Με τον ίδιο νόμο (2557/1997) ιδρύθηκαν τα δυο Μουσεία Σύγχρονης Τέχνης στην Ελλάδα που είχε υποσχεθεί ο τότε Υπουργός Ευάγγελος Βενιζέλος: το Εθνικό στην Αθήνα και το Κρατικό στη Θεσσαλονίκη. Κι αν το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης προσπαθεί, ακόμη, να ανοίξει για το κοινό στο ΦΙΞ, το Κρατικό έχει ήδη συμπληρώσει 16 χρόνια επιτυχημένης πορείας και τώρα οδεύει προς συνένωση με το άλλο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της πόλης. Διότι, ναι, η Θεσσαλονίκη διαθέτει δυο Μουσεία Σύγχρονης Τέχνης!
Το δεύτερο είναι το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης το οποίο ξεκίνησε ως πρωτοβουλία θεσσαλονικέων φιλότεχνων, έγινε σημείο αναφοράς στην πόλη, αναγκάστηκε να αναστείλει τη λειτουργία του για κάποιους μήνες το 2015 και φαίνεται ότι πλέον η μόνη λύση για να συνεχίσει να πορεύεται επιτυχώς είναι η συνένωση με το Κρατικό.
«Προίκα» του Κρατικού Μουσείου είναι η Συλλογή Κωστάκη και του Μακεδονικού Μουσείου η Συλλογή Ιόλα. Ως πρώτο βήμα της συνεργασίας τους θεωρείται η φιλοξενία στο Μακεδονικό έργων από τη Συλλογή Κωστάκη που βγαίνουν για πρώτη φορά μαζικά από το Κρατικό, σε μια έκθεση με τίτλο «Πέρα από την κοινή λογική. Έργα ρωσικής πρωτοπορίας» και η φιλοξενία έργων του Μακεδονικού στο Κρατικό, στην έκθεση με τίτλο «Πέρα από την κοινή θέση. “Προτάσεις” για μια ιστορία της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας».
Τι σημαίνει «συνένωση» των δυο Μουσείων; «Συνένωση δυνάμεων» λέει η πρόεδρος του Μακεδονικού, Ξανθίππη Χόιπελ. «Δεν είμαι σε θέση να σας πω περισσότερα αυτήν τη στιγμή, έχουμε επαφές και συνεχή συνεργασία και πιστεύω ότι όλα θα πάνε καλά. Η συνένωση είναι κάτι καλό για την πόλη, βρισκόμαστε σε διαρκή διάλογο και με την “ευλογία” του Υπουργείου Πολιτισμού».
Η ιδέα της συνένωσης των δυο Μουσείων Σύγχρονης Τέχνης έρχεται από τα πρώτα χρόνια της κρίσης κι ήταν ο υπουργός Πολιτισμού Παύλος Γερουλάνος εκείνος ο οποίος τη διατύπωσε πρώτος. Μάλιστα, ένα μεσημέρι Σαββάτου του Δεκεμβρίου του 2010 εμφανίστηκε στη Μονή Λαζαριστών με την οικογένειά του, προκειμένου να τους ξεναγήσει στην έκθεση «Το Σύμπαν της Ρωσικής Πρωτοπορίας: Τέχνη κι Εξερεύνηση του Διαστήματος, 1900-1930». Πρέπει να ήταν από τις ελάχιστες φορές που εμφανίστηκε σε Μουσείο υπουργός Πολιτισμού χωρίς καμιά δημοσιότητα, προκειμένου να χαρεί την επίσκεψη με την οικογένειά του.
Ο Κωνσταντίνος Τζαβάρας αργότερα, προχώρησε αρκετά τις συζητήσεις για τη συνένωση των Μουσείων, αλλά τελικά δεν έφτασε σε κάποιο αποτέλεσμα. Ο επόμενος Υπουργός, Πάνος Παναγιωτόπουλος, δεν ασχολήθηκε με το θέμα, όπως και ο διάδοχός του, Κωνσταντίνος Τασούλας. Ο Νίκος Ξυδάκης το επανέφερε, ενώ στο μεταξύ οι συνθήκες ήταν τέτοιες που ανάγκασαν το Μακεδονικό Μουσείο, πέρσι το καλοκαίρι, να αναστείλει τη λειτουργία του. «Η μικρή εκείνη αναστολή έγινε προκειμένου να αναδιοργανωθούμε», διευκρινίζει στο protagon η κυρία Χόιπελ. «Το κάνουν ακόμη και εταιρίες. Εμείς είμαστε ιδιωτικός φορέας, κοινωφελής, και θέλαμε να ελέγξουμε καλύτερα το ζήτημα των δεδομένων της λειτουργίας μας».
