Protagon A περίοδος

Ρεμπέτικα: επίκαιρος ξανά ο λόγος της απώλειας

Το μαγαζί γεμάτο, ήσυχο, κάποιοι σηκώνονται και χορεύουν από δω και από κει. Κάθομαι με τον Πέτρο Μάρκαρη, τραγουδάμε και μιλάμε στα κενά. Για τη φτώχεια...

Αθανάσιος Αλεξανδρίδης

Στο μπαρ «Ποιήματα και Εγκλήματα» των εκδόσεων Γαβριηλίδης, βραδιά ρεμπέτικη (2.10.12). Παίζει ένας αριστερόχειρας δικηγόρος με ένα «δεξί» που κόβει σαν μαχαίρι και τραγουδάει η Εύα με φωνή παλιά, εντελώς κόντρα στη σύγχρονη εμφάνισή της. Το μαγαζί γεμάτο, ήσυχο, κάποιοι σηκώνονται και χορεύουν από δω και από κει. Κάθομαι με τον Πέτρο Μάρκαρη, τραγουδάμε και μιλάμε στα κενά. Για τη φτώχεια. Για την προσφυγιά Αυτός πρόλαβε και τις έζησε, εγώ πρόλαβα και τις είδα. Ευτυχώς! Τα εντυπώματά τους ισχυρά, μας κράτησαν καθαρά τα μάτια όταν βρεθήκαμε στην δήθεν πλούσια Ευρώπη. Ο πολιτισμός της «φτώχειας», λέει ο Μάρκαρης, ο λόγος της «απώλειας» λέω εγώ και μας έρχεται η ιδέα να γράψουμε δύο δίδυμα κείμενα για το protagon. 

Σκέφτομαι τη λιτότητα των εκφραστικών μέσων στο ρεμπέτικο. Έτσι γίνεται: όταν το ίζημα του πόνου των απωλειών είναι βαρύ, μόνο ο απλός ρυθμός, οι μετρημένες λέξεις και οι σχεδόν σαν να μιλούν φωνές μπορούν να μεταφέρουν το βίωμα της προσφυγιάς. Λέω μέσα μου με πίκρα «σαν τους σημερινούς Έλληνες, πρόσφυγες στην πατρίδα τους».

Μιλάμε για την αισιόδοξη σκωπτική ματιά σ’ ένα φόντο τελικής (ή εναρκτήριας;) απογοήτευσης. Για τον λόγο που είναι αμφίσημος, γέλιο πικρό και κλάμα γλυκό, για την δήθεν απολίτικη ματιά ενός υποψιασμένου περιθωρίου, που ήταν για όλους περιθώριο, για την ελευθερία των αυτοσχεδιασμών και έτσι «μοιραία» περνάμε στο ανάλογο της δυτικής μουσικής, στη τζαζ. Τότε μια γυναίκα αναφέρεται με συγκίνηση στον πρόωρα αδικοχαμένο τζαζίστα βαφτισιμιό μου, ανοιχτή πληγή που κρύβω κάτω από το πουκάμισό μου. Πόνοι τού τότε και τού τώρα συνηχούν.

Και τότε, ακούω καθαρότερα αυτό που πάντα υποψιαζόμουν. Ο λόγος αυτός είναι σπουδαίος γιατί είναι λόγος κυριολεκτικός. Φειδωλός στις μεταφορές, αλλά όταν έρχονται ουσιαστικές και απρόοπτες, ατρόμητος, τολμά και μιλά για τα «πράγματα» κάνοντάς μας να τα πονάμε, να μας πονάνε. Κι έτσι, για λίγο, έστω για λίγο, η απώλεια αίρεται.

Παράδειγμα έξοχων κυριολεξιών που κάνουν τη μια μεταφορά μοναδική.
Μαύρα μάτια,
Μαύρα φρύδια,
Κατσαρά μαύρα μαλλιά,
Άσπρο πρόσωπο σαν κρίνος
Και στο μάγουλο ελιά.

Αποκορύφωμα της κυριολεξίας οι περίφημοι στίχοι με τα τοπωνύμια
Στο Πατέλι, στο Νυχώρι, φίνα στην Αληθινή
Και στο Πισκοπιό ρομάντζα
Γλυκειά μου Φραγκοσυριανή
  
Ας γράψω εδώ και τον ελεύθερο συνειρμό μου. Έπρεπε ίσως να φθάσουμε στα 1955 και με την Κραυγή (Ηοwl) τού Allen Ginsberg, άλλο θρήνο για τα καλύτερα μυαλά της γενιάς του που καταστράφηκαν, να ακούσουμε, από αυτόν τον γενάρχη του αμερικάνικου περιθωρίου, την αντίστοιχη χρήση της κυριολεξίας και των τοπωνυμίων!
Γιατί τα γράφω όλα αυτά σε μια περίοδο κρίσης; Γιατί δεν προβάλω το κοινωνικό περιεχόμενο των τραγουδιών, τον ρόλο τους στην κοινωνία κλπ. Γιατί άλλοι τα έχουν γράψει αυτά πληρέστατα. Γιατί ο στόχος μου στην εποχή της κρίσης είναι η αναζήτηση μορφών καθαρού λόγου. Τέτοιος είναι ο λόγος των ρεμπέτικων, λόγος αφτιασίδωτος, λόγος που κυριολεκτεί.

Για όσους δεν αρκεί η ιδέα ότι το ύφος τού λόγου είναι και περιεχόμενο, δηλαδή «κάνει νόημα», και επιθυμούν κάτι πιο πολιτικό, ας ακούσουν το πιο επίκαιρο από ποτέ τραγούδι του Βαμβακάρη «Οι πρωθυπουργοί» (άνοιξη του 1936).

Για όσους νιώθουν πρόσφυγες, όπως εγώ, μέσα στην ίδια τους την πατρίδα, Χαιρετισμός! Με τον στίχο του τελευταίου ρεμπέτη! Αντε, και καλή τύχη μάγκες!