Λίγοι κινηματογραφιστές φροντίζουν με τόση αφοσίωση το έργο άλλων σκηνοθετών όσο ο Μάρτιν Σκορσέζε, είτε μέσω του ιδρύματος World Cinema Project, το οποίο ίδρυσε το 2007 για τη διατήρηση και αποκατάσταση παραμελημένων αριστουργημάτων, είτε μέσω της υποστήριξής του, ως εκτελεστικού παραγωγού, κινηματογραφιστών όπως η Τζοάνα Χογκ και οι αδερφοί Σαφντί. Οπότε σκέφτεται κανείς ότι δεν καθοδηγείται από το εγώ του, αλλά από μια γνήσια αγάπη για το μέσο, γράφει στον Guardian η Γουέντι Αϊντ.
Ωστόσο, πουθενά αλλού δεν είναι τόσο εμφανής αυτή του η φροντίδα όσο στο «Made in England: The Films of Powell & Pressburger», το ντοκιμαντέρ του Ντέιβιντ Χίντον, στο οποίο ο Μάρτιν Σκορσέζε έχει τον ρόλο του αφηγητή. Η πρεμιέρα του έγινε στη φετινή 74η Μπερλινάλε, όπου ο κορυφαίος αμερικανός σκηνοθέτης βραβεύτηκε από το Φεστιβάλ Βερολίνου με τιμητική Χρυσή Αρκτο για τη συνολική προσφορά του στον κινηματογράφο.
Το «Made in England: The Films of Powell & Pressburger» είναι ένα αφιέρωμα εικονογραφημένο με πλούσια αποσπάσματα και σπάνιο αρχειακό υλικό, στο οποίο ο Σκορσέζε υμνεί με πάθος, γενναιοδωρία, βαθιά γνώση, ενθουσιασμό και άκρως προσωπικό λόγο το δίδυμο του βρετανικού κινηματογράφου Μάικλ Πάουελ και Εμερικ Πρέσμπεργκερ, που σκηνοθέτησαν μαζί, μεταξύ άλλων, τις ταινίες «Ζήτημα Ζωής κι Θανάτου» (1946), «Μαύρος Νάρκισσος» (1947) και «Τα Κόκκινα Παπούτσια» (1948).
Με αφορμή την προβολή της ταινίας στους βρετανικούς κινηματογράφους, οι Times του Λονδίνου παρουσιάζουν το εξής συντομευμένο απόσπασμα της αφήγησης του Μάρτιν Σκορσέζε:
Γεννήθηκα το 1942 και σε ηλικία περίπου τριών ετών εμφάνισα άσθμα. Αυτό σήμαινε ότι δεν μπορούσα να τρέχω και να παίζω όπως τα άλλα παιδιά, έτσι βρέθηκα να κάθομαι μπροστά στην τηλεόραση και να παρακολουθώ ταινίες.
Μερικές από τις πρώτες κινούμενες εικόνες που θυμάμαι ότι είδα ήταν από τον «Κλέφτη της Βαγδάτης» (1940). Δεν το ήξερα τότε, αλλά ο Μάικλ Πάουελ ήταν ένας από τους σκηνοθέτες της ταινίας και για ένα παιδί δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη μύηση. Ηταν μια ταινία που έφτιαξε ένας μεγάλος σόουμαν και κάθε εικόνα με γέμιζε με θαυμασμό.
Το ενδιαφέρον με την αμερικανική τηλεόραση της δεκαετίας του 1940 είναι ότι πολλές από τις ταινίες που προβλήθηκαν ήταν βρετανικές, επειδή οι αμερικανοί διανομείς δεν πουλούσαν στην τηλεόραση, ενώ οι βρετανοί διανομείς το έκαναν. Γι’ αυτό ο βρετανικός κινηματογράφος με διαμόρφωσε τόσο πολύ. Ενθουσιαζόμουν με τα διαφορετικά λογότυπα των βρετανικών κινηματογραφικών εταιρειών, αλλά υπήρχε ένα πολλά υποσχόμενο: το λογότυπο των Archers, της εταιρίας παραγωγής των Μάικλ Πάουελ και Εμερικ Πρέσμπεργκερ. Μέχρι τα 10 ή τα 11 μου έβλεπα ασταμάτητα τις ταινίες τους στην τηλεόραση.
