Protagon A περίοδος

Τέσσερις εικόνες του καλοκαιριού

Σε μια παραλία στις Κυκλάδες, ένα αγοράκι εξομολογείται στη μητέρα του, ότι του αρέσουν τα μπούτια του συμμαθητή του. Ένας Γάλλος κοιτάζει τους γυμνούς αφαλούς των κοριτσιών. Μια μάνα, η Νίκη, διηγείται τη ζωή της. Κι ένας ηλικιωμένος άντρας, μιλά για τα ταξίδια του.

Βελίκα Καραβάλτσιου

Σε μια παραλία στις Κυκλάδες, ένα αγοράκι εξομολογείται στη μητέρα του, ότι του αρέσουν τα μπούτια του συμμαθητή του. Ένας Γάλλος κοιτάζει τους γυμνούς αφαλούς των κοριτσιών, και αναρωτιέται πώς από τους μηρούς, τα οπίσθια και το στήθος περάσαμε σε αυτήν τη στρογγυλή τρυπούλα. Μια μάνα, η Νίκη, διηγείται τη ζωή της – βρέφος 70 ημερών τη συνέλαβαν και την έστειλαν εξορία! Κι ένας ηλικιωμένος άντρας, μιλά για τα ταξίδια του, τα ταξίδια της περιπέτειας, της αλήθειας, της γνώσης, της φυγής, της αυτοεξορίας…
Τυπωμένες εικόνες, του καλοκαιριού που φεύγει.

Μίλαν Κούντερα
Η γιορτή της ασημαντότητας
Φιλοσοφίες περί αφαλού

Ήταν Ιούνιος, ο πρωινός ήλιος έβγαινε μέσα απ’ τα σύννεφα και ο Αλαίν περπατούσε αργά σ’ έναν πράσινο δρόμο. Παρατηρούσε τα νεαρά κορίτσια, που έδειχναν όλα τον γυμνό αφαλό τους ανάμεσα στο χαμηλοκάβαλο παντελόνι και το πολύ κοντό μπλουζάκι. Είχε μαγνητιστεί, και μαζί είχε μπερδευτεί: θαρρείς και η δύναμη της γοητείας τους δεν είναι πια συγκεντρωμένη στους μηρούς τους, ούτε στα οπίσθιά τους, ούτε στο στήθος τους, αλλά σ’ αυτήν τη στρογγυλή τρυπούλα στη μέση του σώματος.

Αυτό τον παρακίνησε να σκεφτεί: Αν ένας άντρας (ή μια εποχή) θεωρεί κέντρο της γυναικείας γοητείας τους μηρούς, πώς να περιγράψει κανείς και να ορίσει την ιδιαιτερότητα αυτού του ερωτικού προσανατολισμού; Σκέφτηκε μια πρόχειρη απάντηση: το μήκος των μηρών είναι η μεταφορική εικόνα του μεγάλου και μαγευτικού δρόμου (γι’ αυτό πρέπει να είναι μακριοί οι μηροί) που οδηγεί στην ερωτική πραγμάτωση, όντως, σκέφτεται ο Αλαίν, το μήκος των μηρών, ακόμα και στα μισά της ερωτικής πράξης, χαρίζει στην γυναίκα τη ρομαντική μαγεία του απροσπέλαστου.

Αν ένας άντρας (ή μια εποχή) θεωρεί κέντρο της γυναικείας γοητείας τα οπίσθια, πώς να περιγράψει κανείς και να ορίσει την ιδιαιτερότητα αυτού του ερωτικού προσανατολισμού; Σκέφτηκε μια πρόχειρη απάντηση: βιαιότητα, ευθυμία, ο συντομότερος δρόμος για έναν στόχο ιδιαίτερα ερεθιστικό, καθώς είναι διττός.

Αν ένας άντρας (ή μια εποχή) θεωρεί κέντρο της γυναικείας γοητείας το στήθος, πώς να περιγράψει κανείς και να ορίσει την ιδιαιτερότητα αυτού του ερωτικού προσανατολισμού; Σκέφτηκε μια πρόχειρη απάντηση: αγιοποίηση της γυναίκας, η Παρθένος Μαρία, που θηλάζει τον Ιησού, το αρσενικό φύλο γονυπετές μπροστά στην υψηλή αποστολή του θηλυκού φύλου.

Αλλά πώς να ορίσει κανείς τον ερωτισμό ενός άντρα (ή μιας εποχής) που θεωρεί ότι η γυναικεία γοητεία είναι συγκεντρωμένη στη μέση του σώματος, στον αφαλό;

Νίκος Θέμελης
Η αναχώρηση
Σκέψεις στο σημειωματάριο

Έφηβος ταξίδευα συνεπαρμένος από την επιθυμία της περιπέτειας, την έλξη που ασκεί το άγνωστο, όταν δεν το φοβάσαι. Από τη γοητεία της ψευδαίσθησης ότι μπορείς να είσαι μέσα στο όνειρο κάποιος άλλος, διευρύνοντας αψήφιστα τα όρια της ελευθερίας και αλόγιστα του πάθους.

