Ένας Έπαρχος πόλης που έχει βουτήξει τα χέρια του στην παρανομία και δεν τον ελέγχει κανείς. Ένας διευθυντής ταχυδρομείου που συστηματικά υποκλέπτει την αλληλογραφία. Ένας επόπτης ευαγών ιδρυμάτων που αδιαφορεί εντελώς για τους ασθενείς του και βάζει στη τσέπη τους εράνους που κάνει για ρουχισμό. Ένας ανώτατος δικαστικός άρχοντας, που δεν επιβλέπει τους δικαστές και τους αφήνει να συμπεριφέρονται κατά το δοκούν στα δικαστήρια, κι ένας διευθυντής σχολείου που έχει μαζέψει στις τάξεις όλους τους αλλοπαρμένους καθηγητές. Όλες οι παραπάνω φιγούρες θα μπορούσαν να είναι σύγχρονες προσωπικότητες, βγαλμένες απευθείας από τα σπλάχνα της σημερινής ελληνικής κοινωνίας. Κι όμως, είναι χαρακτήρες από το θεατρικό έργο του Νικολάι Γκόγκολ «Ο Επιθεωρητής», το οποίο γράφτηκε το 1836. Ποιος είπε ότι η διαφθορά δεν είναι πέρα από κάθε τόπο και χρόνο;
Ξαφνικά, ο έκλυτος βίος των διεφθαρμένων αρχόντων της πόλης ταράζεται από μια διαρροή ότι θα τους επισκεφτεί ένας επιθεωρητής από την Αγία Πετρούπολη για να ελέγξει τις «μικρές» τους αδυναμίες. Κατόπιν μιας παρεξήγησης, το ρόλο του επιθεωρητή παίρνει ένας απλός δημόσιος υπάλληλος, ο οποίος με την αστική του εμφάνιση κατορθώνει να ξεγελάσει τους τρομαγμένους αξιωματούχους. Με την πονηριά του πετυχαίνει να φιλοξενηθεί στο σπίτι του Έπαρχου, να τον τραπεζώσουν σαν τιμώμενο πρόσωπο και, το κυριότερο, να τους δανειστεί χρήματα (δανεικά κι αγύριστα), με το πρόσχημα ότι τα δικά του έχουν τελειώσει λόγω των αυξημένων απαιτήσεων του ταξιδιού. Μάλιστα, ο πανούργος τυχοδιώκτης προτείνει στην κόρη του Έπαρχου να την παντρευτεί. Λίγο αφότου έχει μαζέψει τα πράγματά του για να φύγει, δίνοντας φυσικά την υπόσχεση ότι θα επιστρέψει για το γάμο, ο Έπαρχος μαζί με την ψωνισμένη γυναίκα του καλούν τους υπόλοιπους άρχοντες για να τους ανακοινώσουν ότι πρόκειται να προβιβαστεί σε Υπουργός – δίχως, βέβαια, να έχουν κάποια κρατική ενημέρωση, απλώς ο επικείμενος γάμος της κόρης τους φαντάζονται ότι θα τους απογειώσει κοινωνικά και οικονομικά.
Ωστόσο, ένα γράμμα που άνοιξε στα κρυφά ο διευθυντής του ταχυδρομείου, τους χαλάει τη γιορτή. Σύμφωνα με την κρατική αναφορά, ο Επιθεωρητής αναμένεται να φτάσει στην πόλη τους από στιγμή σε στιγμή, την ώρα δηλαδή όπου εκείνοι πανηγυρίζουν επειδή ξεφορτώθηκαν τον κρατικό υπάλληλο δίχως να ελεγχθούν! Η ανατροπή ξεμπροστιάζει τους φαύλους απατεώνες, οι οποίοι από το φόβο τους να μη χάσουν τις ανέσεις τους, ήταν πρόθυμοι να πιστέψουν και να κάνουν τα πάντα για να γλιτώσουν. Μιας κι όλη τους τη ζωή υποκρίνονται, εξαπατήθηκαν με ευκολία από έναν πλανόδιο χαρτοπαίκτη, μισοδιανοούμενο, ο οποίος τους θάμπωσε με τις ανύπαρκτες γνώσεις του για λογοτεχνία – αλήθεια είναι, στους τυφλούς κυριαρχεί ο μονόφθαλμος.
