μας επιδείξουν τα κάλλη τους, αγάλματα που δοξάζουν το κάλλος, αλλά όχι ακίνητα. Με ροή: όπως ο έρωτας. Ολόγυμνες, τα σώματά τους εκτεθειμένα στους χιλιάδες θεατές κάτω από διαφάνειες. Οι γυναίκες που θα σταματήσουν τον πόλεμο, ανοχύρωτες και μαζί πανίσχυρες.
Και ανάμεσά τους, με το στήθος γυμνό αλλά ζωσμένη με μια μαύρη φούστα και μποτάκια, αυτή που τα άρχισε όλα, η γυναίκα που λύει στρατούς και πολέμους. Η Λυσιστράτη. Δεν μιλά, ξαπλώνει πάνω στο βάθρο που πριν υπήρχε το άγαλμα ενός γυμνού άντρα (το άρπαξε και έφυγε τρέχοντας από τη σκηνή ο ηθοποιός Θέμης Πάνου δευτερόλεπτα πριν αρχίσει η παράσταση). Κοιτά τον ουρανό -βαριέται ή σκέφτεται; Και μετά κάνει πους απς με τα πρώτα γέλια να διαπερνούν το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου και τους φωτεινούς υπέρτιτλους να γράφουν: «Αυτό που βλέπετε είναι μια κανονική γυναίκα».
Η Λένα Κιτσοπούλου. Η Λυσιστράτη. Που στην αρχή δεν έχει φωνή, αλλά λειτουργεί σαν ηρωίδα βωβού κινηματογράφου. Καθώς το πιάνο παίζει, τα λόγια της τα διαβάζουμε στους υπέρτιτλους, ενώ ο διάλογος του έργου με τις υπόλοιπες γυναίκες επί σκηνής εκτυλίσσεται κανονικά. Η πρώτη χειρονομία του Μιχαήλ Μαρμαρινού, η πρώτη τομή του στο σώμα της αφήγησης, ο διαμελισμός της σε πολλαπλά μικρά διαφορετικά κομμάτια που συναρμολόγησε εκ νέου σε ένα νέο αφηγηματικό σώμα. Στη συνέχεια ρόλοι θα αλλάξουν σώματα, ή πολλά σώματα μαζί θα γίνουν μία φωνή, ή γυναίκες θα αποδώσουν λόγια ανδρών. Και πάντα ο λόγος θα ανταγωνίζεται αυτό που έχει να πει το σώμα που αέναα κινείται, χορεύει, σκαρφαλώνει, τρέμει από φόβο ή από πόθο και όταν μένει ακίνητο το βλέπεις να ανασαίνει.
«Πόσο Αριστοφάνη αντέχουμε σήμερα; Αντέχουμε τον πολιτισμό της σωματικότητας που εκφράζει», έλεγε προ ημερών ο Μιχαήλ Μαρμαρινός. Και φαίνεται πως δεν αποφάσισε να χαϊδέψει το κοινό, να μαζέψει τα λουριά για χάρη του Εθνικού Θεάτρου. Εφερε την κουλτούρα του σώματος που «ότι θυμάται χαίρεται», που «πάντα ξέρει» στη σκηνή. Με τρόπο αριστοφανικό, ναι, λυρικό και ιλαρό μαζί. Αθυρόστομο, λαϊκότροπο, σπλαχνικό. Ηταν τα σώματα σαν τα σημάδια που βάζει ο τοπογράφος πριν αρχίσει να αποτυπώνει στο χαρτί τη γη που έχει μπροστά του. Τι ήταν όμως τελικά αυτή η γη; Ηταν η τολμηρή αντιπολεμική γροθιά του αθυρόστομου Αριστοφάνη που μας χτύπησε κατάμουτρα ή μήπως δεν ήταν αρκετά μακρύ το χέρι για να μας αγγίξει; Και πώς στάθηκε τελικά απέναντι σε αυτό που υπήρξε η Λυσιστράτη και σε αυτό που συμβαίνει τώρα;
Καθώς κάθε φορά που η λέξη ψωλή ακουγόταν (δέκα; δεκαπέντε;) θριαμβικά το κοινό ξεσπούσε σε γέλια, σε όλο και πιο δυνατά γέλια, καθώς η αναφορά στο γαμήσι που πρέπει να κοπεί για να πειστούν οι άνδρες να σταματήσουν τον πόλεμο έκανε σώματα να τραντάζονται από γέλια, ένιωθα όλο και πιο αμήχανη. Οχι για το κείμενο. Οχι για την πρόθεση του σκηνοθέτη. Οχι για τις λέξεις. Αλλά για το ίδιο το κοινό, εμάς που σταθήκαμε επί δύο ώρες και δέκα λεπτά εκεί και δώσαμε φορτίο στις λέξεις. Πόσο αστεία είναι αλήθεια η λέξη ψωλή; Πόσο, όταν το ακούς σε φράσεις όπως για παράδειγμα «δύσκολο μεν να πέφτουν για ύπνο οι γυναίκες δίχως ψωλή, μόνες, έλα όμως που και για αυτό χρειαζόμαστε εξάπαντος ειρήνη».
