Κυριευμένος απόλυτα από τις επιθυμίες και τα πάθη του, ο Τζάκομο Τζιρόλαμο Καζανόβα έζησε κάθε λεπτό της ζωής του σε έναν ανεμοστρόβιλο σκανδάλων και παρακμής. Πίσω από αυτό το προσωπείο, ωστόσο, αυτός ο ελευθεριακός του 18ου αιώνα έκρυβε πολύ περισσότερα πράγματα στην ψυχή και το μυαλό του.
«Οταν ξεκίνησα την έρευνα», λέει στον Guardian ο Κένεθ Τίνταλ, χορογράφος του «Casanova», του νέου μπαλέτου, που ανέβασε τον Μάιο το Northern Ballet, στο Λιντς της Αγγλίας, «σοκαρίστηκα με το πόσα πράγματα είχε καταφέρει ο Τζάκομο Καζανόβα, πόσο λαμπρό ήταν το μυαλό του, πόσους διαφορετικούς ρόλους είχε παίξει στη διάρκεια μόνο μιας ζωής».
Γεννημένος το 1725 στη Βενετία από γονείς ηθοποιούς, ο Τζάκομο Τζιρόλαμο Καζανόβα υπήρξε θεολόγος, βιολονίστας, συγγραφέας, που μεταξύ άλλων είχε μεταφράσει την Ιλιάδα και μιλούσε εφτά γλώσσες, ήταν τζογαδόρος, στρατιωτικός, διπλωμάτης, αποκρυφιστής και οπαδός της Ροδοσταυρικής Αδελφότητας, κατάσκοπος και κρατούμενος σε φυλακές. Ο κατάλογος είναι τόσο μεγάλος που σε κάνει να νιώθεις ένα τίποτα μπροστά του…
Μπορεί πολλά από τα κατορθώματά του να μην είναι γνωστά, το σίγουρο είναι, πάντως, ότι το όνομά του έγινε συνώνυμο της αποπλάνησης· ο Καζανόβα υπήρξε μεγάλος καρδιοκατακτητής σε όλη την Ευρώπη και η φήμη του διασώζεται μέχρι σήμερα χάρη στα απομνημονεύματά του «Histoire de ma vie»(1794), ανεξάρτητα από το πόση αλήθεια περιέχουν. (Παλιότερες μεταφράσεις στα Ελληνικά έχουν δυστυχώς εξαντληθεί, ωστόσο κυκλοφορεί σε λίγα αντίτυπα η «Ιστορία της Ζωής μου -μια επιλογή από τις ωραιότερες σελίδες των “Απομνημονευμάτων” του Καζανόβα»)
Αν, όμως, ήταν μόνο αυτό, δεν υπήρχε περίπτωση αυτός ο ελευθεριακός τύπος του 18ου αιώνα, να είχε γίνει μια τόσο διαρκής πολιτιστική φιγούρα, εμπνέοντας τα πάντα, από τη νουβέλα του Αρθουρ Σνίτσλερ «Ο Νόστος του Καζανόβα» (1918), μέχρι το τραγούδι των Pet Shop Boys «Casanova in Hell». Επειτα, είναι ένας ήρωας, που έχουν ζωντανέψει στην οθόνη πάρα πολλοί ηθοποιοί από την εποχή του βωβού κινηματογράφου μέχρι σήμερα: από τον Αλφρεντ Ντίσι, ούγγρο σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή του «Casanova» του 1918, μέχρι τους Μαρτσέλο Μαστρογιάνι («Καζανόβας ‘70», 1965), Ντόναλντ Σάδερλαντ («Il Casanova di Federico Fellini», 1976), τον Τόνι Κέρτις («Casanova & Co.» ή «Some Like It Cool», 1977), τον Ρίτσαρντ Τσάμπερλεν (1987), Αλέν Ντελόν στην «Επιστροφή του Καζανόβα» (1992), και τον Τζον Μάλκοβιτς «Casanova variations» (2014) ενώ τον Καζανόβα είχε υποδυθεί το 2005 και ο Χιθ Λέτζερ.
Επίσης, υπάρχει το άλμπουμ «Casanova» των Ιρλανδών Divine Comedy, το τραγούδι Ridiculous Romantics από την κωμική σειρά του BBC «Horrible Histories», και το μπαλέτο του Τίνταλ, που έκανε πρεμιέρα το 2017, και τώρα ανανεωμένο περιοδεύει μέχρι τις 21 Μαΐου στο Ηνωμένο Βασίλειο.
