Επιτυχημένος αμερικανός θεατρικός συγγραφέας, αρχικά, ο Τζον Ντέιβιντ Λόγκαν στράφηκε στη συνέχεια στο σενάριο και έγινε γνωστός για ταινίες όπως ο «Μονομάχος» του Ρίντλεϊ Σκοτ (2000), «Ιπτάμενος Κροίσος» («The Aviato», 2004) και «Hugo» (2011) του Μάρτιν Σκορσέζε, «Σουίνι Τοντ: Ο Φονικός Κουρέας της Οδού Φλιτ» (2007) του Τιμ Μπάρτον, αλλά και τις ταινίες «Skyfall» (2012) και «Spectre» (2015) του Σαμ Μέντες με ήρωα τον Τζέιμς Μποντ. Ο Λόγκαν έχει προταθεί τρεις φορές για Οσκαρ, ενώ έχει κερδίσει ένα βραβείο Tony και μια Χρυσή Σφαίρα.
Στα νιάτα του, πολύ πριν γίνει ένας από τους πιο επιτυχημένους σεναριογράφους στο Χόλιγουντ, ο Τζον Λόγκαν λάτρευε τον Αλφρεντ Χίτσκοκ. Και διδάχτηκε να γράφει μελετώντας τα σενάρια της κατασκοπικής ταινίας «Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων» (1959) και του θρίλερ «Ψυχώ» (1960). Τώρα, όμως, μετά από δέκα χρόνια που δουλεύει το «Double Feature», ένα θεατρικό έργο που παρουσιάζει τον Χίτσκοκ ως εκδικητικό σεξουαλικό αρπακτικό, ο 63χρονος θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφος βλέπει αλλιώς τις ταινίες του πρώην ινδάλματός του: σαν πάλη.
Λίγο πριν από την πρεμιέρα του έργου, που θα παίζεται μέχρι τις 16 Μαρτίου στο Hampstead Theatre, στο βόρειο Λονδίνο, ο Λόγκαν είπε στον Ντόμινικ Μάξγουελ των Times: «Μακάρι να μπορούσα να διαχωρίσω τον καλλιτέχνη από τον άνδρα. Αλλά είναι πολύ δύσκολο. Εχω αφιερώσει πολύ χρόνο γράφοντας αυτό. Χρειάστηκα πολύ μεγάλο μέρος των τελευταίων δέκα ετών για να μπω στο πιο σκοτεινό κομμάτι της ψυχής του. Και όταν βλέπω Χίτσκοκ τώρα, αυτό είναι το μόνο που βλέπω. Μακάρι να μπορούσα απλώς να φορέσω εκείνο το γκρι κοστούμι του Κάρι Γκραντ στη “Σκιά των τεσσάρων γιγάντων”, όπως μου άρεσε να κάνω παλιά».
Ο Χίτσκοκ καλλιέργησε μια εκκεντρική δημόσια εικόνα, ανθρώπου δυστυχή, ντροπαλού, ενοχικού ίσως. Ωστόσο, μετά τον θάνατό του το 1980, έχουν προκύψει πολλαπλές κατηγορίες για τις εμμονές του και την τάση εκφοβισμού που είχε, ιδιαίτερα απέναντι στις πρωταγωνίστριές του.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο άγγλος μετρ του σασπένς ανακάλυψε ένα μοντέλο, την Τίπι Χέντρεν, και της έδωσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στις ταινίες του «Τα Πουλιά» και «Μάρνι». Αλλά τη μεταχειρίστηκε πολύ βίαια. Επί πέντε ημέρες η ηθοποιός δεχόταν επίθεση από ζωντανά πουλιά, ενώ ο σκηνοθέτης είπε στα άλλα μέλη του καστ να μην τη συναναστρέφονται.
Το «Double Feature» διαδραματίζεται εν μέρει κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του «Μάρνι», το 1964, και δείχνει τον Χίτσκοκ (Ιαν ΜακΝις) να μαγειρεύει για τη Χέντρεν (Τζοάνα Βάντεραμ), γράφει ο Μάξγουελ στους Times. Οπως αποκάλυψε για πρώτη φορά η Χέντρεν στο βιβλίο του Ντόναλντ Σπότο «The Dark Side of Genius» (1983), η ηθοποιός αντέκρουσε κάθε επίθεσή του. «Ηταν πολύ σαφές τι περίμενε από εμένα, αλλά ήμουν εξίσου ξεκάθαρη ότι δεν με ενδιέφερε» είχε πει το 2012 στην Daily Mail.