Υπήρχε μία με τίτλο «Τα Παραμύθια του Χόφμαν» (1951), προφανώς όχι μια ταινία για παιδιά, επειδή βασικά είναι μια όπερα του 19ου αιώνα. Αλλά την έβλεπα εμμονικά. Το να τη βλέπω κατ’ επανάληψη με δίδαξε σχεδόν όλα όσα ξέρω για τη σχέση της κάμερας με τη μουσική.
Οι ταινίες των Πάουελ και Πρέσμπεργκερ είχαν βαθιά επίδραση στην αισθητική που φέρω σε όλη μου τη δουλειά. Ακόμη και ως παιδί, με εντυπωσίαζε η κινηματογραφική θεατρικότητα μιας ταινίας όπως τα «Κόκκινα Παπούτσια» (1948), ο σχεδιασμός του καδραρίσματος των ηθοποιών, οι εκπληκτικοί τρόποι της εμφάνισης και της κίνησής τους, οι δραματικές γωνίες και ο φωτισμός. Εχεις την αίσθηση ότι όλα μπορούν να συμβούν. Στην πραγματικότητα, η εμπειρία ήταν τόσο έντονη, ώστε η πρώτη φορά που είδα τα «Κόκκινα Παπούτσια» μπορεί να υπήρξε η πηγή της εμμονής μου με τον κινηματογράφο.
Οταν έγινα φοιτητής και νέος σκηνοθέτης, οι Πάουελ και Πρέσμπουργκερ εξακολουθούσαν να γοητεύουν, αλλά τότε μπορούσαμε να δούμε τις ταινίες τους μόνο σε πολύ ελλιπείς μορφές, σε υποβαθμισμένες εκδοχές και κακές κόπιες. Ξέραμε, ωστόσο, ότι συνέβαινε κάτι ιδιαίτερο με αυτές τις ταινίες. Ενα από κοινού credit, όπως το «σενάριο, παραγωγή και σκηνοθεσία των Μάικλ Πάουελ και Εμερικ Πρέσμπεργκερ», ήταν στην πραγματικότητα άγνωστο και θέλαμε να μάθουμε ποιος έκανε τι. Ποιος είχε πει «Cut!»; Ποιος είχε πει «Action!»; Ηταν ένα μυστήριο.
Εκείνη την εποχή οι μόνες πηγές πληροφοριών ήταν τα βιβλία και τα περιοδικά, όπου διαβάζαμε για βρετανούς σκηνοθέτες όπως οι Ντέιβιντ Λιν, Κάρολ Ριντ και Αλφρεντ Χίτσκοκ. Αλλά σπάνια γινόταν λόγος για τους Πάουελ και Πρέσμπουργκερ. Ετσι έγιναν μυθικά όντα.
Τελικά, το 1970, είδα το «Peeping Tom» (1960), ένα έγχρωμο φιλμ 35 χιλιοστών, που στο μεταξύ είχε γίνει θρύλος ανάμεσα στους φοιτητές των σχολών κινηματογράφου. Ημουν ένας εμμονικός νεαρός σκηνοθέτης που έβλεπα μια ταινία για έναν εμμονικό νεαρό σκηνοθέτη, ο οποίος ήταν επίσης ψυχοπαθής. Είναι μια ταινία τρόμου χωρίς αίμα, όπου το αντικείμενο του τρόμου φαίνεται να είναι η ίδια η κάμερα.
Οταν την είδα για πρώτη φορά, μου ήταν δύσκολο να πιστέψω ότι μια τόσο ωμή και προκλητική ταινία έγινε από τον ίδιο Μάικλ Πάουελ που είχε κάνει τα «Κόκκινα Παπούτσια». Αλλά όντως έτσι ήταν. Και τόλμησε να κάνει αυτό που κανείς άλλος δεν είχε τολμήσει πραγματικά: να δείξει πώς η τεχνική των κοντινών πλάνων μπορεί να φτάσει στην τρέλα, πώς μπορεί να σε καταβροχθίσει αν την αφήσεις.
