Το διάσημο μιούζικαλ «West Side Story» ανέβηκε για πρώτη φορά στο Μπρόντγουεϊ στις 26 Σεπτεμβρίου του 1957. Εργο διαχρονικό, που σε καμία περίπτωση δεν παγιδεύεται στο παρελθόν, όπως όλα τα αιώνια έργα τέχνης, που μπορούν να μεταμορφώνονται αενάως, το «West Side Story» μετέτρεψε τον «Ρωμαίο και την Ιουλιέτα» του Σαίξπηρ, στην ιστορία του Τόνι και της Μαρία, νεαρών εραστών από δύο αντίπαλες συμμορίες στις λαϊκές γειτονιές του Απερ Γουέστ Σάιντ, το Μανχάταν της Νέας Υόρκης.
Σύμφωνα με το στόρι του θεατρικού συγγραφέα Αρθουρ Λόρεντς, ο Τόνι, αρχηγός της λευκής συμμορίας των Jets και η Μαρία, αδελφή του αρχηγού των Sharks, της αντίπαλης συμμορίας των Πορτορικανών, ερωτεύονται, πράγμα που όμως δεν αρέσει στις οικογένειες και το ευρύτερο περιβάλλον τους. Ο Λόρεντς και ο Λέοναρντ Μπερνστάιν, που θα έγραφε στη συνέχεια τη συναρπαστική μουσική του μιούζικαλ, ανέθεσαν στον 25χρονο Στίβεν Σόντχαϊμ να γράψει τους στίχους και στον Τζερόμ Ρόμπινς να κάνει τις χορογραφίες. (Δείτε το clip του «America» με τη Ρίτα Μορένο από το «West Side Story» του 1961)
Το αποτέλεσμα της συνεργασίας τους είχε μια μαγική ποιότητα, ήταν κάτι από αυτά που συμβαίνουν ίσως μόνο μια φορά στη ζωή. Οι κριτικές ήταν ενθουσιώδεις και οι ανταπόκριση του κοινού μεγάλη. Τέσσερα χρόνια αργότερα το μιούζικαλ μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη με τους ίδιους συντελεστές, σε σκηνοθεσία του Ρόμπερτ Γουάιζ. Και θριάμβευσε επίσης, όχι μόνο στο box office αλλά και στα Οσκαρ, κατακτώντας 10 βραβεία από τις 11 υποψηφιότητες.
Μια παρόμοια αλχημεία χαρακτηρίζει όμως και την νέα λαμπρή εκδοχή του, γράφει στο BBC Culture η αμερικανίδα κριτικός κινηματογράφου Κάριν Τζέιμς. Σκηνοθετημένη από τον Στίβεν Σπίλμπεργκ στην πιο καλή του περίοδο, βασισμένη στο έξυπνα σχεδιασμένο σενάριο του Τόνι Κούσνερ και την ολοζώντανη νέα χορογραφία του Τζάστιν Πεκ, η ταινία τιμά τις ρίζες της παραγωγής, ενώ της δίνει μια ευαισθησία που ανήκει απόλυτα στον 21ο αιώνα. Γεμάτη ενέργεια, εξυπνάδα, πάθος και τραγικότητα, κοιτάζοντας προς τα πίσω και μπροστά ταυτόχρονα, είναι μια από τις πιο συγκινητικές ταινίες της χρονιάς.
Η νέα εκδοχή διαδραματίζεται και πάλι στο 1957, και τα σκηνικά, με τις φτωχικές πολυκατοικίες και τα άδεια οικόπεδα, παραπέμπουν σκόπιμα στην αρχική θεατρική μορφή. Αλλά σε αντίθεση με την ταινία του Ρόμπερτ Γουάιζ, που ήταν στην ουσία πιστή μεταφορά του θεατρικού μιούζικαλ -όπως, άλλωστε, συνηθιζόταν εκείνη την εποχή- η ταινία του Σπίλμπεργκ είναι καθαρά κινηματογραφική. Η κάμερα αφηγείται την ιστορία μπαίνοντας στη μέση ενός χορευτικού σε ένα γυμναστήριο, κοιτάζοντας από ψηλά τους χορευτές, που γεμίζουν τους δρόμους, και με κοντινά πλάνα στον Τόνι (Ανσελ Ελγκορτ ) και τη Μαρία (Ρέιτσελ Ζέγκλερ) καθώς ερωτεύονται.
Η πρώτη σκηνή σηματοδοτεί ακόμη μια σημαντική διαφορά, παρατηρεί η Τζέιμς. Η κάμερα περνά πάνω από τα ερείπια μιας περιοχής που εκκαθαρίστηκε πρόσφατα από την Υπηρεσία Στέγασης της Νέας Υόρκης προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος προς το Lincoln Center for the Performing Arts, το κορυφαίο κέντρο Παραστατικών Τεχνών στον κόσμο. Τόσο οι Πορτορικανοί όσο και οι φτωχοί λευκοί κάτοικοι της περιοχής εκτοπίζονται από την παραγκούπολη και το σενάριο του Κούσνερ βασίζεται έντονα τόσο στην στέρηση του δικαιώματος, που συμβαίνει στην πραγματική ζωή, όσο και στις εθνοτικές συγκρούσεις.
