Η τελευταία εντυπωσιακή εξέλιξη στον κόσμο της τέχνης, είναι η ανακοίνωση του οίκου δημοπρασιών Christie’s ότι πρόκειται να πουλήσει την εντυπωσιακή συλλογή του συνιδρυτή της Microsoft Πολ Γκάρντερ Αλεν, ο οποίος πέθανε το 2018 σε ηλικία 65 ετών. Η εκτιμώμενη αξία της συλλογής η οποία περιλαμβάνει ένα πλήθος αριστουργημάτων που εκτείνονται σε 500 χρόνια -από έργα του Ρενουάρ μέχρι του Ρόι Λίχτενσταϊν- ξεπερνάει το ένα δισ. δολάρια.
Η πώληση περισσότερων από 150 έργων τέχνης θα πραγματοποιηθεί τον Νοέμβριο, ωστόσο η ακριβής ημερομηνία δεν έχει προσδιοριστεί μέχρι στιγμής, και θα είναι η μεγαλύτερη στην ιστορία δημοπρασιών, όπως γράφει στους New York Times η Ρόμπιν Πογκρεμπίν. Ο οίκος Christie’s ανακοίνωσε ακόμη ότι όλα τα έσοδα θα δοθούν σε φιλανθρωπικούς σκοπούς, σύμφωνα με την επιθυμία του Πολ Αλεν.
«Είναι ένα σημαντικό γεγονός για την αγορά της τέχνης και για τον κόσμο της τέχνης», δήλωσε ο Γκιγιόμ Τσερούτι, διευθύνων σύμβουλος του Christie’s, σε τηλεφωνική συνέντευξή του με την Ρόμπιν Πογκρεμπίν, «Αυτό το εξαιρετικό project που αγκαλιάζει πέντε αιώνες σπουδαίας τέχνης -από τον Μποτιτσέλι μέχρι τον Ντέιβιντ Χόκνεϊ, συν φυσικά την πολύ εμπνευσμένη φιγούρα του Πολ Αλεν, συν το γεγονός ότι η πώληση είναι αφιερωμένη στη φιλανθρωπία- μας κάνει να νιώθουμε πραγματικά μεγάλη συγκίνηση. Είναι κάτι πολύ ιδιαίτερο», δήλωσε στους New York Times.
Παρά τις συνεχιζόμενες οικονομικές επιπτώσεις από την πανδημία, έναν πόλεμο στο εξωτερικό και τον αυξανόμενο πληθωρισμό, γεγονός είναι ότι η αγορά τέχνης συνεχίζει να διογκώνεται, αποδεικνύοντας ότι -όπως συμβαίνει πάντα- η παγκόσμια αναταραχή -σε μεγάλο βαθμό- δεν αγγίζει τους πλουσιότερους συλλέκτες. Να σημειωθεί ότι το 2021 η αγορά τέχνης απέφερε 65,1 δισ. δολάρια, σύμφωνα με την ετήσια έρευνα της Art Basel και της UBS που δημοσιεύτηκε στο Artnews.
Τον Μάιο, η μεταξοτυπία «Shot Sage Blue Marilyn» (1964) του Αντι Γουόρχολ με το πρόσωπο της Μέριλιν Μονρόε, πουλήθηκε σε δημοπρασία του οίκου Christie’s στη Νέα Υόρκη σε έναν άγνωστο αγοραστή για περίπου 195 εκατ. δολάρια, μια τιμή που θεωρείται η υψηλότερη η οποία έχει επιτευχθεί ποτέ για αμερικανικό έργο τέχνης σε δημοπρασία.
Νωρίτερα φέτος, εξάλλου, μια από τις μεγαλύτερες συλλογές έργων μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης που ανήκε στον μεγιστάνα του real estate, Χάρι Μακλόου, και την πρώην σύζυγό του, Λίντα Μακλόου, βοήθησε τον Sotheby’s να πετύχει το ρεκόρ των 922 εκατ. δολαρίων σε πώληση ιδιωτικής συλλογής έργων τέχνης σε δημοπρασία.
Το 2018, η πώληση των θησαυρών του Ντέιβιντ και της Πέγκυ Ροκφέλερ έφτασε τα 833 εκατ. δολάρια και ήταν η πιο πολύτιμη ιδιωτική συλλογή, που πωλήθηκε σε δημοπρασία, ξεπερνώντας το σύνολο των 443 εκατ. δολαρίων (αναθεωρήθηκε το 2013) για τη συλλογή του Yves Saint Laurent το 2009.
Ανάμεσα στα σημαντικότερα έργα της συλλογής Πολ Αλεν που θα διατεθούν προς πώληση είναι το κολάζ από ακρυλικό και χαρτί του Τζάσπερ Τζονς «Small False Start» (1960), που εκτιμάται ότι θα αποφέρει περισσότερα από 50 εκατ. δολάρια, και το «La Montagne Sainte-Victoire» (1888-1890) του Πολ Σεζάν, που υπολογίζεται σε πάνω από 100 εκατ. δολάρια. Υπάρχουν επίσης αρκετοί old masters χωρίς ωστόσο να έχουν γίνει γνωστές περισσότερες πληροφορίες. Στα έργα του Αλεν «κυριαρχούν το τοπίο και η εικονογράφηση», σύμφωνα με τον Αλεξ Ρότερ, πρόεδρο των τμημάτων του Christie’s που ειδικεύονται στις πωλήσεις τέχνης του 20ου και του 21ου αιώνα.