Ας είναι. Οι περισσότεροι αν το άκουγαν σε παράσταση του Σεφερλή –αν διανοούνταν ποτέ να πάνε σε παράσταση του οι περισσότεροι εξ αυτών- σίγουρα θα δυσφορούσαν με την εκμαίευση του εύκολου γέλιου μέσω της αναφοράς στην ανατομία του ανδρός και στο γενετήσιο ένστικτο. Την ίδια στιγμή όμως, δίπλα σε αυτή την απελευθερωμένη διάθεση και το ξέσπασμα υπήρχαν και αυτοί που θύμωσαν, που δεν κατάλαβαν, που απόρησαν με την διάθεση του Μαρμαρινού να φέρει στην Επίδαυρο μια προσέγγιση χαλαρή από συμβάσεις και τυπολογίες που συνηθίζονται στο αργολικό θέατρο.
Εμβόλιμες αναφορές σε όσα συμβαίνουν σήμερα, ένα δυο τραγούδια λαϊκά που διαπέρασαν σαν πουλιά την παράσταση (αχ ναι, της γυναίκας η καρδιά είναι μια άβυσσος), απόλυτο σκοτάδι κάλυψε για κάποια λεπτά το θέατρο ενώ ακούγαμε τις γυναίκες (απαράδεκτο φώναξαν κάποιοι, αν και μετά το τέλος στη διαδρομή προς τα αυτοκίνητα κάποιοι έλεγαν πως έπρεπε η παράσταση συνολικά να έχει λιγότερο φως για να μη φαίνεται η γύμνια)… Ενα παιδάκι κάποια στιγμή αναφώνησε «μαμά τι είναι πέος;», αυθόρμητα γέλια και κάποιο άλλο αναρωτιόταν τι είναι αυτά τα δυο πράγματα πάνω στις πλατφόρμες. Ηταν ομοιώματα φαλλών, το ένα πάνω στην πλατφόρμα που έπρεπε να στέκονται οι Αθηναίοι, το άλλο στην πλατφόρμα των Σπαρτιατών.
Διότι ναι, οι άντρες δεν είχαν σώμα στις διαβουλεύσεις με τις γυναίκες για τη λύση του πολέμου μετά την επιτυχία της γενικής ερωτικής απεργίας. Δεν είχαν σώμα, δεν είχαν φωνή, ήταν φαλλοί που απαλά λικνίζονταν με κάθε κίνηση της πλατφόρμας. Οι μόνοι άντρες επί σκηνής, ήταν οι γέροντες, αυτοί οι τέσσερις θαυμάσιοι ηθοποιοί (Γιάννης Βογιατζής, Γιώργος Μπινιάρης, Θέμης Πάνου, Χάρης Τσιτσάκης). Ο λόγος τους και η δράση όμορφες δαντέλες, η αλληλεπίδρασή τους με το κοινό μοναδική. Και βέβαια ο Κινησίας Παιονίδης που ερμήνευσε ο Αιμίλιος Χειλάκης, ένας άντρας θολωμένος, έρμαιο. Ενας άνδρας παιχνίδι ξαπλωμένος με τον φαλλό στο χέρι στη σκηνή της Επιδαύρου. Εκεί που πριν στεκόταν ακίνητος, αμίλητος και βλοσυρός ως Πρόβουλος.