Όταν μεγάλωσα έφυγα για άλλα μέρη αναζητώντας την αλήθεια και τη γνώση. Όσα δεν μου δινε ο τόπος μου, οι άνθρωποί του και οι κλειστοί τους δρόμοι. Ματώνοντας και μαθαίνοντας επίπονα να παίρνω αποστάσεις από παρορμήσεις και στιγμιαίους ή εφήμερους συναισθηματισμούς που σε ξοδεύουν και σε απαξιώνουν.

Ώριμος, τέλος, αναχωρούσα συνήθως από την ανάγκη μιας ακαθόριστης φυγής. Μετρούσε πιο πολύ η απόδραση από το συγκεκριμένο, από τη ρουτίνα ή τη φθορά, παρά οι αναζητήσεις μου στους ανοιχτούς ορίζοντες.

Ταξίδευα μόνος ή με συντροφιά, με έρωτες και με φιλίες. Αν χρειαζόταν τρέχοντας από πίσω τους κι άλλοτε απομακρυνόμενος διακριτικά, καμιά φορά με βία.

Τώρα, ξένος πια στον τόπο μου τον ίδιο, απόρριμμα της κουλτούρας του που κυβερνάει, και πάλι ταξιδεύω, χωρίς κάτι από όλα αυτά που με έσπρωχναν παλιά να είναι φανερό ή τόσο δυνατό για να με καθορίζει. Ταξιδεύω σαν να ΄ναι αυτό ένας τρόπος αυτοεξορίας που χτίσθηκε, όπως θα έλεγε ο ποιητής, κατά μικρόν και ανεπαισθήτως.

Αύγουστος Κορτώ
Το βιβλίο της Κατερίνας
«Μ’ αρέσουνε τα μπούτια του…»

«Μ’ αρέσουνε τα μπούτια του…» και λέει το όνομα ενός συμμαθητή του.
Μέχρι και πριν μια στιγμή, νόμιζα πως ήμουν προετοιμασμένη για μια τέτοια αποκάλυψη. Έχω διαβάσει ένα σωρό σχετικά βιβλία και άρθρα. Ξέρω για την αμφισεξουαλικότητα των παιδιών, για τη λανθάνουσα φάση, για το αρνητικό οιδιπόδειο που ενδεχομένως του έχω δημιουργήσει εκτοπίζοντας τον πατέρα του ως πρότυπο και περιβάλλοντάς τον με γυναίκες που τον λατρεύουν τυφλά, όπως η Ζωή, και άρα καθιστούν την κατάκτηση της γυναίκας περιττή.
Και πιστεύω ή πίστευα μέχρι πριν μια στιγμή – πως θα μπορούσα να χειριστώ το θέμα, εφόσον προέκυπτε, με ψυχραιμία, νηφαλιότητα και αγάπη.
Μα τώρα, καθώς τα δευτερόλεπτα κυλούν κι εγώ δεν βρίσκω τι να πω, η πρώτη μου παρόρμηση δεν είναι να αγκαλιάσω τον γιο μου και να τον διαβεβαιώσω πως όλα είναι εντάξει, πως δεν έκανε τίποτα κακό και πως θα εξακολουθώ να τον αγαπώ το ίδιο και περισσότερο, είτε αυτό που νιώθει τώρα αλλάξει, είτε παραμείνει το ίδιο.
Όχι, αυτό που θέλω πιο πολύ είναι να κατεβάσω μια καρτέλα Stedon και μια εξάδα μπύρες και να κοιμάμαι τρεις μέρες και να μην υπάρχω και να μη σκέφτομαι τα εγκληματικά μου λάθη, που έκαναν τον γιο μου ομοφυλόφιλο (λέξη οικτρή που ούτε νοερά αντέχω να την αρθρώσω).
Πάνε τα όνειρα, το υπέρλαμπρο μέλλον, πάνε τα πρωθυπουργιλίκια και τα Νόμπελ και τα εγγόνια. Στα σαράντα ο γιος μου δεν θα βρίσκεται στις εγκυκλοπαίδειες, αλλά στα γιαπιά. Η μοναξιά, η εξαθλίωση και η χλεύη θα τον καταπιούν. Μπορεί ακόμα και να καταλήξει σφαγμένος, σαν τον Παζολίνι.
Αλλά, όσο περιμένει και απάντηση δεν παίρνει, ο Πέτρος έχει κολλήσει το πιγούνι στο στέρνο και τα μάτια του έχουν βουρκώσει. Πρέπει κάτι να πω, τώρα, πρέπει να καταπιώ τον πανικό και να χαμογελάσω.
Έτσι, τον αγκαλιάζω και του λέω ότι δεν πειράζει, αυτά συμβαίνουν, και μπορεί να αλλάξει με τα χρόνια, αλλά, κι αν δεν αλλάξει, δεν χάλασε ο κόσμος, δεν έκανε τίποτα κακό, είναι πάντα το αγόρι μου, ο θησαυρός μου, και τον λατρεύω κάθε στιγμή και περισσότερο. Μολαταύτα, «Συγγνώμη» ψιθυρίζει μες στον κόρφο του.
Το γεγονός και μόνο ότι ντρεπόταν να μου μιλήσει, το ότι ζητάει συγγνώμη, είναι απόδειξη ότι ο κόσμος μας είναι σκάρτος, σιχαμένος.
Μα είμαι κι εγώ σιχαμένο και σκάρτο κομμάτι του.
Διότι, μόλις συνέρχεται και το χαμόγελο ανθίζει δειλά στα χείλη του, τον πιάνω από τους ώμους, και με ύφος συνωμοτικό, όπως όταν ετοιμάζουμε μισή δόση κέικ για να φάμε οι δυο μας και να μην γκρινιάζει ο μπαμπάς του ότι θα το κάνω τόφαλο το παιδί η γλυκατζού η άρρωστη, του λέω:
«Αλλά μην το πούμε ακόμα στον μπαμπά, έτσι;»
Πάρε κι άλλη άθλια σιωπή. Σαν να μην έφτανε αυτή που με κατέτρωγε.
Έπρεπε να κάνω συνένοχο τον γιο μου.

