Δεν θυμάμαι πόσο καιρό είχα να πάω στο θέατρο. Δεν με τιμά αυτό που λέω, αλλά είναι η αλήθεια μου. Τα τελευταία χρόνια, ειδικά από τότε που το τρέξιμο μπήκε για τα καλά στη ζωή μου, πηγαίνω σπάνια θέατρο ή σινεμά. Δεν βολεύομαι εύκολα ακίνητος για δυο ώρες στους «σινεμάδες» και στα θέατρα πια.
Με αυτές τις σκέψεις και με μια παράξενη αμηχανία ξεκίνησα την περασμένη Δευτέρα (16/2) για τη φετινή πρεμιέρα του «Τζόρνταν» στο θέατρο Άνεσις. Ο θεατρικός μονόλογος, των Άννα Ρέινολντς και Μόιρα Μπουφίνι, σε μετάφραση Μάριου Πλωρίτη και σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη, με είχε αγχώσει για δύο λόγους.
Φυσικά, ανησυχούσα για τη συναισθηματική φόρτιση που μπορούσε να μου προκαλέσει αυτό το συνταρακτικό και σπαρακτικό κείμενο. Ομολογώ με φόβιζε ο τρόπος που θα αντιδράσω, παρακολουθώντας μια αληθινή και πραγματικά συγκλονιστική ιστορία που συνέβη στη δεκαετία του 1980 στην Αγγλία.
Παράλληλα, με είχε προβληματίσει η επιλογή της Μαρίνας Ασλάνογλου. Η μοναδική εικόνα της πρωταγωνίστριας που κυριαρχούσε στο μυαλό μου ήταν εκείνη ενός τηλεοπτικού σίριαλ από την εποχή της «ελαφρότητας». Δυστυχώς, αυτή είναι άλλη μια αλήθεια μου.
Το αποτέλεσμα ήταν να ανέβω «σφιγμένος» τα σκαλιά του θεάτρου και να κάτσω μουδιασμένος στην καρέκλα μου. Με το άκουσμα του τρίτου κουδουνιού, άρχισαν τα δύσκολα.
Ως προς το πρώτο σκέλος, επαληθεύτηκα. Ο «δύσκολος» μονόλογος με «στρίμωξε» συναισθηματικά «στα σκοινιά» και τα «χτυπήματα» ερχόντουσαν το ένα πίσω από το άλλο. Η σκηνή ξεχείλιζε από βιώματα, εξιστορήσεις, γέλια, κλάματα, σιωπές, ουρλιαχτά και εναλλαγές που με καθιστούσαν βουβό και στα όριά μου. Το φιλοσόφησα αργότερα: χρειάζεται κι αυτό. Είναι απαραίτητα εκείνα τα έργα τέχνης που σε οδηγούν μέσα από πάθη και δυσκολίες στην κάθαρση. Που σου θυμίζουν ότι ακόμα και οι χειρότερες ιστορίες θα μπορούσαν να γίνουν δικές σου ιστορίες και πως δεν συμβαίνουν όλα πάντοτε στους άλλους. Ψυχαγωγία το λένε. Και δεν είναι πάντοτε ευχάριστη ή εύκολη.
Ως προς το δεύτερο σκέλος, με μεγάλη μου ευχαρίστηση, διαψεύστηκα παταγωδώς. Δεν είμαι θεατρολόγος, αλλά στα δικά μου μάτια η Μαρίνα Ασλάνογλου ήταν εξαιρετική. Δεν ξέρω αν είναι δόκιμος θεατρικός όρος, αλλά μου φάνηκε «αληθινή». Συγκλονιστικά αληθινή. Και να σου πω κάτι: μου έχει λείψει η αλήθεια αυτές τις ημέρες. Έχω βαρεθεί να βλέπω «θεατρινισμούς» και άλλου τύπου ηθοποιούς, που έχουν μάλιστα τη δύναμη να ορίζουν και πότε θα πέσει η αυλαία.
Τη χρειαζόμουν την αλήθεια της Σίρλεϊ Τζόουνς και του μικρού Τζόρνταν. Και ένιωσα καλά όταν έβρεξε το πρόσωπο της και έσβησε ακόμα και το ελάχιστο μακιγιάζ της. Έπεσαν οι μάσκες, σκέφτηκα.
Υπήρξε στιγμή που με καταπίεσε το μικρό της σπίτι. Ένιωσα κλειστοφοβικά και απελπισμένος. Μου μύριζε η βρώμα και τα ποτά. Τη μίσησα και την αγάπησα. Την κατηγόρησα και την αθώωσα. Και ξαφνικά κοίταξα γύρω μου μπερδεμένος.
Μα πώς τα κατάφερε αυτή η γυναίκα του τηλεοπτικού σίριαλ να με καθηλώσει για μιάμιση ώρα σε μια καρέκλα; Πώς κατάφερε να κάνει έναν δρομέα να μην κουνιέται και να μην αναπνέει τη ρυθμική του αναπνοή; Πώς κατάφερε να με κάνει να φοβάμαι μήπως ακουστεί ο αναστεναγμός μου και μου ξεφύγει κανένα δάκρυ;
Με το ταλέντο και την αλήθεια της, σκέφτηκα, και πήγα να πιω μια μπύρα γιατί πραγματικά τη χρειαζόμουν!
Ευχαριστώ πολύ, Μαρίνα Ασλάνογλου.