Στην έρημο
Είδα ένα πλάσμα γυμνό, τερατώδες,
Που, σκυφτό κατάχαμα,
Κρατούσε στα χέρια την καρδιά του,
Και την έτρωγε.
Ρώτησα: «Είναι νόστιμη, φίλε;»
«Είναι πικρή – πικρή,» αποκρίθηκε°
«Αλλά μ’ αρέσει
Επειδή είναι πικρή,
Κι επειδή είναι η καρδιά μου.»
Στίβεν Κρέιν
Άρρωστοι άγγελοι μονάχα
Η ιστορία μου αρχίζει από το τέλος – το δικό της και το δικό μου.
Ο γιος μου με βρήκε. Χαράματα Παρασκευής, πέντε μέρες πριν κλείσει τα εικοσιτέσσερα. Κατάλαβε πως είχα πεθάνει κι ας μην είχε αλλάξει τίποτα στον χώρο° ίσως επειδή, όπως πάντα, έστω και νεκρή, τον προϋπάντησα.
Μήνας Δεκέμβρης και τα καλοριφέρ αναμμένα στο φουλ. Εγώ στο κρεβάτι γυμνή τελείως. Είχα παχύνει πολύ τα τελευταία χρόνια, και στον ύπνο ρούχα και σκεπάσματα με πνίγανε. Σελίδα τραγικού ποιητή της αθλιότητας και της αγάπης: γυμνό τον πρωτόδα, γυμνή με κοίταζε τώρα για τελευταία φορά.
Αφού με μια ματιά αποτίμησε τη νεκρική μου φύση, γύρισε το βλέμμα στο παράθυρο, και σκέφτηκε να τ’ ανοίξει. Να φύγει η ψυχή του πεθαμένου, έτσι λέγανε παλιά, κι αυτό σκεφτόταν τώρα. Μα είχε και μιαν άλλη έγνοια: μην κρυώσω έτσι ολόγυμνη. Έτσι στάθηκε ασάλευτος να με περιεργάζεται.
Αν ήμουν ζωντανή και ξυπνώντας τον έβλεπα να κοιτάζει ανάμεσα στα μπούτια μου, θα μ’ έπιανε ντροπή και θα τραβούσα το σεντόνι. Μα τώρα ήμουν πέρα απ’ την ντροπή. Και είχε μια λογική, ένα δίκιο, το επίμονο βλέμμα του γιου μου. Από κει μέσα βγήκα, συλλογιόταν. Και τώρα… Τώρα σκεφτόταν τον εαυτό του σαν φύλλο, φρούτο, λουλούδι, που το ’κοψαν απότομα απ’ τη φύτρα του. Πονέσαμε έτσι λίγο παρέα, κι έπειτα, παρ’ ότι γνώριζε πως έπρεπε να μ’ αφήσει απείραχτη όπως με βρήκε, πλησίασε και κάθισε δίπλα μου να με ευπρεπίσει.
Μ’ ένα βρεμένο πανί σκούπισε την ξεραμένη χολή απ’ το πιγούνι μου, κι ανασηκώνοντας το κεφάλι μου στο μαξιλάρι μου ’κλεισε το στόμα που έχασκε. Έπειτα μου ’κλεισε τα πόδια και με σκέπασε με το σεντόνι της προίκας μου, που είχε αντέξει πιο πολύ από μένα. Κι αυτές οι κινήσεις ήταν τρυφερές σαν στίχοι: έτσι του σκούπιζα κι εγώ μωρό τα σάλια, έτσι τον σκέπαζα όταν χαράματα τον έβρισκα στην κούνια του κουβαριασμένο και χωρίς το πικέ κουβερτάκι του.
Τα όσα ακολούθησαν δεν έχουν σημασία. Μόνον εκείνες οι στιγμές, που στεκόμουν πλάι του δίχως να μπορώ να τον αγκαλιάσω και να τον παρηγορήσω κι έλεγα Κλάψε πουλάκι μου. Κλάψε να ξεπονέσεις. Μα ήταν νωρίς, είχε ακόμα μόνο το απόκοσμο να του γεμίζει την καρδιά. Έκλαψε την επομένη, και μετά από χρόνια, χίλιες φορές όσο δεν έκλαψε εκείνο το πρωί.