Εκείνη την εποχή γύριζα δικές μου ταινίες και το 1974, αφού έκανα τους «Κακόφημους Δρόμους», πήγα στην Αγγλία και βρέθηκα στο κοκτέιλ πάρτι ενός διαφημιστή ονόματι Μάικλ Κάπλαν. Τον ρώτησα γι’ αυτό το μυστήριο. «Ξέρεις κάποιον Μάικλ Πάουελ; Υπάρχει; Υπάρχει τέτοιος άνθρωπος;» «Ω, ναι. Μένει σε ένα τροχόσπιτο, κάπου» απάντησε.
Λοιπόν, αυτό αποδείχτηκε υπερβολή. Στην πραγματικότητα ζούσε σε ένα εξοχικό σπίτι στο Γκλόστερσαϊρ, αλλά είχε περάσει δύσκολες στιγμές. Είχε σχεδόν ξεχαστεί και εγκαταλειφθεί από τη βρετανική κινηματογραφική βιομηχανία και μετά βίας τού επέτρεπαν τα οικονομικά του να ζεστάνει το σπίτι του. Αλλά, φυσικά, ήθελα να τον συναντήσω και κανονίστηκε ένα ποτό.
Ξαφνικά, λοιπόν, βρέθηκα να μιλάω με τον Μάικλ Πάουελ, ο οποίος εξεπλάγη από το γεγονός ότι κάποιος ήθελε να συζητήσει για τις ταινίες του. Δεν είχε ιδέα ότι το έργο του ήταν έμπνευση για μένα και τον Μπράιαν ντε Πάλμα και τον Φράνσις Φορντ Κόπολα και τόσους άλλους της νέας γενιάς. Τα χρόνια, που ο Μάικλ πάλευε και βυθιζόταν στην αφάνεια, άνθρωποι σαν εμένα και τον Κόπολα ανακάλυπταν το έργο του στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Η μεγάλη μας τύχη ήταν ότι παρακολουθούσαμε τις ταινίες των Πάουελ και Πρέσμπεργκερ χωρίς καμία πολιτιστική σκευή. Απλώς τις βλέπαμε ως απολαυστικές ταινίες και μερικές φορές ως υπέροχα έργα τέχνης.
Μιλάω γρήγορα και στην πρώτη μου συνάντηση με τον Πάουελ ήμουν πολύ ενεργητικός και ενθουσιασμένος. Τον βομβάρδισα με ερωτήσεις. Εκείνος δεν είπε πολλά. Ηταν πολύ συγκρατημένος. Αργότερα, όμως, ανακάλυψα ότι συγκινήθηκε, επειδή έγραψε στην αυτοβιογραφία του πως κατά τη διάρκεια εκείνης της συνάντησης ένιωσε ξανά το αίμα να κυλάει στις φλέβες του.
Τέλος πάντων, αρχίσαμε να γράφουμε ο ένας στον άλλον και τελικά ήρθε στη Νέα Υόρκη. Τον γνώρισαν πολλοί άνθρωποι, προσκλήθηκε να γίνει ο ανώτερος διευθυντής της Zoetrope, της εταιρείας του Φράνσις Φορντ Κόπολα στο Λος Αντζελες, και η ζωή του άλλαξε κάπως.
Το 1984 ο Μάικλ παντρεύτηκε τη Θέλμα Σκούνμεϊκερ, υπεύθυνη για το μοντάζ όλων των ταινιών μου από το «Οργισμένο Είδωλο» (1980) και μετά. Ζούσαν εδώ στη Νέα Υόρκη και ο Μάικλ έγινε φίλος και σταθερή παρουσία στη ζωή μου. Ηταν ένας τύπος που δεν είχε γυρίσει ταινία εδώ και 20 ή 30 χρόνια, αλλά κάθε μέρα σχεδίαζε μία.
Ηταν για μένα τεράστιο στήριγμα όταν είχα δύσκολες στιγμές. Θυμάμαι πως όταν τελείωνα τον «Βασιλιά για μια Νύχτα» (1982) ήμουν στα πολύ κάτω μου, αλλά ο Μάικλ φαινόταν να καταλαβαίνει με κάποιον τρόπο όλα όσα περνούσα. Δεν ήταν ποτέ παρεμβατικός, αλλά μπορούσε να μου μιλάει λόγω της εμπειρίας που είχε μετά από μια μακρά και δημιουργική ζωή.