To Μουσείο των ιδιωτών
Η Θεσσαλονίκη, πέρσι, είχε ξεσηκωθεί προκειμένου να σωθεί το Μακεδονικό Μουσείο το οποίο ιδρύθηκε το 1979 ως «Μακεδονικό Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης» από μια πρωτοβουλία πολιτών και διαθέτει ισχυρά ερείσματα στην κοινωνία της πόλης. Ήταν μια πρόταση της Μάρως Λάγια (ιδιοκτήτριας της Γκαλερί ΖΗΤΑ ΜΙ, μοναδικού εκθεσιακού χώρου γκαλερί σύγχρονης τέχνης στην εποχή εκείνη) προς τον Αλέξανδρο Ιόλα, σε μια συζήτηση που είχε μαζί του, όταν εκείνος ενδιαφέρθηκε να μάθει το μέγεθος της καταστροφής των πολιτιστικών δομών της Θεσσαλονίκης. Στην δημιουργία ενός κέντρου σύγχρονης τέχνης ο Ιόλας φάνηκε θετικός λέγοντας «ναι βρε παιδί μου, όχι νοσοκομεία και ορφανοτροφεία, ένα κέντρο σύγχρονης τέχνης για τη Θεσσαλονίκη».
Ταυτόχρονα, στο αγρόκτημα της οικογένειας Δαμπασίνα, μια παρέα φιλότεχνων πολιτών, όπου είχε βρει καταφύγιο από τον καταστρεπτικό σεισμό, συζητούσε τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η πόλη, με τη μεγάλη καταστροφή των μνημείων της και διαπίστωναν την έλλειψη ενός Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης. Καθοριστικής σημασίας για το θετικό αποτέλεσμα της ιδέας υπήρξε η διαρκής επικοινωνία της Μάρως Λάγια με τον Αλέξανδρο Ιόλα. Η φιλική σύνδεσή τους και η επιμονή και εμμονή της πρώτης στο θέμα, οδήγησαν στη συγκατάνευση της δωρεάς 47 έργων από τη συλλογή του προκειμένου να ιδρυθεί το Κέντρο στη Θεσσαλονίκη.
Ως ιδρυτικά μέλη, εκτός από τη Μάρω Λάγια, συμμετείχαν επώνυμοι πολίτες της Θεσσαλονίκης όπως οι: Πέτρος Καμάρας, Μανώλης Ανδρόνικος, Αντώνης Ανεζίνης, Νίκος Βασιλακάκης, Παύλος Ζάννας, Πέτρος Δημητρακόπουλος, Δημήτρης Ευρυγένης, Σοφία Καζάζη, Κλείτος Κύρου, Παναγιώτης Κόκκας, Κατερίνα Καμάρα, Γιώργος Κονταξάκης, Βασίλης Λαδένης, Ελένη Λαζαρίδου, Γιώργος Λαζόγκας, Κωνσταντίνος Λεφάκης, Γιώτα Κραβαρίτου Μανιτάκη, Ιωάννα Μανωλεδάκη, Πέτρος Μακρίδης, Αίνη Μιχαηλίδου, Γιάννης Μπουτάρης, Αλεξάνδρα Μπουτάρη, Δώρης Οικονόμου, Ρούλα Πατεράκη, Ξανθή Σκαρπιά-Χόιπελ, Νόρα Σκουτέρη, Πάνος Τζώνος, Αλέξανδρος Τσάμης, Δημήτρης Φατούρος. Η πρώτη στέγη του Μουσείου διατέθηκε από τον επιχειρηματία Γιώργο Φιλίππου, κι ήταν 850 τ.μ. στις εγκαταστάσεις της εταιρίας «Φίλκεραμ Τζόνσον» (σήμερα η εταιρία έχει πτωχεύσει), ενώ ο Γιάννης Μπουτάρης είχε αναλάβει τη χρηματοδότηση του Κέντρου.
Έτσι, με την έκθεση «Σύγχρονη Ζωγραφική Γλυπτική», δωρεά Ιόλα, το 1984 ξεκίνησε επίσημα και ο πρώτος κύκλος ζωής του Κέντρου. Αξιοσημείωτο επίσης γεγονός, για την υπόσταση του ΜΚΣΤ την περίοδο αυτή, ήταν και η μεγάλη δωρεά του Franz Geierhaas, που εμπλούτισε τη συλλογή με τα εξαιρετικής ποιότητας χαρακτικά του, μετά από τις μεσολαβητικές προσπάθειες, του μέλους του Δ.Σ. Ιωάννας Μανωλεδάκη.