Ο Λόγκαν έχει τη δική του άποψη για το τι οδήγησε τον Χίτσκοκ, αρχικά να σταματήσει να μιλάει στη Χέντρεν και μετά να αρνηθεί κάθε άλλη συνεργασία μαζί της, ενώ την κρατούσε με αποκλειστικό συμβόλαιο. Υπάρχουν «αντιφατικές εκδοχές», παραδέχεται ο αμερικανός σεναριογράφος στη συνέντευξή του στους Times, «αλλά τείνω να πιστεύω την Τίπι, που είπε ότι μια νύχτα της έκανε μια ακατάλληλη επίθεση, την οποία σήμερα θα ονομάζαμε σεξουαλική. Είτε ήταν σωματική είτε λεκτική, ήταν επίθεση. Αυτό οδήγησε στην κατάρρευση της σχέσης τους, επειδή εκείνη δεν έπαιζε το παιχνίδι του».
Μία ιστορία, δύο κακοποιητικές σχέσεις
Το «Double Feature» είναι η ιστορία και άλλης μιας κακοποιητικής σχέσης. Το 1968, ο σταρ ταινιών τρόμου Βίνσεντ Πράις συγκρούστηκε με τον Μάικλ Ριβς, τον 24χρονο άγγλο σκηνοθέτη του θρίλερ «Ο Λόφος των Κρεμασμένων» («Witchfinder General»). Στο θεατρικό έργο του Λόγκαν ο Πράις παραπονιέται ότι ο Ριβς τον ταπείνωνε επί εβδομάδες μπροστά στο καστ των ηθοποιών και το συνεργείο, σε μια προσπάθεια να πετύχει μια πιο ρεαλιστική ερμηνεία. Ο Πράις απειλεί ότι θα φύγει και ο Ριβς ανταποκρίνεται με υβριστικές αποδοκιμασίες: είναι ένας «αυτάρεσκος δήθεν ηθοποιός που παριστάνει ότι παίζει».
Γιος γονέων από το Μπέλφαστ, μεγαλωμένος στο Σαν Πέδρο της Καλιφόρνιας, πριν μετακομίσει στο Σικάγο, ο Τζον Λόγκαν λάτρευε τις ταινίες τρόμου και τον Βίνσεντ Πράις για τις μεγαλειώδεις ερμηνείες του, οπότε όταν τον είδε πιο συγκρατημένο στον «Λόφο των Κρεμασμένων» αναρωτήθηκε πού οφειλόταν αυτό. Ανακάλυψε λοιπόν ότι –όπως και η ερμηνεία της Τίπι Χέντρεν στο «Μάρνι»– προερχόταν από κάτι βαθύ και άβολο.
Η πρώτη του σκέψη, γράφει ο Μάξγουελ στου Times, ήταν να αφηγηθεί χωριστά αυτές τις παράλληλες ιστορίες, που προέκυψαν μετά από «πολύ μεγάλη έρευνα», μία σε κάθε μέρος του έργου. Τελικά, όμως, αποφάσισε να τις πει ταυτόχρονα, «κάτι που μπορείς να κάνεις μόνο στο θέατρο. Γι’ αυτό χρειάστηκαν δέκα χρόνια, γιατί η ηχώ μεταξύ των χαρακτήρων, τα θέματα, ακόμη και οι αριθμοί των συλλαβών στα λόγια, ήταν σαν να κάνω λογαριασμούς».
Η χημεία μεταξύ πρωταγωνιστή και σκηνοθέτη ήταν κάτι που γοήτευε τον Λόγκαν εδώ και καιρό, και είχε πολλές ευκαιρίες να το δει σε δράση. «Εχω δει τον Ρίντλεϊ [Σκοτ], τον Μάρτι [Σκορσέζε] και τον Σαμ [Μέντες] να δοκιμάζουν εντελώς διαφορετικούς τρόπους για να φτάσουν στο ίδιο αποτέλεσμα» λέει. Δεν χρειάζεται να είναι μια άσχημη δουλειά, υποστηρίζει ο αμερικανός συγγραφέας. Ο ίδιος ήταν παρών κάθε μέρα στα γυρίσματα άλλης μιας από τις ταινίες του, το «Σουίνι Τοντ» (2007) του Τιμ Μπάρτον, με τον Τζόνι Ντεπ. «Η σχέση ανάμεσα στον Τιμ και τον Τζόνι δεν είναι καθόλου κακοποιητική, είναι μια σχέση που εμπνέει» λέει.
