Protagon A περίοδος

“Χορεύουν οι ελέφαντες”, Σοφία Νικολαΐδου (Μεταίχμιο)

Η δολοφονία του αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ το 1948 στη Θεσσαλονίκη και η καταδίκη του ρεπόρτερ Γρηγόρη Στακτόπουλου γι' αυτό το πάντα ανεξιχνίαστο έγκλημα που συντάραξε την Ελλάδα την περίοδο του εμφυλίου, έχει δώσει υλικό σε αρκετές μελέτες και ταινίες, αλλά σε μυθιστόρημα δεν είχε περάσει μέχρι πρότινος.

Σταυρούλα Παπασπύρου

Η δολοφονία του αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ το 1948 στη Θεσσαλονίκη και η καταδίκη του ρεπόρτερ Γρηγόρη Στακτόπουλου γι' αυτό το πάντα ανεξιχνίαστο έγκλημα που συντάραξε την Ελλάδα την περίοδο του εμφυλίου, έχει δώσει υλικό σε αρκετές μελέτες και ταινίες, αλλά σε μυθιστόρημα δεν είχε περάσει μέχρι πρότινος. Η πρωτιά ανήκει στην θεσσαλονικιά πεζογράφο Σοφία Νικολαΐδου, χάρη στο “Χορεύουν οι ελέφαντες” (Μεταίχμιο): ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα που συνδυάζει δεξιοτεχνικά την επινόηση με την Ιστορία, έχοντας στο επίκεντρό του έναν απηυδισμένο από το σύστημα των πανελλαδικών δεκαοχτάρη που, παρακινημένος από έναν εμπνευσμένο καθηγητή του, πέφτει με τα μούτρα να σκαλίσει την στοιχειωμένη αυτή υπόθεση.

Η υπόθεση Πόλκ της τριβέλιζε το μυαλό επί χρόνια, μου λέει, πριν ακόμα γράψει το “Απόψε δεν έχουμε φίλους” (Athens Prize for literature 2011). Kόλλησε όμως και την παράτησε. Κι όταν την ξανάπιασε,  ήξερε καλά πως δεν την ενδιέφερε μια ακόμη αποτύπωση των γεγονότων, αλλά “η δικαστική πλάνη, το πώς ένας παντοδύναμος μηχανισμός μπορεί να συντρίψει έναν άνθρωπο”. Οι ιστορικοί αλλά και ο απλός κόσμος, καιρό τώρα,  αντιμετωπίζουν τον Στακτόπουλο ως θύμα πολιτικής βίας, ως θύμα μιας θεσμοθετημένης αδικίας. Χρειαζόταν τότε, γρήγορα, ένας ένοχος.  Όμως η Νικολαΐδου δεν κάνει ρεπορτάζ. “Γι' αυτό δεν κρατάω τα αληθινά ονόματα των πρωταγωνιστών. Αλλάζω κάποια πράγματα για ν' αποδώσω την κατάσταση με τον τρόπο της λογοτεχνίας. Το μυθιστόρημα δεν είναι παρτιτούρα ιστορικών συμβάντων, έχει δικιά του ζωή. Κι εδώ, πάνω απ' όλα, μ' ενδιέφερε ν' αντικρίσω δυο εποχές, το 1948 και το σήμερα.  Κάποιες αναλογίες είναι ανατριχιαστικές”.

Όσο γι' αυτό, το αντιλαμβάνεται κανείς από την πρώτη σελίδα. “Όλοι οι απατεώνες στην Ελλάδα είναι στην κυβέρνηση”.  Η εναρκτήρια φράση του βιβλίου ξεστομίζεται με απάθεια από έναν  ξυπόλυτο, κουρελή χωρικό κι έχει γι' αποδέκτη τον μοσχαναθρεμένο δημοκράτη κι εκπρόσωπο των δυτικών ΜΜΕ που έμελλε να γίνει το πρώτο θύμα του Ψυχρού Πολέμου στα μέρη μας. “Πρόκειται για πραγματική φράση που ξεστόμισε κάποιος πολίτης το 1948 σε συνέντευξη. Δεν είναι να σου σηκώνεται η πέτσα; Ας βγάλει κάθε αναγνώστης τα συμπεράσματά του, δεν θα 'θελα να καθοδηγήσω κανέναν. Πάντως, και τότε και σήμερα, η παρέμβαση των ξένων ήταν προφανής, και τότε και σήμερα παίζονταν χρήματα και επιρροή, δηλαδή τα πάντα. Η παθογένεια της χώρας έβγαζε μάτι. Και τότε και σήμερα η ίδια ρητορική: να σώσουμε τη χώρα. Οι ιδέες πάνω από τις ζωές και η χώρα πάνω από τους ανθρώπους”.