Στη δεκαετία του ’90 το Κέντρο έγινε Μουσείο και βρήκε στέγη στις εγκαταστάσεις της ΔΕΘ. Για τον εξωτερικό του χώρο, επιστρατεύτηκε ο Φιλόλαος Τλούπας, γλύπτης από τη Λάρισα και βραβευμένος με τον Σταυρό του Ιππότη Καλών Τεχνών από την Γαλλική Ακαδημία ο οποίος ζούσε στο Παρίσι από το 1955. Ο Φιλό (όπως είναι γνωστός στη Γαλλία) έφτιαξε μια γλυπτική διαμόρφωση που συνυπάρχει αρμονικά με το σημαντικό έργο του Ζογγολόπουλου, τις κινούμενες ομπρέλες, δωρεά εξ ημισείας από τον Πρόδρομο Εμφιετζόγλου και την εταιρεία Μπάρμπα Στάθης, της Αίνης Μιχαηλίδου μέλους του Δ.Σ., και με τα έργα Κουλεντιανού, δωρεά της εταιρίας «Δ. & Α. Καλλιτσάντσης, Ελληνική Τεχνοδομική, Σύμβουλοι Μηχανικοί Ο.Ε., Στήβεν Αντωνάκου, Λουκόπουλου. Για τη διαμόρφωση των χώρων του Μουσείου, γενικά, αλλά και για τη διασφάλιση της λειτουργίας του, έχουν συμβάλει πολλοί ακόμη Θεσσαλονικείς επιχειρηματίες κι επαγγελματίες.
Η Συλλογή Κωστάκη, ο σοσιαλισμός κι η κατάληψη
Το Κρατικό Μουσείο, από την άλλη, έχει τη δική του ιδιαίτερη ιστορία. Δημιουργήθηκε προκειμένου να στεγάσει τη Συλλογή Κωστάκη η οποία αποκτήθηκε με πολιτική απόφαση από το ελληνικό δημόσιο ενώ αγοράστηκε το παλιό εργοστάσιο της ΥΦΑΝΕΤ ως έδρα του Μουσείου. Ωστόσο, ο χώρος βρίσκεται εδώ και χρόνια σε κατάληψη ενώ κονδύλια για τη μετατροπή του εργοστασίου σε Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης δεν υπάρχουν. Η Συλλογή Κωστάκη στεγάζεται στη Μονή Λαζαριστών, ενώ εκθέσεις του Μουσείου πραγματοποιούνται και σε χώρο που διαθέτει στο Λιμάνι. Όμως, τόσο η Μονή Λαζαριστών όσο και το Λιμάνι (λόγω υγρασίας, κυρίως) δεν είναι ιδανικοί εκθεσιακοί χώροι. Έτσι, η συνένωση με το Μακεδονικό Μουσείο και η ύπαρξη χώρων εντός των εγκαταστάσεων της ΔΕΘ έρχεται να λύσει κατ’ ελάχιστον ένα χρόνιο πρόβλημα του Κρατικού Μουσείου.
Για τη διευθύντρια του, Μαρία Τσαντσάνογλου, η συνένωση θα φέρει μια δυναμική ανάπτυξης. «Αυτό που επιδιώκουμε είναι να δημιουργηθεί ένας οργανισμός που θα έχει μια δυναμική που θα αποβλέπει στην ανάπτυξη και όχι στη συρρίκνωση. Εδώ και πολύ καιρό δουλεύουμε την ιδέα αυτή συστηματικά και πιστεύω ότι σύντομα θα έχει ολοκληρωθεί η συνεργασία».
Η απόκτηση της Συλλογής Κωστάκη είναι μεγάλη υπόθεση για τη Θεσσαλονίκη. Στη λήψη της απόφασης να αγοραστεί από το δημόσιο συνετέλεσε το ότι η Θεσσαλονίκη ήταν Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης το 1997, γεγονός που έφερε νέα πνοή τόσο σε χώρους όσο και σε δράσεις και προοπτικές. Επίσης, το 1996 είχε προβληθεί, στο Φεστιβάλ, ένα ντοκιμαντέρ για το συλλέκτη Κωστάκη κι είχε γνωρίσει μεγάλη δημοσιότητα. Έτσι, ο Ευάγγελος Βενιζέλος διαπραγματεύτηκε με την οικογένεια Κωστάκη την αγορά και σχεδίαζε την εγκατάστασή της στο νέο Μουσείο, στο παλιό εργοστάσιο της ΥΦΑΝΕΤ. Το κτίριο αγοράστηκε, τελικά, το 2006 από το Γιώργο Βουλγαράκη, οι καταληψίες δεν εκδιώχτηκαν ποτέ από μέσα, το Υπουργείο δεν μπόρεσε να το αξιοποιήσει, με αποτέλεσμα η «Φάμπρικα ΥΦΑΝΕΤ», όπως ονομάζεται η κατάληψη, να συντηρεί το χώρο, να πραγματοποιεί δράσεις και να θεωρεί ότι θα βρίσκεται εκεί αιωνίως.