Έτσι αρχίζει η ιστορία μου. Με λένε Κατερίνα, και πέθανα ακολουθώντας έναν δρόμο σκοτεινό, μοναχικό, κάτω απ’ το είδωλο της νύχτας, γιατί είχα μέσα μου πολλά που δεν αντέχονταν. Πέθανα τρομοκρατημένη κι έρημη, πνιγμένη απ’ το φαρμάκι μου. Μα δεν αξίζω τον οίκτο σας, μη. Πέθανα απ’ το δικό μου χέρι.
Όπως πρέπει να πεθαίνουν οι φονιάδες.
Αμισός
Αρχές του εικοστού αιώνα, και εις Αμισόν συντελείται ένα έγκλημα σιωπής: μια ιστορία διαγράφεται βάναυσα, κι έτσι θα μείνει σβησμένη για πάνω από έναν αιώνα. Μα η μοίρα του λαού αυτού – του λαού μου, του λαού του γιου μου – είναι γραμμένη με θυσίες κι εγκλήματα: ένα παλίμψηστο μίσους.
Την λένε Σάρα, και στα εικοσιπέντε, φτωχή κι ανύπαντρη, λογίζεται πια για μεγαλοκοπέλα χωρίς ελπίδα αποκατάστασης. Ποιος θα τηνε πάρει την Οβριά τη σιτεμένη με το μαλλί το κόκκινο σαν του Οξαποδώ τα γένια και δίχως βρακί στον κώλο της; Κι όμως, θα την πάρει ο Δημητρός ο Κωνσταντινίδης, έμπορος της συμφοράς κι ορφανός από γονείς μ’ απαιτήσεις. Ωστόσο, κάμνοντας τέτοια παραχώρηση – γυναίκα ένα χρόνο μεγαλύτερη απ’ τον ίδιο, κι από τη φάρα που σταύρωσε τον Χριστό – ζητά (ή μάλλον επιβάλλει° οι άντρες δεν ζητούσαν τότε) από την Σάρα να απαρνηθεί γενιά και όνομα. Πλούσιος μπορεί να μην είναι, μα είναι καλός Χριστιανός και το σταυρό του τον κάνει και τη Σαρακοστή νηστεύει όταν τον βλέπουν, κι άμα είναι να κάνει φαμελιά μαζί της δεν σηκώνει να του βγάλει τα δικά του τα παιδιά (τουτ’ έστιν, αγόρια) αντίχριστα. Έτσι, χωρίς πολλά-πολλά, την ξαναβαφτίζει Κατίνα, την παίρνει από το χέρι, και την παντρεύεται με μια χούφτα ανθρώπων στην εκκλησία.
Στεφανωμένη πια και μ’ ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι της, η Σάρα δεν αργεί να γίνει Κατίνα στην καρδιά της, και το ίδιο γρήγορα του ξαμολά τριπλή σπορά του Δημητρού – μα και τα τρία κορίτσια, το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο σαν μαχαιριές: την Ειρήνη, την Αριάδνη και την Φωτεινή. Και δεν είναι μόνο που ’ναι θηλυκά κι άρα φαγάνες προίκας, είναι κι αλλιώτικα τ’ αναθεματισμένα θαρρείς και τα ’σπειραν οι δώδεκα φυλές: κατάξανθη η Ειρήνη, καταμελάχρινη η Αριάδνη, και η Φωτεινή ρούσα και φακιδιάρα σαν τη μάνα της.