Ο Πολ Αλεν, ο οποίος ίδρυσε τη Microsoft Corp. μαζί με τον Μπιλ Γκέιτς, «κόλλησε» το μικρόβιο της τέχνης σε μια επίσκεψή του στην πινακοθήκη Tate στο Λονδίνο, όπου γοητεύτηκε από τα ρομαντικά θαλασσινά τοπία του Τζόζεφ Μάλορντ Ουίλλιαμ Τέρνερ και τους ποπ πίνακες του Ρόι Λίχτενσταϊν .
Και το ενδιαφέρον του για τις εικαστικές τέχνες συνεχίστηκε με το ίδιο πάθος που είχε για τη μουσική. Το 2000, ο αμερικανός μεγιστάνας και φιλάνθρωπος ίδρυσε το Experience Music Project – τώρα Μουσείο Ποπ Κουλτούρας – όπου παρουσίασε αντικείμενα, όπως κιθάρες που ανήκαν στον Τζίμι Χέντριξ, σε ένα κτίριο του Σιάτλ, που σχεδίασε ο Φρανκ Γκέρι.
Ο Αλεν δάνειζε πίνακες σε μεγάλα μουσεία και γκαλερί, γεμίζοντας εκθέσεις με προσωπικά του έργα τέχνης. Για παράδειγμα, η έκθεση «Seeing Nature», που συνδιοργανώθηκε το 2016 από το Μουσείο Τέχνης του Πόρτλαντ, το Μουσείο Τέχνης του Σιάτλ και την Οικογενειακή Συλλογή Paul G. Allen, περιλάμβανε μεταξύ άλλων έργα των Βίνσεντ Βαν Γκονγκ, Εντουαρντ Χόπερ και Γκούσταβ Κλιμτ. Ανάμεσα στα κυριότερα έργα, εκείνης της έκθεσης ήταν και οι αλληγορικοί πίνακες των πέντε αισθήσεων του 17ου αιώνα του Γιαν Μπρίγκελ του νεότερου.
«Το να ζεις με αυτά τα έργα τέχνης είναι πραγματικά εκπληκτικό», είχε πει ο Αλεν το 2015 στο Bloomberg, «Νιώθω ότι πρέπει να μοιραστείς μερικά από τα έργα για να δώσεις στο κοινό την ευκαιρία να τα δει».
Η έκθεση «Double Take: From Monet to Lichtenstein», που παρουσιάστηκε το 2006 στο δικό του μουσείο Museum of Popular Culture, συνδύασε ιμπρεσιονιστικά έργα με παλιούς δασκάλους και έργα μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης. Το έργο του Βαν Γκογκ «Orchard With Peach Trees in Blossom» (1888) αντιπαρατέθηκε με το «Landscape With Lake and Chimeras» (1940) του Μαξ Ερνστ και ένα αφηρημένο έργο χωρίς τίτλο του Βίλεμ ντε Κούνινγκ, του 1975, συνδυάστηκε με το «Water Lilies» (1919) του Μονέ.
Ο Αλεν, ο οποίος ήταν τακτικός επισκέπτης της Μπιενάλε, αντιμετώπιζε την τέχνη και ως σημαντική επένδυση. Το 2016, ήταν ο ανώνυμος αγοραστής σε δημοπρασία του οίκου Christie’s, ενός πίνακα με θημωνιές του Μονέ του 1891 έναντι 81,4 εκατ. δολαρίων, τότε ρεκόρ δημοπρασίας, σύμφωνα με το Bloomberg.
Την ίδια χρονιά, ο Αλεν πούλησε έναν πίνακα του Γκέρχαρντ Ρίχτερ με ένα αμερικανικό μαχητικό αεροσκάφος για 25,6 εκατ. δολάρια, τιμή υπερδιπλάσια από τα 11,2 εκατ. δολάρια που είχε δώσει μια δεκαετία πριν για να τον αγοράσει, και το 2014, πούλησε έναν πίνακα του Μαρκ Ρόθκο για 56,2 εκατ. δολάρια, τον οποίο είχε αγοράσει 34,2 εκατ. δολάρια το 2007.
Ο αμερικανός πολυεκατομμυριούχος ήθελε επίσης να φέρει τον πολιτισμό στο Σιάτλ, εν μέρει σε μια προσπάθεια να κάνει την τέχνη προσβάσιμη σε περισσότερους ανθρώπους· ξεκίνησε το Seattle Art Fair στο γήπεδο ποδοσφαίρου της πόλης, το «σπίτι» των Seattle Seahawks, ομάδας η οποία επίσης του ανήκε· ακόμη η επενδυτική του εταιρεία, Vulcan, ανέθετε τη δημιουργία δημόσιων έργων τέχνης για τον καλλωπισμό της πόλης και υποστήριζε ντόπιους καλλιτέχνες.