Η σκηνή όμως ανήκε στις γυναίκες. Σε αυτή τη σύνθεση των εξαιρετικών ελληνίδων ηθοποιών που ενσωμάτωσαν τον λόγο του Αριστοφάνη (Gemma Carbone, Αθηνά Δημητρακοπούλου Λένα Δροσάκη, Ευαγγελία Καρακατσάνη, Αννα Κλάδη, Σοφία Κόκκαλη, Ειρήνη Μαρκή, Αθηνά Μαξίμου, Ελένη Μπούκλη, Ηλέκτρα Νικολούζου, Αγλαΐα Παππά, Λένα Παπαληγούρα, Μαρία Σκουλά, Έλενα Τοπαλίδου), ακολουθώντας τις σκηνοθετικές οδηγίες. Εκφορά (υπέροχη Μαρία Σκουλά), βλέμματα «Κοίτα- Ε, κοιτάζω σου λέω. Εχω γίνει βλέμμα», τα σώματα που για λίγο μοιάζουν να χάνουν την ισορροπία αλλά βρίσκουν το κέντρο, φωνές βαθιές, λέξεις που ειπώθηκαν με αέρα ανάμεσα στις συλλαβές, τραγούδια μπροστά σε μικρόφωνα . Το σύμπαν του Μιχαήλ Μαρμαρινού, ο τρόπος στίξης του ήταν στην Επίδαυρο, κομμάτια του «Εθνικού Υμνου» πέρασαν από μπροστά μου βλέποντας τες.
Και ανάμεσά τους, νησί η Λυσιστράτη της Λένας Κιτσοπούλου. Οσο οι υπόλοιπες έρεαν (η Αθηνά Μαξίμου πραγματικός αέρας με αυτό κατακόκκινο γαλήνιο χαμόγελο μονίμως εκεί) η Λένα Κιτσοπούλου, γειωμένη, χωμάτινη, χωρίς να φλέγεται, με βλέμμα παγωμένο (άρα λογικό;) με την ενέργεια χαμηλά ακόμα και όταν οργισμένη (έμοιαζε όμως δήθεν οργισμένη) φώναζε στις γυναίκες για να τις πείσει να εφαρμόσουν το σχέδιό της. Σαν όλες οι άλλες να ήταν μια γυναίκα, ένα θηλυκό εύθραυστο και ποθητό και κατεργάρικο και δοτικό και αυτή μια γυναίκα αποτραβηγμένη, μια γυναίκα σοφή κουκουβάγια. Μια γυναίκα που ήξερε πότε να ερεθίζει την οργή και πότε να αποτραβιέται πίσω, να κάθεται στην άκρη και να κοιτά όσα προκάλεσε η παρέμβασή της. Σαν πολιτικός σε μπαλκόνι της επαρχίας, με τα χέρια ανοιχτά να μιλά για τις γυναίκες που έκλαιγαν ερωτευμένες με τον φασίστα Χίτλερ στις ομιλίες του ή αυτές που έστελναν ερωτικά γράμματα στον βιαστή Παπαχρόνη. Ενώ οι άνδρες; Εχει στείλει κανείς ερωτική επιστολή σε φυλακισμένη; «Πήρε ποτέ ερωτικό γράμμα η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη;». Θυμός και οργή –έμοιαζαν τόσο θεατρικοί…
Σαν νησί. Η υποκινήτρια του Occupy Acropolis. Σαν να μην έφερε το φύλο της, αυτό που η ίδια χρησιμοποίησε ως όπλο για να πετύχει στο σχέδιό της. Μια αμηχανία εδώ, σαν να μην μπόρεσε ποτέ η Λυσιστράτη να γίνει μια από αυτές, σαν μια εμβόλιμη κατασκευή μέσα στο έργο. Σαν installation.
