Δείτε τις φωτογραφίες του Μιχάλη Παππά
Επτά χιλιάδες άνθρωποι χαζεύουν τον καλοκαιρινό ήλιο να βασιλεύει πίσω από την Καστέλα αναμένοντας τους Thievery Corporation στην πλατεία Νερού. Αυτό κάναμε κι εμείς, το crew δηλαδή του protagon, λίγο πριν πάρουμε το σήμα πως έφτασαν και μας περιμένουν στα παρασκήνια για τη συνέντευξη και τη φωτογράφηση. Περνάμε βιαστικά ανάμεσα από το κοινό κι όμως δεν γίνεται να μην προσέξουμε τα χαμόγελα, τον ενθουσιασμό, τη λαχτάρα, αυτήν την οικεία πια ενέργεια που απελευθερώνεται στις συναυλίες τους. Επόμενη εικόνα, ένα τσούρμο μουσικών και τραγουδιστών κατεβαίνει από το βανάκι εν μέσω πειραγμάτων και βροντερών γέλιων. Ετοιμάζονται. Οι άνδρες της μπάντας βάζουν τα φανταχτερά κουστούμια και τις πολύχρωμες πουκαμίσες τους, λύνουν ή δένουν τα μακριά ράστα τους όσο οι τραγουδίστριες σκαρώνουν νεραϊδίσια χτενίσματα και μακιγιάζ. Από το κεφάτο λεφούσι κλέβουμε τον Rob Garza, που τόση ώρα παρακολουθεί χαμογελώντας τις προετοιμασίες. Μόνος του αφού το μουσικό του έτερον ήμισυ, ο Eric Hilton, δεν ακολουθεί πια πολύ συχνά στις περιοδείες λόγω των επιχειρηματικών του υποχρεώσεων στην Αμερική.
Πρώτο θέμα το Saudade, ο τελευταίος δίσκος τους. «Δεν θέλαμε σε αυτή τη φάση καθόλου τα σκληρά beat της ηλεκτρονικής μουσικής. Ούτε τα πολλά και διαφορετικά μουσικά στοιχεία των προηγούμενων δίσκων. Θέλαμε να εξερευνήσουμε, να πάμε βαθιά στην αγάπη μας για τη jazz και τη bossa nova. Αναζητήσαμε κάτι διαφορετικό και αυθεντικό». Του λέω πως πρόκειται για τον πιο τρυφερό τους δίσκο. «Πάντα ήμασταν συναισθηματικοί αλλά τώρα πιο έντονα από ποτέ. Είναι ένας συναισθηματικός, γυναικείος δίσκος-δεν υπάρχουν καν αντρικά φωνητικά- που μιλά για τον ρομαντισμό και το πάθος». Το Saudade που το δούλεψαν για να μοιάζει σαν παλιό σάουντρακ, σου φέρνει την ίδια στιγμή μελαγχολία και ανάταση. «Είναι ένας δίσκος για τη νύχτα», λέει, ανοίγοντας τα χέρια και στρέφοντας το βλέμμα προς τα πάνω σαν να θέλει να τσεκάρει στον ουρανό τη νύχτα που μόλις άρχισε.
Από τον ουρανό στη γη και στην επιλογή τους να πάρουν πολιτική θέση εναντίον του τραπεζικού συστήματος και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Τον ρωτάω για το ρίσκο που συνοδεύει την επιλογή αυτή. «Φυσικά υπάρχει ρίσκο όταν παίρνεις πολιτική θέση. Δεν νομίζω ωστόσο πως είχαμε συνειδητοποίησε το ρίσκο, ειδικά αν λάβουμε υπόψιν τις πρόσφατες αποκαλύψεις για τις παρακολουθήσεις της NSA. Όλα παρακολουθούνται, οι συνομιλίες, οι κινήσεις, όλα». Όταν έγραψαν το «The Richest Man in Babylon» κανένας δεν μιλούσε ανοιχτά για την πολιτική και την παγκόσμια οικονομία παρά μόνοι οι ίδιοι. «Τώρα αρκετοί μιλούν, αντιδρούν, υψώνουν τη φωνή τους ανοιχτά για την κρίση. Ο κόσμος έγινε πιο πολιτικοποιημένος. Για αυτό κι εμείς αποφασίσαμε να μην κάνουμε τώρα έναν πολιτικό δίσκο». Τα βέλη του εκτοξεύονται και κατά των αμερικανικών μέσων ενημέρωσης που καταφέρνουν να δημιουργήσουν και να προβάλουν την εικόνα που η Αμερική θέλει να έχει ο υπόλοιπος κόσμος για εκείνη. «Τα media στην Αμερική είναι τόσο δυνατά που σε κάνουν να πιστεύεις ότι ζεις σαν τους Kardashians, την ώρα που οι στρατιώτες που επέστρεψαν από το Ιράκ δεν έχουν ιατρική περίθαλψη. Δεν ζούμε λοιπόν όλοι σαν τους Kardashians. Υπάρχει φτώχεια και σοβαρά προβλήματα». Κι όμως όταν παίζουν σε κάποια μέρη στην Αμερική, οι άνθρωποι δεν έχουν ιδέα για το ΔΝΤ. «Φανταστείτε επομένως πόσο συγκλονιστικό και συγκινητικό είναι για εμάς να τραγουδάμε μπροστά στο ελληνικό κοινό. Έρχεσαι εδώ και βλέπεις ποιες είναι οι επιπτώσεις των πολιτικών που εφαρμόζονται. Πώς οι άνθρωποι τις νιώθουν στην καθημερινή τους ζωή. Τα τελευταία δύσκολα χρόνια για τη χώρα σας όσες φορές έχουμε παίξει εδώ, έχουμε ζήσει καταπληκτικές στιγμές με το ελληνικό κοινό. Έχουμε συνδεθεί μαζί του».