Κι ωστόσο, με τη νοικοκυροσύνη της οικονόμας Κατίνας – σε κάτι του φάνηκε χρήσιμη εντέλει η ακατονόμαστη φυλή που κουβαλά εντός της – και την εργατικότητα του Δημητρού που ξημεροβραδιάζεται στο μαγαζί να μη λείψει τίποτα απ’ τις θυγατέρες του, το βιος τους αυγατίζει διαρκώς, κι αρχές του είκοσι το λες πια και πλούσιο το Κωνσταντινίδικο: κόρες με πιάνο και ξένες γλώσσες σε καλό σχολειό, κρέας κάθε μέρα, και δόξα τω Θεώ.
Ως την Καταστροφή, που τους ξαποστέλνει στο Κουλέ Καφέ της Σαλονίκης, ξερριζωμένους και πένητες. Από κύρης κι αφέντης ο Δημητρός, τουρκόσπορος. Από πρώτη στην τάξη η Ρηνούλα, να ’χει τώρα συμμαθήτριες Ελληνοπούλες να την κοιτάζουν από πάνω ως κάτω με περιφρόνηση, και να λένε: «Αυτή είναι η Ρηνούλα που μένει στην παράγκα.»
Αυτή η παράγκα – ή μπαράγκα – θα την στοιχειώνει μια ζωή την Ειρήνη. Τη μεγάλη, που ’θελε να γίνει γιατρός και τώρα να σου την απ’ τον οντά στη φουφού να μαγειρεύει πατάτα βραστή («Τι έχουμε σήμερα Ρήνη μου;» «Ψωμί με δόντια.») να φάνε οι μικρές, γιατί μέσα σ’ όλη την κακοτυχία τους, χάσανε και τη μάνα τους λίγο μετά τη μετανάστευση. Την πήρε το κάρο του δήμου.
Και δώσ’ του όνειρα η μάνα μου η κυρα-Ρήνη. Και οι μικρές, στον κόσμο τους – κυριολεκτικά. Αν και η διάγνωση θα τεθεί χρόνια μετά, η Φωτεινούλα, η μικρή, πάσχει από νοητική υστέρηση. Και η μεσαία – η κούκλα η Αριάδνη, με το πράσινο μάτι και το μαύρο μαλλί, που δώδεκα χρονώ τη γυρεύανε σε γάμο τα φτωχόπαιδα της Άνω Πόλης – αρχίζει να δείχνει τα πρώτα συμπτώματα της σχιζοφρένειας που θα την βασανίζει ως την τελευταία της ώρα.
Βαριά κληρονομικότητα η φαμίλια μου° βαριά κληρονομιά. Λες και το πρώτο εκείνο κρίμα (το ξαναβάφτισμα της Εβραίας γιαγιάς μου) ζητούσε εκδίκηση βιβλική στα παιδιά τ’ αθώα. Τι να πεις και τι να πω.
Η Ειρήνη, τουλάχιστον, από ψυχική υγεία ήταν ακράνι. Πεντάγερη στο μυαλό, μα όχι και στο σώμα. Οι κακουχίες θα της στοιχίσουν έναν πνεύμονα από χτικιό και μιαν ισόβια καμπουρίτσα. Σαν τη συχωρεμένη τη μάνα της, στα είκοσι θα μοιάζει κιόλας μεγαλοκοπέλα, κι έτσι θα πέσει με τα μούτρα στον πρώτο ιδανικό νυμφίο, που θ’ ανοικοδομήσει τα χαμένα μεγαλεία.
Όλοι τη ζήσαμε την καταστροφή. Όλους μας έφαγε η μπαράγκα.
Απ’ τ’ Άγραφα
Γενάρη του 1901 γεννιέται στην ορεινή Καρδίτσα ο πατέρας μου ο Μηνάς. Χωριανός το επώνυμο. Δεύτερος γιος, δεύτερος σε όλα. Ο πρώτος, ο Βάγγος, όλα στα πόδια του: σχολείο, μετά σπουδές, αργότερα καριέρα στον στρατό, όπου θα διαπρέψει με το παρατσούκλι ‘κομμουνιστοφάγος’. Ο Μηνάς μεγαλωμένος με κανά χάδι απ’ την Κατίγκω, τη βλάχα μάνα του, που δεν μιλούσε Ελληνικά κι έτσι ζούσε βουβή, και με μπόλικο ξύλο και περιφρόνηση απ’ τον πατέρα του, τον παπά του χωριού.