Η Συλλογή Κωστάκη βρίσκεται στη Μονή Λαζαριστών και είναι μοναδική στον κόσμο. Απαρτίζεται από 1275 έργα τέχνης: πίνακες ζωγραφικής, σχέδια, κατασκευές, κεραμικά σημαντικών καλλιτεχνών της ρωσικής πρωτοπορίας. Η συλλογή είναι αντιπροσωπευτική όλων των ρευμάτων και των τάσεων της ρωσικής πρωτοπορίας, μίας από τις πιο ενδιαφέρουσες περιόδους της παγκόσμιας τέχνης που άνθισε στις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.
Ο συλλέκτης Γιώργος Κωστάκης, ένας Έλληνας από τη Ζάκυνθο, ανήκει στους ανθρώπους εκείνους που έχουν το χάρισμα της ορθής κρίσης και της σωστής επιλογής. Σε μια περίοδο απόλυτης κυριαρχίας του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, ο Κωστάκης αγόραζε αυτό που οι άλλοι περιφρονούσαν, με αποτέλεσμα σήμερα η συλλογή του είναι από τις σημαντικότερες στον κόσμο.
Ο Κωστάκης γεννήθηκε στη Μόσχα το 1913 όπου έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Εργάστηκε ως οδηγός στην Ελληνική πρεσβεία μέχρι το 1940 και στη συνέχεια ως επικεφαλής του τοπικού προσωπικού της Καναδικής πρεσβείας. Στα πλαίσια των επαγγελματικών του καθηκόντων συνόδευε ξένους διπλωμάτες στις επισκέψεις τους σε παλαιοπωλεία και χώρους τέχνης.
Χωρίς να έχει ιδιαίτερη καλλιτεχνική παιδεία και επαφή με τη μοντέρνα τέχνη, εντυπωσιάστηκε όταν αντίκρισε το 1946 ένα πίνακα της Olga Rozanova. Άρχισε να ενδιαφέρεται για τη ρωσική τέχνη των αρχών του 20ού αιώνα και ήρθε σε επαφή με τις οικογένειες των καλλιτεχνών από τους οποίους αγόραζε τα έργα. Ο Κωστάκης συνέχισε για τρεις τουλάχιστον δεκαετίες τη συγκέντρωση των έργων, σχηματίζοντας έτσι μία περίφημη συλλογή η οποία διέσωσε από την καταστροφή και τη λήθη ένα σημαντικό τμήμα της μοντέρνας ευρωπαϊκής τέχνης. Το σταλινικό καθεστώς, όπως γνωρίζουμε, είχε θέσει σε απαγόρευση τα έργα της ρωσικής πρωτοπορίας, επιβάλλοντας στην τέχνη το δόγμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Κατάφερε και να τα βγάλει από τη χώρα.
Το 1977 ήταν ίσως ο σημαντικότερος σταθμός στην ιστορία της Συλλογής καθώς τότε πραγματοποιήθηκε στο Ντύσελντορφ η πρώτη έκθεση της στην Ευρώπη, για να ακολουθήσει το 1981 η μεγάλη έκθεση στο Μουσείο Guggenheim της Νέας Υόρκης. O Γιώργος Κωστάκης μάζευε έργα της ρωσικής αβανγκάρντ μ’ ένα ένστικτο αλάνθαστο, απορρίπτοντας μάλιστα έργα που ανήκαν σε άλλες περιόδους ιστορικά και καλλιτεχνικά ελεγχόμενες.
Εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα με την οικογένειά του το 1977 και το γεγονός αυτό στάθηκε αφορμή για την αύξηση του ενδιαφέροντος για τη ρωσική πρωτοπορία και από ελληνικής πλευράς, τη στιγμή μάλιστα που διάφορες πληροφορίες μιλούσαν για μεγαλόψυχη δωρεά προς το ελληνικό κράτος εκ μέρους του. Ο Κωστάκης πέθανε το 1990 και ως εκδήλωση τιμής προς το πρόσωπο του και το έργο του οργανώθηκε η μεγάλη έκθεση του 1995 που έφερε σε πέρας με πολλή επιτυχία η ιστορικός της τέχνης Άννα Καφέτση.
Η Συλλογή Κωστάκη αγοράστηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού το 2000. Η συμφωνία υπογράφηκε ανάμεσα στην οικογένεια Κωστάκη και στη διοίκηση του Μουσείου αφού προηγήθηκε η σύσταση διεθνούς επιτροπής ειδικών, η οποία εκτίμησε την οικονομική και καλλιτεχνική αξία της συλλογής αφού τόνισε την αυθεντικότητα και τη μοναδικότητά της.
Μένει να δούμε πώς θα προχωρήσει η συνεργασία των δυο Μουσείων Μοντέρνας Τέχνης της Θεσσαλονίκης.
Και πότε θα αρχίσει να λειτουργεί το ΕΜΣΤ στην οριστική του στέγη στου ΦΙΞ…