Εννιά και μισή το βράδυ, ο ήλιος αρνιόταν να δύσει. Ζέστη αφόρητη, γύρω μου βεντάλιες και καθίσματα από φελιζόλ που κουνιόντουσαν με νευρικότητα από τους θεατές. Τα τσιμεντένια καθίσματα κόχλαζαν, ίδρωναν πάνω τους οι παγωμένες μπύρες. Στο βάθος, σε απόσταση αναπνοής, τόσο κοντά που νόμιζες ότι αν απλώσεις το χέρι σου θα τις αγγίξεις, πολυκατοικίες. Ένα συμπαγές, τσιμεντένιο μπλοκ. Τα μπαλκόνια ασφυκτικά γεμάτα κόσμο, θαρρείς πως βρισκόσουν στα διαμερίσματα πέριξ του γηπέδου, στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Η σκηνή λιτή, άγριο, φθαρμένο δάπεδο, σαν επαρχιακή άσφαλτος που έχει ραγίσματα από τις κατολισθήσεις. Το ανοιχτό θέατρο Συκεών, στις δυτικές συνοικίες της πόλης, μέρος μαγικό, ιδανικό για την παράσταση του σκηνοθέτη Τσέζαρις Γκραουζίνις. Αρχαία τραγωδία σε ένα γήπεδο που αγαπούσαν οι Τρύπες. Το θέατρο αποκάλυψε τις εσωτερικές του διεργασίες, ένιωθες ότι έβλεπες από μέσα πως χτίζεται κομμάτι-κομμάτι μια παράσταση. «Οιδίπους Τύραννος» λοιπόν.
Αν και διατηρούσα πολλές επιφυλάξεις, μιας και ο Αιμίλιος Χειλάκης πέρσι ήταν απογοητευτικός στο ρόλο του Άμλετ και τον είχα πάρει από φόβο, η παράσταση στο σύνολό της ήταν εξαιρετική και ο ίδιος, στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Οιδίποδα αρκετά πειστικός, με ορισμένα εξαιρετικά σημεία. Συγκλονιστικός ήταν ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, υποδυόμενος το μάντη Τειρεσία, την Ιοκάστη και τον Θεράποντα, αποδεικνύοντας ότι η συστηματική ενασχόληση του με το σανίδι ανέβασε επίπεδα το πληθωρικό του ταλέντο, ενώ αυτός που πραγματικά με ενθουσίασε ήταν ο Κώστας Κορωναίος ως κορυφαίος του χορού. Έξυπνη προσέγγιση το κάστινγκ να αποτελείται μόνο από άνδρες -επανέφερε την πραγματικότητα του αρχαίου θεάτρου-, ακόμη πιο έξυπνη και λειτουργική η ιδέα να υποδυθεί ο Μαρκουλάκης τρεις διαφορετικούς ρόλους, αυτούς δηλαδή που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, βρίσκονταν απέναντι από τον Οιδίποδα.
Μολονότι η σκηνή που προκάλεσε περισσότερο ντόρο κι απέσπασε τα πιο θετικά σχόλια ήταν στο τέλος, εκεί όπου όλος ο θίασος γελούσε παρατεταμένα με ένα δυνατό «χα», σχολιάζοντας την τραγική μοίρα του Οιδίποδα –άλλωστε σε αυτή τη σκηνή βασίστηκε όλη η παράσταση-, εγώ ξεχώρισα τη στιγμή που ο μάντης Τειρεσίας, καθισμένος σε ένα στουλ, διηγούταν στον Οιδίποδα την ιστορία του. Ο τρόπος με τον οποίο ο Μαρκουλάκης, στα πλαίσια μιας παιδικής κοροϊδίας, ανακοίνωνε τραγουδιστά στον Χειλάκη τα δεινά του παρελθόντος και του παρόντος, ήταν μοναδικός. Ειρωνικός όσο πρέπει και ταυτόχρονα μαλακός, ψύχραιμος, δίχως εξάρσεις στον τόνο της φωνής, σαν να ανακοινώνει κάτι πολύ φυσιολογικό. Και το πρόσωπο του Χειλάκη, οι εκφράσεις των ματιών του, καθρέφτης των όσων μάθαινε. Να ακούς ότι έχεις δολοφονήσει τον πατέρα σου, ότι με τη μάνα σου έχεις αποκτήσει δυο γιούς, να μη θες να το πιστέψεις, να στέκεσαι αλαζονικά μπροστά στο πεπρωμένο σου, να αρνείσαι την κακοτυχία σου, να χάνεις τα πάντα και να διεκδικείς την επιστροφή στη ζωή… τυφλώνοντας τον εαυτό σου. Για να μη βλέπεις ό,τι έκανες, για να μην αντικρίζεις τα βλέμματα του κόσμου. Και η κάθαρση να μην έρχεται.
Γίνεται να κερδίζεις, αρνούμενος τα πάντα; Σαφέστατα γίνεται. Γιατί αυτό που μετράει στη ζωή, όταν όλα εξαφανίζονται, είναι η αξιοπρέπεια, η αγάπη δηλαδή προς τους άλλους. Ό,τι κι αν έχεις κάνει.