Ο Λόγκαν δεν κατακρίνει τους σκηνοθέτες που πιέζουν τους ηθοποιούς τους με υγιή τρόπο. Και ο ίδιος, εξάλλου, πιέζει τον εαυτό του. Στο σπίτι του στην Καλιφόρνια σηκώνεται κάθε μέρα στις 4 το πρωί. «Μου αρέσει να γράφω όταν είναι ήσυχα και σκοτεινά, όταν δεν υπάρχουν email ή τηλεφωνήματα» λέει. Μπορεί το πρόγραμμά του να διαφέρει από εκείνο του συζύγου του, του ιρλανδού χορογράφου Τόμι Τονγκ, ο Λόγκαν όμως επιμένει ότι έχουν καταφέρει να το κάνουν να λειτουργήσει.
Στο γραφείο του έχει μια προτομή του Σαίξπηρ, ο οποίος υπήρξε η πρώτη του πηγή έμπνευσης. Σε ηλικία οκτώ ετών, ο ναυπηγός πατέρας του τον έβαλε να παρακολουθήσει τον «Αμλετ» με τον Λόρενς Ολίβιε. «Αυτό άλλαξε τη ζωή μου» εξομολογείται. «Ηταν τρομακτικό και είχε φαντάσματα, ήταν όμορφο και είχε την καλύτερη ξιφομαχία που είχε βγει ποτέ στην οθόνη».
Ο Λόγκαν σπούδασε υποκριτική στο πανεπιστήμιο Νορθγουέστερν του Ιλινόι, πριν συνειδητοποιήσει ότι δεν ήταν πλασμένος για ηθοποιός. Του πήρε κάποιον χρόνο για να πληρωθεί ως θεατρικός συγγραφέας και πέρασε δέκα χρόνια δουλεύοντας σε μια βιβλιοθήκη στο Νορθγουέστερν. Αλλά μόλις πούλησε το σενάριο του «Κάθε Κυριακή» (1999), το οποίο γύρισε ο Ολιβερ Στόουν με μια πλειάδα καλών ηθοποιών, οι οικονομικές ανησυχίες του είχαν τελειώσει. Ηταν 38 ετών όταν κυκλοφόρησε η ταινία. «Ετσι, δεν θεωρώ ποτέ δεδομένο ούτε ένα δευτερόλεπτο από την επιτυχία μου. Ξέρω τι χρειάστηκε για να τα καταφέρω» λέει.
Στις μελλοντικές του δουλειές περιλαμβάνονται μια βιογραφική ταινία των Bee Gees και μια ταινία για τον καρχηδόνιο στρατηγό Αννίβα με πρωταγωνιστή τον Ντένζελ Ουάσινγκτον. «Υπάρχουν πολλοί σεναριογράφοι πολύ καλύτεροι από εμένα», λέει, «αλλά πόσοι μπορούν να βρίσκονται συνεχώς στο πλατό, με τον σκηνοθέτη να λέει ότι χρειάζεται μια νέα σκηνή αυτή τη στιγμή; Εμαθα να το κάνω αυτό στο θέατρο» προσθέτει.
Στο μεταξύ, μόλις ξεκίνησαν στο Λος Αντζελες τα γυρίσματα του «Μάικλ», μιας βιογραφικής ταινίας για τον Μάικλ Τζάκσον σε σκηνοθεσία του Αντουάν Φουκουά («The Equalizer», «Emancipation»), άλλη μια ιστορία κακοποίησης στον κόσμο της σόουμπιζ. Ο Λόγκαν δεν μπορεί να πει πολλά για αυτήν. Μόνον ότι θα περιλαμβάνει «σχεδόν όλη» τη ζωή του ποπ σταρ.
«Πρέπει προσπαθήσεις να καταλάβεις όλους τους χαρακτήρες σου. Είναι σαν να μου λένε οι άνθρωποι για τον Χίτσκοκ: πώς μπορείς να δραματοποιήσεις ένα κατά συρροήν “αρπακτικό”; Πάνω από τον υπολογιστή μου έχω κρεμασμένο το απόφθεγμα: “Τίποτα το ανθρώπινο δεν μου φαίνεται ξένο”», του Τερέντιου ή του Σενέκα. «Αυτό κάνουν οι δραματουργοί. Χρειάζεται να έχεις ενσυναίσθηση για τους πιο τερατώδεις χαρακτήρες, όπως και για τους πιο σπουδαίους» τονίζει.