Σε γενικές γραμμές, η σκηνοθεσία του Σπύρου Ευαγγελάτου ακολουθεί τις συνηθισμένες της νόρμες: δίχως ιδιαίτερες παρεμβάσεις και με μια στερεοτυπική προσέγγιση του έργου, αφήνει την ιστορία απλώς να εξελιχθεί. Κατά βάση, πρόκειται για μια πολύ «καθαρή» παράσταση, χωρίς σκηνοθετικές υπερβολές για καινοτομία και πρωτοπορία, στην οποία ξεχωρίζει ο καλοκουρδισμένος θίασος. Όλοι οι ηθοποιοί πάνω στη σκηνή ήταν αρμονικά συντονισμένοι να συμπληρώνουν ο ένας τις κινήσεις ή τα λόγια του άλλου. Ίσως, στο σύνολό της η παράσταση θα μπορούσε να είναι λίγο πιο σφιχτή, καθώς σε ορισμένα σημεία ξεχείλωνε και γινόταν κουραστική. Πάντως, ο λιγοστός κόσμος (περίπου 300 άτομα), που μαζεύτηκε στο ανοιχτό θέατρο Νέων Μουδανιών, γέλασε με την ψυχή του. Άλλωστε, αυτό επιδιώκει και «Ο Επιθεωρητής». Μέσω της ανατροπής και του ειρωνικού χιούμορ να διασκεδάσει τους θεατές και να τους προβληματίσει. Στο τέλος, ο Γιώργος Αρμένης, υποδυόμενος τον Έπαρχο, απευθύνθηκε στο κοινό, το οποίο γελούσε με τη συμφορά του, λέγοντας: «Για ποιον γελάτε; Ε; Για σας τους ίδιους γελάτε!».
Πέρα από την ερμηνεία του Γιώργου Αρμένη, του οποίου η φυσικότητα θα έπρεπε να διδάσκεται στις δραματικές σχολές -κάθε φορά που παίζει παραδίδει δωρεάν μαθήματα ηθοποιίας- θα ήθελα να σταθώ στη σχεδόν αψεγάδιαστη και μεστή ερμηνεία του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη στο ρόλο του ψεύτικου δημόσιου υπαλλήλου. Το πειστικός και το επαρκής είναι φτωχοί χαρακτηρισμοί για την απόδοσή του. Πιο ώριμος από ποτέ, ενσάρκωσε με μαεστρία τον μικροαστό τυχοδιώκτη. Κοιτώντας τον στη σκηνή, δεν καταλάβαινες ότι υποδύεται κάποιον άλλον, λες και το παίξιμό του ήταν φτιαγμένο με τις ακριβείς δοσολογίες. Το χιούμορ του καυστικό όσο πρέπει, για να μην καταντάει ευτελές, η ειρωνεία του μετρημένη τόσο ώστε να μη φαίνεται ως κακία, η κομπορρημοσύνη του ιδανική και ο τρόπος που κινούταν επί σκηνής έμοιαζε με καλοστημένη χορογραφία.
Την επόμενη φορά που θα τον δείτε, παρατηρήστε τα πόδια του. Συμπεριφέρεται ακριβώς σαν αμυντικός του μπάσκετ, ο οποίος πριν χαράξει πορεία στο έδαφος στρίβει τις σόλες του προς τη μεριά που θέλει να πάει. Με τον τρόπο αυτό καταφέρνει αφενός να μοιράζει «πάσες» στον υπόλοιπο θίασο, ζωντανεύοντας τους διαλόγους, αφετέρου σε κάνει να νιώθεις ότι σου μιλάει με το σώμα του. Αυτή η λεπτομέρεια, όχι μόνο φανερώνει πόσο πολύ έχει δουλέψει την κάθε του κίνηση, αλλά κυρίως δείχνει έναν άνθρωπο που διαρκώς θέλει να εξελίσσεται, με αποτέλεσμα ο κάθε του ρόλος να μοιάζει με πρόβα για τον επόμενο. Το κυριότερο; Παίζει με την ψυχή του, έστω και για λίγους θεατές. Συγχαρητήρια, κύριε Μαρκουλάκη, μας γοητεύσατε κι αυτό το καλοκαίρι.