«Γρήγορα συνειδητοποίησα, ότι στην πραγματικότητα οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν τίποτα για τον Καζανόβα», λέει στον Guardian ο βρετανός χορογράφος της νέας παράστασης. Το ότι ήταν χαρισματικός και έξυπνος είναι δεδομένο, αλλά στις πολλαπλές ενσαρκώσεις του, στη σκηνή και στην οθόνη εδώ και δεκαετίες, κάθε δημιουργός έχει διαφορετική άποψη, λαμβάνοντας υπόψη ο καθένας τόσο την εποχή του και τις δικές του ευαισθησίες όσο και του πρωταγωνιστή του.
Οταν ο μεγάλος ιταλός σκηνοθέτης Φεντερίκο Φελίνι διάβασε τα απομνημονεύματα του Καζανόβα, προφανώς τον αντιπάθησε. Η αηδία του είναι φανερή στην ταινία του, στην οποία ο Ντόναλντ Σάδερλαντ τον υποδύεται ως μια παράξενα κενή, όλο και πιο μοναχική και αξιολύπητη φιγούρα, ένας θλιβερός τυχοδιώκτης που σπατάλησε τη ζωή του σαν σκλάβος των παρορμήσεων του, αν και ήθελε (αλλά απέτυχε) να τον πάρουν στα σοβαρά για το μυαλό του, γράφει η Λίντσι Γουίνσιπ στον Guardian.
Η ταινία του Φελίνι είναι γεμάτη με τεράστια μέτωπα, πουδραρισμένα πρόσωπα, κοστούμια που βραβεύτηκαν με Οσκαρ και ένα βλέμμα τόσο ώριμο, που μοιάζει έτοιμο να σαπίσει… Το σεξ είναι «ντυμένο», και είτε κωμικά χορογραφημένο είτε ενοχλητικό –ειδικά ο βιασμός του μοντέλου ενός καλλιτέχνη μπροστά σε ένα ανήθικο κοινό–, ενώ οι κατακτήσεις του περιλαμβάνουν και μια μηχανική κούκλα. Στο τέλος, ο Καζανόβα μετατρέπεται σε ένα άθλιο λείψανο σαν βιβλιοθηκάριος στην αυλή του Φον Βάλντσταϊν στον πύργο Ντουξ στη Βοημία, όπου πέθανε σε ηλικία 73 ετών.
Τριάντα χρόνια αργότερα, η διάθεση των δημιουργών είχε αλλάξει, με τους ανησυχητικούς συμβολισμούς να έχουν δώσει τη θέση τους σε χιουμοριστικές περιπέτειες. Η παρακαταθήκη του Καζανόβα αντιμετωπίζεται πλέον με ελαφρότητα. Ο χολιγουντιανός Καζανόβα του Λάσε Χάλστρομ (2005), δεν είναι λάγνος λιμπερτίνος αλλά ένας συμπαθής απατεώνας, ενώ έχει και μια μεγάλη δόση φεμινισμού με γυναίκες, που μεταμφιέζονται σε άνδρες για να ακουστεί η φωνή τους. Και όλες οι σχέσεις έχουν αίσιο τέλος, με τον Κιθ Λέτζερ να υπονομεύει συνειδητά τη φήμη του Καζανόβα: «Δεν κατακτώ», επιμένει. «Υποτάσσομαι». Αυτή η ανάγνωση βασίζεται σε μια (φανταστική) ερωτική σχέση με μια δυναμική φεμινίστρια αριστοκράτισσα, την οποία υποδύεται η Σιένα Μίλερ. Ο Καζανόβα συναντά το ταίρι του, εκείνη δεν τον αντέχει, αλλά στο τέλος τον ερωτεύεται. Με άλλα λόγια καθαρή περίπτωση ρομαντικής κομεντί.
Λίγο αργότερα, η θεατρική εταιρεία Told By an Idiot προχωράει ένα βήμα παραπέρα το φεμινιστικό διακύβευμα με την Καζανόβα γυναίκα. Ο σκηνοθέτης Πολ Χάντερ ήθελε να ανατρέψει την εμβληματική ανδρική φιγούρα και να δώσει στην ηθοποιό Χέιλι Κάρμαϊκλ έναν ρόλο γεμάτο ουσία. Η ποιήτρια Κάρολ Αν Ντάφι έγραψε ένα φανταστικό σενάριο, το οποίο μεταφέρει την Καζανόβα, που ζει έναν έρωτα σε ένα υπερωκεάνιο της δεκαετίας του 1940, σε μια σκηνή με βαρύ συμβολισμό: η ηρωίδα είναι έτοιμη να χτυπηθεί από έναν ταύρο αλλά γοητεύει το ζώο και αυτό της υποτάσσεται.