Η ταινία αφιερώνει κάπως περισσότερο χρόνο στη δημιουργία αυτής της σύγκρουσης και στην εισαγωγή των Sharks, της συμμορίας των Πορτορικανών με επικεφαλής τον αδερφό της Μαρία, Μπερνάρντο (Ντέιβιντ Αλβάρες) και των Jets, της λευκής συμμορίας που έχει φτιάξει ο Τόνι με τον καλύτερο φίλο του, Ριφ (Μάικ Φέιστ). Αλλά η χορογραφία του Πεκ διατηρεί το DNA του Ρόμπινς, προσθέτοντας έναν αθλητικό χαρακτήρα που της προσδίδει φρεσκάδα. Στριφογυρίζοντας και χοροπηδώντας στους κακόφημους δρόμους του Απερ Γουέστ Σάιντ, οι Sharks και οι Jets είναι οι πιο μπαλετικοί πανκ όλων των εποχών.
Επίσης ο Κούσνερ δίνει στον Τόνι μια νέα ιστορία. Εδώ είναι έξω υπό όρους και αποφασισμένος να αλλάξει, αφού πέρασε ένα χρόνο στη φυλακή επειδή ξυλοκόπησε έναν άνδρα σχεδόν μέχρι θανάτου. Και στην πιο εμπνευσμένη καινοτομία της ταινίας, το φαρμακείο όπου εργάζεται ο Τόνι δεν ανήκει πλέον σε κάποιον, που ονομάζεται Ντοκ, αλλά στη χήρα του, τη Βαλεντίνα. Ο ρόλος ανήκει στη Ρίτα Μορένο, που επιστρέφει την ταινία, η οποία στην αρχική της εκδοχή, την ανέδειξε σε μία από τις μεγαλύτερες λατίνες σταρ του κινηματογράφου και της χάρισε ένα Οσκαρ Β’ γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της Ανίτα, της κοπέλας του Μπερνάρντο. Ευγενική και με κοφτερή ματιά, η Βαλεντίνα της Μορένο είναι η ψυχή και η συνείδηση αυτής της νέας εκδοχής.
Ωστόσο η ουσία του «West Side Story» εξακολουθεί να είναι ο άτυχος έρωτας του Τόνι και της Μαρία, που συναντιούνται σε έναν χορό στο γυμναστήριο. Η Ανίτα, σε μια πολυεπίπεδη, δυναμική ερμηνεία της Αριάνα ΝτεΜποζ, βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής, στροβιλίζοντας τη φούστα της και χορεύοντας στους λάτιν ρυθμούς, που πλημμυρίζουν την ταινία. Σύντομα όμως οι ματιές του Τόνι και της Μαρία συναντιούνται και τους οδηγούν σε ένα δικό τους σιωπηλό, κομψό μπαλέτο. (Δείτε το trailer της ταινίας)
Η ερμηνεία του Ελγκορτ χαρίζει στον Τόνι απίστευτη ειλικρίνεια και η Ζέγκλερ – στον πρώτο της κινηματογραφικό ρόλο– είναι η ιδανική Μαρία, μια νεαρή γυναίκα γεμάτη ζωή και ελπίδα. Ο Μπερνάρντο, έξαλλος που αυτό το λευκό αγόρι τολμά να κοιτάξει την αδερφή του, τους αναγκάζει να χωρίσουν, αλλά εν τω μεταξύ ο δεσμός τους έχει ήδη ισχυροποιηθεί.
Στο σημείο αυτό η ταινία απογειώνεται πραγματικά, η Ζέγκλερ και ο Eλγκορτ είναι απόλυτα πειστικοί σαν ερωτευμένο ζευγάρι. Καθώς ο Τόνι περπατά στους νυχτερινούς δρόμους τραγουδώντας τη «Μαρία», η φωνή του Ελγκορτ, καθαρή και ανάλαφρη, αποτυπώνει τη χαρά της μουσικής του Μπέρνσταϊν. Και το να ακούς τους στίχους του Σόντχαϊμ, τόσο σύντομα μετά τον θάνατό του, είναι μια υπενθύμιση του πόσο αναντικατάστατος ήταν.
Ο Σπίλμπεργκ, γράφει τέλος η Κάριν Τζέιμς στο BBC, είναι αρκετά σοφός για να ξέρει ότι το πρωτότυπο «West Side Story» ήταν ανεπανάληπτο. Κατάφερε, ωστόσο, να δημιουργήσει το δικό του θαύμα, μια ταινία με διαφορετικό καστ, κοινωνικά ευαισθητοποιημένη για όσα συμβαίνουν σήμερα, που αγκαλιάζει ταυτόχρονα κάθε τι υπέροχο στην εκπληκτική πηγή της. Και είναι απολύτως λογικό ότι η ταινία προβλήθηκε για πρώτη φορά στο Lincoln Center, στο Απερ Γουέστ Σάιντ, ολοκληρώνοντας έναν διαχρονικό κύκλο, εντός και εκτός οθόνης.
Και τώρα κρατάμε την ανάσα μας μέχρι να ανακοινωθούν οι υποψηφιότητες των Οσκαρ.