Hταν τουλάχιστον τρεις οι φορές που το κοινό ξέσπασε σε χειροκροτήματα κατά τη διάρκεια της παράστασης. Με το πιο θερμό όταν στη στιγμή των προπόσεων, ξαφνικά, ο Θέμης Πάνου έκανε μια πρόποση «στον Μηνά». Συγκίνηση, χειροκρότημα για τον Μηνά Χατζησάββα που πέθανε τον Νοέμβριο. Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, ξέρει να βλέπει πέρα από τον εγωισμό του σκηνοθέτη που προσηλώνεται μόνο στο έργο του. Ενσωματώνει τον πόνο ή την άγρια χαρά της πραγματικής ζωής στο έργο. Γράφει στο εισαγωγικό σημείωμα στο εξαιρετικά προσεγμένο και με πλούσιο υλικό (και για σκέψη) πρόγραμμα του Εθνικού Θεάτρου την ύλη του οποίου επιμελήθηκε η δραματολόγος της παράστασης Ερι Κύργια: «Επειδή η ζωή δεν προχωρά χωρίς μνήμη και χωρίς ευγνωμοσύνη, η παράσταση αφιερώνεται στον Γιώργο Λούκο. Και στον Μηνά Χατζησάββα που θα έπρεπε να είναι εδώ».
Και μετά η πρόποση στον Μηνά. Για να ακολουθήσει η πρόποση σε όλα τα επίθετα του έρωτα «τον πλατωνικό, τον παράλογο, τον ξετσίπωτο, τον ανεξίτηλο, τον τυφλό, τον ξαφνικό, τον μη σου τύχει, τον παράλογο, τον έρωτα σπίθα που γίνεται φωτιά και φυσικά στον ανεκπλήρωτο…» Αυτός είναι ο Μιχαήλ Μαρμαρινός. Οσοι γνωρίζουν το θεατρικό του σύμπαν δεν πρέπει να ένιωσαν έκπληξη από αυτό που είδαν χθες. Στο τέλος, ο ίδιος δεν ανέβηκε στη σκηνή αν και τον αναζήτησαν οι ηθοποιοί του. Δεν γνωρίζω γιατί. Οπως δεν γνωρίζω αν ο ίδιος αισθάνεται πως πέτυχε τον στόχο του, ότι πίσω από την αμηχανία που κάποιες στιγμές απλωνόταν στη σκηνή, νιώθει ήρεμος με την πρώτη του αριστοφανική σκηνοθεσία.
Φεύγοντας από το θέατρο (γέλασα, χειροκρότησα, απόρησα, κάποιες στιγμές με είχε περισσότερο απορροφήσει ο έναστρος ουρανός, ή οι αντιδράσεις των θεατών) με την αίσθηση του «ωραία περάσαμε» αλλά και πως η παράσταση είναι ακατάτακτη στην κλίμακα του «τι πραγματικά ένιωσα», σκεφτόμουν ότι για όλα φταίει η συνθήκη. Η γαμημένη η συνθήκη. Αυτό το τέρας που είναι το θέατρο της Επιδαύρου. Ρωμαλέο και συγκλονιστικά όμορφο και φορτωμένο με τα ασημένια τάματα των παραστάσεων του παρελθόντος, του δέους που ακόμα και αν δεν το έχεις νιώσει ποτέ πρέπει να το προσποιηθείς για να μην απαξιωθείς. Τι είναι η Λυσιστράτη του Μαρμαρινού; Τι πραγματικά είναι έξω από τη συνθήκη της Επιδαύρου. Ενα άλλο έργο; Μήπως η γαμημένη η συνθήκη μπήκε στο μάτι σαν μυγάκι;
*Αναλυτικά η περιοδεία
- 12 Αυγούστου, Ανδρος
- 20 Αυγούστου, Καβάλα, Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων
- 23 Αυγούστου, Κατερίνη, Αρχαίο Θέατρο Δίον
- 28 Αυγούστου, Αρχαία Ολυμπία
- 30 και 31 Αυγούστου, Πάτρα, Ρωμαϊκό Ωδείο
- 4 Σεπτεμβρίου, Κηποθέατρο Παπάγου
- 9 Σεπτεμβρίου, Θεσσαλονίκη, Θέατρο Δάσους
- 12 Σεπτεμβρίου, Ελευσίνα, Παλαιό Ελαιουργείο
- 16 Σεπτεμβρίου, Θέατρο Βράχων
- 19 Σεπτεμβρίου, Ηλιούπολη, Θέατρο Αλσους «Δημήτρης Κιντής»
- 21 Σεπτεμβρίου, Νέα Σμύρνη, Θέατρο Αλσους
- 24 Σεπτεμβρίου, Ωδείο Ηρώδου Αττικού