Μ' άρεσε πολύ που στις σελίδες του “Χορεύουν οι ελέφαντες” ξανασυνάντησα ήρωες από το “Απόψε δεν κάνουμε φίλους”, με πρώτο και καλύτερο τον Μαρίνο Σουκιούρογλου. Εξοβελισμένος από το ακαδημαϊκό κατεστημένο εξαιτίας μιας “αιρετικής” διατριβής περί δωσιλογισμού επί γερμανικής κατοχής, ο “Σουκ” όπως τον φωνάζουν οι μαθητές του, “είναι ένας υποδειγματικός δημόσιος υπάλληλος, κι ας έχει φορτωθεί το δημόσιο μ' όλες τις αμαρτίες του κόσμου”, σχολιάζει η Νικολαΐδου, επίσης φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση. “Κάνει με επιστημονικό κέφι και παιδαγωγική επάρκεια τη δουλειά του. Προσφέρει δωρεάν το πρωί αυτό που οι μαθητές του αγοράζουν ακριβά το βράδι. Φυσικά, έχει ελαττώματα. Είναι μονόχνωτος, άνθρωπος που ζει τη ζωή του κυρίως με το μυαλό του, σπανίως με το σώμα του. Ασκεί εξουσία. Πάντως βάζει φωτιά στο μυαλό των μαθητών. Δεν είναι λίγο!”.

Πώς γράφεται και πώς διδάσκεται στα παιδιά η Ιστορία; Το ίδιο ερώτημα που έθετε στο προηγούμενο μυθιστόρημά της, θέτει και στο καινούριο, ρίχνοντας -μέσω του “Σουκ”- βολές σ' ένα εκπαιδευτικό σύστημα όπου ο ελληνικός επαρχιωτισμός συναντά τον εθνικιστικό ναρκισσισμό κι απ' όπου προκύπτουν στραγγισμένοι απ' τους χυμούς τους παπαγάλοι, χωρίς κριτική σκέψη, με κλειστούς ορίζοντες.  Με όχημα την υπόθεση Πόλκ,  ο “Σουκ” βάζει φωτιά στο μυαλό του Μηνά, ενός  ανήσυχου και καλλιεργημένου εφήβου,  σπρώχνοντάς τον να διοχετεύσει σε κάτι δημιουργικό και τα χαρίσματα και την επαναστατική του διάθεση. Άραγε η ίδια, δυό δεκαετίες μες στις τάξεις,  βλέπει πολλούς σαν τον Μηνά γύρω της; Την ρωτάω, έχοντας στο νού μου τη Χρυσή Αυγή που φαίνεται ν΄ασκεί όλο και μεγαλύτερη αίγλη  στις μικρές ηλικίες…

“Όσοι περνούν τη μέρα τους στο σχολείο το ξέρουν καλά”, μου απαντάει. “Αυτό που ζούμε σήμερα με τη Χρυσή Αυγή, και άλλα πολλά που μας κάνουν ν' ανοίγουμε έκπληκτοι το στόμα, εκκολαπτόταν χρόνια. Δεν προέκυψαν από το πουθενά. Ρωτήστε έναν δάσκαλο για τη γιορτή του Πολυτεχνείου. Πώς έγινε πέρσι και πώς φέτος. Χρειάζεται ψυχραιμία, χιούμορ και πραγματικά δημοκρατικά αντανακλαστικά για να πει κανείς σε μια τέτοια συζήτηση με τους μαθητές του. Όσον αφορά τον Μηνά, ιδού το ερώτημα που με απασχολούσε: μπορούν οι δάσκαλοι να διδάξουν ένα παιδί, και μάλιστα ένα έξυπνο παιδί, ένα παιδί εξυπνότερο ίσως κι απ' τους ίδιους;”.