Το αποτέλεσμα του να κάνεις τον Καζανόβα γυναίκα; «Νομίζω ότι ήταν σε θέση να καταπλήξει περισσότερο με τις κατακτήσεις της, δυσκολότερη στην ανάγνωση», λέει στον Guardian ο σκηνοθέτης της πρωτοποριακής παράστασης.«Πάντα με γοήτευε ο χώρος ανάμεσα στο γέλιο και τον πόνο και ένιωθα ότι υπήρχε κάτι πραγματικά ζουμερό εδώ. Οταν δούλευε στη βιβλιοθήκη, ήταν πολύ συγκινητικό, μια η ηλικιωμένη γυναίκα μόνη της, να ξαναβλέπει τα φαντάσματα του παρελθόντος της. Εγινε πιο σύνθετο», λέει ο Πολ Χάντερ.
Ενδιαφέρον έχει, ακόμα, ότι κατέληξαν να κόψουν το μεγαλύτερο μέρος των σκηνών του σεξ. Η Καρμάικλ είχε πει τότε ότι, ακόμα κι αν είχε τον έλεγχο, εξακολουθούσε κατά κάποιον τρόπο να μοιάζει με θύμα. «Οσο και αν προσπαθούσες να το ανατρέψεις», λέει ο Χάντερ, «κατά καιρούς υπήρχε η αίσθηση του “Ω καημένε Καζανόβα” επειδή ήταν γυναίκα». Ωστόσο, η περίπτωση μιας γυναίκας ελευθεριάζουσας παραμένει ζουμερό θέμα, όπως δείχνει η τεράστια επιτυχία της σειράς του BBC Prime video, «Fleabag» της Φίμπι Γουόλερ-Μπριτζ (είναι η συγγραφέας, σκηνοθέτης και πρωταγωνίστρια της σειράς, που έκανε πρεμιέρα το 2016).
Oταν, λοιπόν, ο Τίνταλ αποφάσισε να κάνει το remake του μπαλέτου για το Northern Ballet, τι τύπο Καζανόβα ήθελε; Ο χορός είναι ίσως η πιο σκληρή μορφή, με την οποία μπορείς να συλλάβεις την πολυπλοκότητα ενός τόσο πολύπλευρου χαρακτήρα. Ο βρετανός χορογράφος, ωστόσο, βλέπει την ιστορία του ήρωά του υπό το πρίσμα της πολιτικής. «Εκείνη την εποχή», λέει στον Guardian, «η Βενετία ήταν το πιο αστυνομικό κράτος στον κόσμο. Είναι ηθικά χαλαροί, αλλά η θρησκεία έχει τεράστια εξουσία. Και ο Καζανόβα συλλαμβάνεται, ουσιαστικά επειδή είναι ένας ελεύθερα σκεπτόμενος άνθρωπος, επειδή εντάχθηκε στον Διαφωτισμό και επειδή αγνοούσε τις κοινωνικές τάξεις. Για όλα αυτά που τώρα ισχύουν, δηλαδή», εξηγεί ο Κένεθ Τίνταλ.
Το σενάριο του Τίνταλ, γραμμένο μαζί με τον βιογράφο του Καζανόβα, Ιαν Κέλι, αφηγείται την ιστορία μέσω των σχέσεων του ήρωα με τρεις γυναίκες κλειδιά, αλλά ο χορογράφος πρόσθεσε νέες ενότητες, που αντανακλούν τον χαρακτήρα του ήρωά του, ειδικά την παρακμή του, την εξασθενημένη διάνοιά του και την απώλεια όλων όσων αγάπησε στη ζωή του. «Πάντα λαχταρούσε τη σύνδεση», λέει ο Τίνταλ, «Είναι πολύ φροϋδικό, ήταν παραμελημένος από τη μητέρα του στην αρχή της ζωής του».
Τέλος, για τον βρετανό χορογράφο, η ιστορία του αξίζει να ειπωθεί και επειδή ο Καζανόβα είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένας κατ’ εξακολούθηση γητευτής. Η αποπλάνηση «είναι απολύτως μέρος της ζωής του», λέει, «αλλά στατιστικά, σε σύγκριση με άλλους λιμπερτίνους της εποχής, οι δικές του επιδόσεις στο κρεβάτι είναι χαμηλές». Ο λόγος που ο Καζανόβα είναι ο πιο γνωστός ελευθεριακός του 18ου αιώνα είναι επειδή έγραψε ο ίδιος την ιστορία του, αυτομυθοποιούμενος στα απομνημονεύματά του. «Προσπαθούσε να αφήσει πίσω του κάτι για το οποίο ήταν περήφανος», λέει ο Τίνταλ, «Και θα ήταν ευτυχής αν ήξερε ότι γίνονται ακόμα σήμερα έργα για εκείνον».