Η τελευταία πικρή σταγόνα θα ’ναι σταγόνα λειτουργιάς. Διότι, για να του υπενθυμίσει πόσο κατώτερος είναι, ο παππούς μου ο τράγος βάζει τον γιο του να κοινωνάει τελευταίος, μετά από μια φθισική γριά που τη σιχαίνεται. Ε, κι ένα πρωί, θα ’τανε δεν θα ’τανε οχτώ χρονώ το έρμο το παιδί, δίνει μια, γκρεμίζει πατέρα και δισκοπότηρο χάμω, και του λέει: «Που να σου καβαλικέψει ο διάολος τη μάνα, σκατόπαπα!» Και με μιαν αποχαιρετιστήρια φτυσιά στα μούτρα φεύγει για πάντα από τον τόπο του.
Θα τον φιλοξενήσει ένας σπλαχνικός θειός, ζαχαροπλάστης στην Καρδίτσα – αν κι όχι τόσο σπλαχνικός ώστε να του παραχωρήσει μισό μέτρο στο παραγώνι. Ο μικρός Μηνάς περνάει τα κρύα βράδια του χειμώνα τουρτουρίζοντας στο κοτέτσι της αυλής, και σαν να μην έφτανε η απλήρωτη, σκληρή δουλειά και η κακουχία της νύχτας, κολλάει και κοτόψειρες. Για όλη του τη ζωή θα ’χει στο νου του τα δύο αυτά τραύματα ενωμένα σ’ ένα τέρας: κάθε φορά που θα βλέπει παπά, θα φτύνει χάμω ηχηρά και θα λέει, «Τράβα να ξεψειρίσεις τα γένια σου απ’ τις κοτόψειρες, τράγο.»
Η δεκαετία του είκοσι τον βρίσκει στη Θεσσαλονίκη, με πάγκο στη στοά Μοδιάνο, να πουλάει μολινέδες, κουβαρίστρες, κλωστές κι άλλα ψιλολοΐδια, πλάι-πλάι με μελλοντικούς κροίσους της συμπρωτεύουσας. Δουλεύοντας σαν το γομάρι, θα κάνει λεφτά, κι ως το τριάντα θα ’χει πια δικό του μεγαλομπακάλικο – σχεδόν σαν σούπερ μάρκετ της εποχής εκείνης – επί της οδού Βαλαωρίτου. Έχει να ζήσει γενιές το μαγαζί αυτό… (Το κτήριο, σε αντίθεση με τους ανθρώπους του, σώζεται ακόμα).
Το 1931 ο πατέρας μου ο Μηνάς θα γνωρίσει τη μάνα μου την Ειρήνη, μικρότερή του κατά δέκα χρόνια, θα την ερωτευτεί τρελά, και θα την παντρευτεί. Και η κυρα-Ρήνη; Χρόνια μετά – μιλώντας στη μικρή της κόρη τη ζαβή, που ’χει για έμπιστη γιατί ό,τι και να μαρτυρήσει, ποιος θα το πιστέψει το Κατερινιώ το σαλεμένο; – όταν θα τη ρωτήσω αν τον είχε ερωτευτεί κι εκείνη τον μπαμπά, θα μου πει, σφιγμένη:
«Με τα χρόνια έμαθα να τον αγαπάω.» Σαν να ήταν ξένη γλώσσα ο Μηνάς, που τι να κάνεις, λίγο-λίγο την μιλάς κι ας σε ζορίζει.
Γιατρέ, αναγνώστη, μην ψάχνεις παραπέρα. Ιδού η ρίζα του κακού.
*Το τελευταίο βιβλίο του Αύγουστου Κορτώ "Τα ορφανά", κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποταμός.