Τον Δημήτρη Παπαϊωάννου τον γνώρισα από τον Γιάννη Τσαρούχη τη δεκαετία του '70. Όταν έφτιαξα το «Αεροδρόμιο», αρχές του '80, του ζήτησα να μου ζωγραφίσει έναν έναστρο ουρανό. Αυτή ήταν η πρώτη μας συνεργασία. Συνεργαστήκαμε ξανά το '84 στο «Εργοστάσιο», το '92 στο «Άτομο», και αργότερα στον «Βυθό» όπου και δημιούργησε μοναδικά έργα τέχνης απόλυτα λειτουργικά για τους συγκεκριμένους χώρους διασκέδασης.
Ήμουν πιστός θεατής και ένθερμος υποστηρικτής των παραστάσεων του Δημήτρη στην «Κατάληψη». Για το περιοδικό «Πρόσωπα» που βγάλαμε με τον Άρη Δαβαράκη, ο Δημήτρης έφτιαξε μοναδικής ομορφιάς, χειροποίητα ζωγραφικά έγχρωμα και μαυρόασπρα κόμικς. Πολλές φορές του έλεγα: «Τι θέλεις με τον χορό; Τι βασανίζεσαι; Η τέχνη σου είναι η ζωγραφική». Τελικά είχα δίκιο αλλά και συγχρόνως άδικο. Ο Δημήτρης κατάφερε και ένωσε τον ταλαντούχο ζωγράφο που έχει ακόμα μέσα του με τον χορευτή, και τον ευρηματικό χορογράφο. Τα αποτελέσματα τα βλέπουμε σε κάθε καινούργια του δημιουργία.
Η τελευταία του παράσταση «STILL LIFE», θα μπορούσε να ήταν ένα ποίημα που ξαφνικά ζωντάνεψε και οι λέξεις που το συνέθεταν απέκτησαν τρισδιάστατη εικόνα, κίνηση και φως. Στο έργο αποτυπώνεται η πάλη του πραγματικού μας Εαυτού με τις συμβιβασμένες εκδοχές της καθημερινότητάς του. Ο αγώνας του ενός και μοναδικού Εαυτού να «αποκολληθεί», να γεννηθεί από τον πέτρινο τοίχο που τον περιορίζει. Να αποκτήσει μια εισπνοή και μια εκπνοή και να ταυτιστεί με αυτήν. Να την αγαπήσει με σκοπό να ανακαλύψει το φως που γνωρίζει ότι κρύβει μέσα του. Τη στιγμή που ο Εαυτός ελευθερώνεται από τον πέτρινο τοίχο που κουβαλά στους ώμους – τη μήτρα – αμέσως αρχίζει να ξεφορτώνεται τις πέτρες που επιμένουν να τον βαραίνουν. Να τον κρατούν στο σκοτάδι. Να τον εμποδίζουν να ανακαλύψει την πορεία που θα τον κάνει ένα με το δυνατό του φως. Μόλις πετά και την τελευταία πέτρα από το καλυμμένο με κοτρόνες πρόσωπό του, ο «ελευθερωμένος» πια άνθρωπος βρίσκει στο έδαφος την άκρη μιας συγκολλητικής ταινίας την οποία και τραβά με δύναμη. Βήμα – βήμα, σκυφτός και με επιμονή ακολουθεί πιστά την πορεία στην οποία τον οδηγεί η ταινία καθώς την ξεκολλά. Η πορεία αλλάζει συνεχώς κατεύθυνση ώσπου τον φέρνει μπροστά στην τελευταία του «κλειστή καταπακτή». Τη στιγμή που καταφέρνει και την ανοίγει, η μισοσβησμένη και τεραστίων διαστάσεων γεμάτη με λευκά κινούμενα αέρια πλαστική φούσκα που προϋπήρχε από την αρχή κρεμασμένη από ψηλά στο κέντρο της σκηνής, και συμβόλιζε το απόμακρο αδρανές εγκλωβισμένο του πνεύμα, φωτίζεται από το δυνατό φως που ήταν θαμμένο κάτω από τις πέτρες, κλεισμένο σε καταπακτή. Το δικό του φως…
Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου – όπως αντιλήφθηκα ως θεατής – προτείνει να ξεφορτωθούμε τις «πέτρες» που μας εμποδίζουν, να βρούμε τον θαμμένο μας Εαυτό για να μπορέσουμε έτσι να χαράξουμε μια νέα φωτεινή πορεία. Διαδικασία που αφορά τον καθένα από μας χωριστά αλλά και ολόκληρη την κοινωνία συνολικά. Θέμα επίκαιρο, διαχρονικό, που αγγίζει ακόμη και τα πολιτικά δρώμενα που χρειάζονται απεγνωσμένα καινούργιες φωτεινές λύσεις.
«Still Life»: Αξίζει πραγματικά να το δείτε.