Χ.Α. Χωμενίδης
Νίκη
Το παιδί της εκδίκησης

Μεγάλωσα πιστεύοντας ότι η αρχή μου, η σύλληψή μου, είχε σταθεί ένα ατύχημα. Ποιος ο λόγος, σκεφτόμουν, δυο άνθρωποι οι οποίοι ζουν μες την αβεβαιότητα – χωρίς σταθερό (ενίοτε χωρίς καθόλου) εισόδημα, χωρίς μόνιμη κατοικία, διωκόμενοι διαρκώς από το καθεστώς – να θέλουν να τεκνοποιήσουν; Κάποιος κακός υπολογισμός της μάνας μου ή κάποιο ελαττωματικό προφυλακτικό θα ευθυνόταν, σκεφτόμουν, για τον ερχομό του στη ζωή…
Έκανα λάθος. Το ατύχημα είχε πράγματι συμβεί. Δεν αφορούσε όμως εμένα.
Λίγο ύστερα από την αναχώρηση του πατέρα μου για τη Μόσχα, η μάνα μου διαπίστωσε ότι ήταν έγκυος. Δεν είχαν επικοινωνία – για την ακρίβεια, εκείνος της έστελνε κάθε μήνα ένα λακωνικό μήνυμα μέσω συντρόφων, μα εκείνη δεν μπορούσε να του απαντήσει. Αποφάσισε μόνη της να κρατήσει το παιδί. Τρεις μήνες αργότερα, την έπιασαν σε ένα συλλαλητήριο. Στην Ασφάλεια δεν αποκάλυψε την εγκυμοσύνη της. Οι μπάτσοι είχαν πληροφορίες πως συνδεόταν με ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του ΚΚΕ. Της φέρθηκαν παραδειγματικά. Δυο κλοτσιές στην κοιλιά στάθηκαν αρκετές για να αποβάλει.
Όταν ο Αντώνης επέστρεψε στην Ελλάδα, του διηγήθηκε συντετριμμένη το συμβάν. Η οργή του υπήρξε τρομερή – πρώτη φορά είδε η Άννα να φουσκώνουν και να πάλλονται οι φλέβες στους κροτάφους του. Της ζήτησε να του πει το όνομα εκείνου που είχε διευθύνει την ανάκριση, «κάποτε θα πληρώσει» της υποσχέθηκε με σφιγμένα δόντια. (Ο συγκεκριμένος αστυνομικός προσχώρησε επί κατοχής στα Τάγματα Ασφαλείας, και στα Δεκεμβριανά βρέθηκε με κομμένο τον λαιμό σε ένα οικόπεδο στο Περιστέρι. Μέχρι που πέθανε, ο πατέρας μου αρνιόταν ότι είχε την παραμικρή ανάμειξη με το περιστατικό…) «Μα καλύτερη εκδίκηση θα 'ναι να αποκτήσουμε παιδί!» συνέχισε. «Ποιος είπε εξάλλου ότι οι αγωνιστές πρέπει να μένουν μαγκούφηδες; Εμείς πιστεύουμε στη νέα ζωή και την επιδιώκουμε με κάθε τρόπο! Και υπό οιεσδήποτε συνθήκες!»
Έπρεπε να περάσουν, φαίνεται, τέσσερα χρόνια και να χειροτερέψουν οι συνθήκες ως το μη παρέκει, για να πάρει η εκδίκηση για το χαμένο παιδί σάρκα και οστά.
Τη δική μου σάρκα και τα δικά μου οστά…