Protagon A περίοδος

Σ’ αγαπάω, αλλά…

Ουσιαστικά, η παράσταση πραγματεύεται τις σύγχρονες σχέσεις των ζευγαριών, αξιοποιώντας προβλήματα και συμπεριφορές που διαχρονικά αναπτύσσονται ανάμεσα στα ζευγάρια...

Γιάννης Παπαδημητρίου

Όλες οι σχέσεις έχουν προβλήματα; Μάλλον. Είναι ένα κοινότυπο αστικό κλισέ πως μετά το γάμο πεθαίνει ο έρωτας; Ίσως. Υπάρχουν άνθρωποι που πετυχαίνουν στη δουλειά τους και ξεχνάνε επίτηδες την αφετηρία τους; Που παριστάνουν τους ψηλομύτες Παριζιάνους, ενώ έχουν γεννηθεί σε λαϊκή συνοικία; Σίγουρα. Κυκλοφορούν αυτή τη στιγμή έξω στους δρόμους τίμιοι αστυνομικοί που τους ζηλεύουν οι γυναίκες τους; Ενδεχομένως. Έχετε προσπαθήσει ποτέ να βοηθήσετε ένα ζευγάρι να αποφύγει το διαζύγιο; Πιθανώς. Έχετε βρεθεί μπροστά σε ατελείωτους τσακωμούς, που ξεκινούν με συνηθισμένες ύβρεις και καταλήγουν σε χυδαία πειράγματα για τις σεξουαλικές επιδόσεις; Σαφώς. Όλα τα παραπάνω, συναρμολογημένα με μια συνεπή εναλλαγή συναισθημάτων θα τα δείτε στην παράσταση «Σ’ αγαπάω, αλλά…» του Γιώργου Βάλαρη και του Στέλιου Παπαδόπουλου, η οποία έχει ανέβει εδώ και δυο βδομάδες στη Θεσσαλονίκη, στο θέατρο «Αριστοτέλειον».

Ουσιαστικά, η παράσταση πραγματεύεται τις σύγχρονες σχέσεις των ζευγαριών, αξιοποιώντας προβλήματα και συμπεριφορές που διαχρονικά αναπτύσσονται ανάμεσα στα ζευγάρια. Οι δύο πράξεις του έργου βασίζονται στην τεχνική της αντίθεσης. Από τη μία, ένας τίμιος μπάτσος παντρεμένος με μια ζηλιάρα νοικοκυρά, οι οποίοι θέλουν να χωρίσουν και επισκέπτονται ένα φιλικό ζευγάρι μεγαλοδικηγόρων, οι οποίοι ήταν παιδικοί τους φίλοι. Από την άλλη, το φαινομενικά τέλειο ζευγάρι των πλούσιων δικηγορών, των οποίων ωστόσο η καθημερινότητα είναι μια επαναλαμβανόμενη συγκάλυψη προβλημάτων. Ο άντρας τζογαδόρος, η γυναίκα τον απατάει με το διακοσμητή τους γιατί νιώθει παραμελημένη. Η επιλογή των ρόλων είναι άκρως επιτυχημένη.

Ο Αλέξανδρος Σταύρου πειστικός ως αστυνομικός, μου έδωσε την εντύπωση ότι κατόρθωσε να δραπετεύσει από την ευκολία των τυποποιημένων τηλεοπτικών του ρόλων και να ενσωματώσει κι άλλα στοιχεία στο παίξιμό του, όπως το χιούμορ. Αυθόρμητο χιούμορ. Ναι, αν και μερικές ατάκες ή ορισμένοι διάλογοι δεν είναι και τόσο επεξεργασμένοι, το κοινό γελάει. Όχι συντονισμένα. Με εξαίρεση ένα, δυο σκηνές, δεν υπάρχουν σημεία που ξεκαρδίζονται όλοι ταυτόχρονα. Γεγονός που αποδεικνύει ότι μια χιουμοριστική διάθεση διαπερνάει όλη την παράσταση. Πολύ καλή στο ρόλο της και η Μαριάννα Τουμασάτου, η οποία υποδύεται τη ζηλιάρα νοικοκυρά από το Μενίδι, που η καθημερινότητά της περιστρέφεται γύρω από τις ανάγκες του άντρα της. Το άλλο ζευγάρι, η Αλεξάνδρα Παλαιολόγου και ο Ιωσήφ Μαρινάκης, που στην εξέλιξη του έργου αποκαλύπτεται ότι κρύβουν περισσότερα και πιο ουσιαστικά προβλήματα από την ψυχοφθόρα ζήλια, δένει ιδανικά με το πρώτο. Μάλιστα, κάποιες φορές πάνω στη σκηνή θαρρείς ότι βλέπεις ένα ζευγάρι, αντί για δύο. Πολυεργαλείο ο Ι. Μαρινάκης, βοηθάει την ακούραστη εξέλιξη της παράστασης, εγκλωβισμένη στην ατσαλάκωτη εικόνα της η Αλεξάνδρα Παλαιολόγου.

Όσοι έχουν παρακολουθήσει στο παρελθόν κι άλλες παραστάσεις ή stand up κόμεντι του Γ. Βάλαρη και του Στ. Παπαδόπουλου, ενδεχομένως θα διαπιστώσουν ότι η θεματολογία τους απαιτεί διεύρυνση, καθώς πέρα από τη ζήλια, το γάμο, τον έρωτα, την απιστία και τις κατινίστικες συνήθειες των δύο φύλων, υπάρχουν κι άλλα στοιχεία ή συμπεριφορές που χαρακτηρίζουν τη ζωή ενός ζευγαριού. Ωστόσο, αυτό που μου κάνει εντύπωση, είναι ο εξαιρετικός τρόπος που οι σεναριογράφοι χειρίζονται τις συναισθηματικές μεταπτώσεις. Λες κι έχουν στο τσεπάκι την ακριβή δοσολογία. Η χαρά εναλλάσσεται με τη λύπη, το χιούμορ λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος και προλειαίνει το έδαφος για τις ανατροπές, τα χορευτικά διαλείμματα είναι αναγκαία, και οι διάλογοι λειτουργούν σαν καλολαδωμένα γρανάζια που προωθούν αόρατα την εξέλιξη του έργου. Ευχάριστο να βλέπεις τίμιες προσπάθειες στο σανίδι, απαλλαγμένες από φιοριτούρες και συμπλέγματα ανώτερης τέχνης, ακόμη πιο ευχάριστο να ακούς τον κόσμο να γελάει. Και εις ανώτερα λοιπόν.