Είχα έναν θείο, καλό και μοναχικό άνθρωπο, παλιό Χανιώτη, που έλεγε ότι μετά τον πόλεμο έμεινε χωρίς φίλους. Όχι γιατί σκοτώθηκαν αλλά γιατί βγήκαν από την λαίλαπα με λεφτά και εκείνος έπαψε να τους συναναστρέφεται. Η ιστορία του δεν ταίριαζε με τις ηρωικές διηγήσεις που ακούγαμε, παιδιά στα Χανιά, για την μαζική αντίσταση του Χανιώτικου λαού στον κατακτητή. Μεγαλώνοντας άρχισαν να καταλαβαίνω ότι αυτή ήταν η μισή αλήθεια. Τα όχι λίγα βιβλία που έχουν γραφτεί για αυτήν την περίοδο βοήθησαν, αλλά άλλο λίγο άλλο περισσότερο ήσαν διαποτισμένα με τον μανιχαϊσμό της ιδεολογικής σκοπιάς του συγγραφέα. Ειλικρινά έχω την εντύπωση ότι μόνο τώρα, μέσα από το βιβλίο της Μάρως Δούκα «Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ» απέκτησα την πραγματική εικόνα της πιο ιδιότυπης μορφής γερμανικής κατοχής που υπήρξε στην Ευρώπη.
Με άγριους κατακτητές αλλά και κάποιους φιλικούς, με διχασμένους ΄Αγγλους, με ασυζητητί δωσίλογους αλλά και συνομιλητές των Γερμανών τοπικούς αξιωματούχους που προσπαθούσαν να αποτρέψουν εκτελέσεις, με ασυνθηκολόγητους αλλά και σκεπτικιστές Ελασίτες και με μέλη της αντιστασιακής Εθνικής ΄Οργάνωσης Κρήτης που πατούσαν σε δυό βάρκες. Και στη μέση ένα μεγάλο κομμάτι του λαού σαστισμένο ανάμεσα στην επίσημη προπαγάνδα που ήθελε να αφήσουν τους Γερμανούς ανενόχλητους για να αποφευχεί η εκθεμελίωση χωριών και οι μαζικές εκτελέσεις , την συντονισμένη από τους ΄Αγγλους αντίσταση που ήθελε προγραμματισμένα κτυπήματα και τις προκηρύξεις του ΕΛΑΣ που καλούσαν σε χωρίς όρους αντιστασιακή δράση. Και όλα αυτά να κορυφώνονται την περίοδο που η υπόλοιπη Ευρώπη αλλά και η υπόλοιπη Κρήτη είχαν απελευθερωθεί, και να μπλέκονται σε ένα πολεμικό και ιδεολογικό κουβάρι όπου κάποιες στιγμές δύσκολα διέκρινες τους συμμάχους από τους εχθρούς και την προτεραιότητα να χτυπηθεί ο κατακτητής ή ο μπολσεβικισμός.
Λίγες είναι οι ιστορικές προσωπικότητες- ονόματα σε δρόμους της πόλης που κερδίζουν τον ανυπόκριτο θαυμασμό της συγγραφέως, λίγες και εκείνες που εξασφαλίζουν την απόλυτη καταδίκη της. Πιο αμιγή χαρακτηριστικά έχουν οι μυθιστορηματικοί της χαρακτήρες σαν φόρος τιμής στους άγνωστους Χανιώτες ήρωες. Συνήθως κρατιέται σε μία απόσταση για να αποδώσει το δίκιο με τον δύσκολο τρόπο, το δίκιο που, όπως λέει, όσο πιο ζόρικο είναι τόσο πιο πολύ συγγενεύει με το άδικο.
Με μεθοδικότητα ψυχαναλυτή και με τη μαστοριά του σημαντικού λογοτέχνη η Μάρω Δούκα ανατέμνει τη ψυχή της πόλης για να ανασύρει τα κρυμμένα της τραύματα.. Το είχε ξεκινήσει στο προηγούμενο βιβλίο της, το «Αθώοι και Φταίχτες», όπου ανακαλούσε την περίοδο της αποχώρησης των Τουρκοκρητικών , το συνεχίζει τώρα με τα κατοχικά Χανιά και υπόσχεται να ολοκληρώσει με επόμενο βιβλίο την τριλογία της μυθιστορηματικής διήγησης της ιστορίας του νομού στον 20 αιώνα, μέσα από την τοιχογραφία μιάς αστικής Χανιώτικης οικογένειας.