Αναρωτιέμαι ενώπιόν του αν οι καλλιτέχνες προτιμώ να με αφυπνίζουν ή να με παρηγορούν και να με ανακουφίζουν. «Και τα δυο είναι πολύ σημαντικά. Θέλω να πιστεύω πως εμείς είμαστε ο συνδυασμός. Δεν ζούμε πάντα μιλώντας για την πολιτική και κάνοντας κριτική. Πρώτα απ’ όλα ζούμε με τη μουσική».
Έχοντας χαλαρώσει πια, μου λέει πως ξεκλέβει χρόνο για να παρακολουθεί Μουντιάλ αναζητώντας το αουτσάιντερ υπέρ του οποίου θα ταχθεί καθώς βαριέται να κερδίζουν συνέχεια οι ίδιες χώρες. Η κουβέντα πηγαίνει στην Ελλάδα, τις δεκάδες φορές που έχουν έρθει, τις παραλίες της Χαλκιδικής καθώς συμφωνεί απόλυτα με το «σαν τη Χαλκιδική δεν έχει», τις νοστιμιές που δοκιμάζουν κάθε φορά και τους προσωπικούς φίλους που έχουν αποκτήσει εδώ με τα χρόνια. Από την Ελλάδα μόνο η κίνηση στους δρόμους δεν του αρέσει. Από όλα τα υπόλοιπα γοητεύεται. Το ίδιο συμβαίνει με το μπουζούκι και την κρητική λύρα που σκέφτεται πως είναι ώρα να εξερευνήσουν στους επόμενους δίσκους τους.
Ιδέα δεν έχει πάντως πού θα τους βγάλουν τα μελλοντικά τους άλμπουμ κι αν θα μοιάζουν με τα προηγούμενα. «Γενικά ζω για το παρόν. Είμαι ευγνώμων για ό,τι έχω τώρα. Είμαι συγκεντρωμένος στο παρόν, είμαι πατέρας ενός τρίχρονου αγοριού δεν υπάρχει χώρος για νοσταλγία. Ούτε να κυνηγάω το αύριο γίνεται». Ο γιος του ακούει Thievery Corporation χωρίς ο Rob να του λέει πως ο ίδιος έχει γράψει τα τραγούδια. Άλλωστε το παιδί έχει ήδη δείξει την προτίμηση του στους Beatles τραγουδώντας το «Dear Prudence» που είναι και το αγαπημένο του.
Ούτε που κατάλαβα πώς πέρασαν 25 λεπτά. Ίσα που προλαβαίνω μια τελευταία ερώτηση. «Το αγαπημένο τραγούδι του γιου σου είναι για μένα ένα μήνυμα αισιοδοξίας, δεδομένης ειδικά της ιστορίας του. Εσείς με το Saudade τι μήνυμα στέλνετε λοιπόν; Να είμαστε πιο συναισθηματικοί, πιο εκδηλωτικοί και πιο αληθινοί;»
Με ένα πονηρό γέλιο στα μάτια, σκύβει κοντά μου και μου λέει χαμηλόφωνα σαν να πρόκειται για μυστικό. «Ναι, σίγουρα. Μόνο που αυτό το μήνυμα το στέλνω πρώτα στον εαυτό μου».