Στις ταινίες τους οι Πάουελ και Πρέσμπεργκερ ασχολούνται συχνά με εγωκεντρικές, ασταθείς και εθιστικές προσωπικότητες, χαρακτήρες που μου μιλούν. Ισως είναι προφανές ότι πολλοί από τους χαρακτήρες που με ελκύουν είναι επηρεασμένοι από τους ήρωες του Πάουελ. Παραδόξως, μπορώ να δω κάτι σαν συγγένεια ανάμεσα στον Μπόρις Λέρμοντοφ στα «Κόκκινα Παπούτσια» και τον Τράβις Μπικλ στον «Ταξιτζή» (1976). Και οι δύο χαρακτήρες αγγίζουν τα όρια των καταστάσεων, ακούν, παρατηρούν άλλους ανθρώπους, βρίσκονται πάντα στα πρόθυρα της έκρηξης.
Στις σκηνές μπαλέτου στα «Κόκκινα Παπούτσια» ο Πάουελ χρησιμοποιεί τη σωματική δράση για να αναπαραστήσει τον ψυχολογικό πόνο, και αυτή η υποκειμενική προσέγγιση είχε πολύ μεγάλη επιρροή σε αυτό που έκανα με τις σκηνές του μποξ στο «Οργισμένο Είδωλο». Βλέποντας τον Ντε Νίρο να εκτελεί τις κινήσεις του, είδα ότι ήταν χορός, ήταν χορογραφία. Συνειδητοποίησα επίσης ότι έπρεπε να μείνω στο ρινγκ όσο το δυνατόν περισσότερο και να μείνω μέσα στο κεφάλι του πυγμάχου, να το δω και να το ακούσω όλο αυτό από τη δική του πλευρά, κάτι που το κάνει πολύ προσωπικό.
Σίγουρα επηρεάστηκα επίσης από την ταινία «Η Ζωή και ο Θάνατος του Συνταγματάρχη Μπλιμπ» (1943) όταν ήρθε η ώρα να γυρίσω τα «Χρόνια της Αθωότητας» (1993). Γιατί είδα αυτή την ταινία ως την ιστορία μιας εξαιρετικά δύσκολης αγάπης μεταξύ δύο ανθρώπων που δεν περίμενε κανείς να ερωτευτούν, και όμως, κρατάει χρόνια.
Ηταν η ίδια ματαίωση της επιθυμίας με λίγη θλίψη που μου άρεσε τόσο πολύ στο «Μπλιμπ». Και νομίζω ότι το «Μπλιμπ» είναι η πρώτη πραγματικά βαθιά και προσωπική ταινία των Πάουελ και Πρέσμπεργκερ, και για μένα το πρώτο τους αριστούργημα. Την έχω δει τόσες πολλές φορές που έχει γίνει μέρος της ζωής μου, και όσο περισσότερο ζω τόσο ενισχύεται η αίσθηση μου για το τι νιώθουν οι χαρακτήρες. Είναι η ταινία που μου λέει τα περισσότερα για το ότι μεγαλώνω, γερνάω και, τελικά, πρέπει να τα παρατήσω.
Κοιτάζω πίσω τώρα και βρίσκω εξαιρετικό το γεγονός ότι γνώριζα προσωπικά τον Μάικλ Πάουελ για 16 χρόνια και ότι δεν ήταν μόνο στήριγμα αλλά και οδηγός, που μου έδινε αυτοπεποίθηση, με κρατούσε τολμηρό στη δουλειά μου. Δεν θα μπορέσω ποτέ να καταλάβω ή να εκφράσω πλήρως γιατί σήμαινε τόσα πολλά για μένα. Αλλά αυτό το ρεύμα των σκέψεων οδηγεί πάντα σε εκείνες τις ταινίες που έκανε με τον Εμερικ Πρέσμπεργκερ. Κάποιες ταινίες απλά τις βλέπεις συνέχεια και ζεις με αυτές. Οσο εσύ μεγαλώνεις, μεγαλώνουν και αυτές σε βάθος. Για μένα το σύνολο του έργου τους (των Πάουελ και Πρέσμπεργκερ) είναι μια θαυμάσια παρουσία, μια συνεχής πηγή ενέργειας και μια υπενθύμιση του τι είναι ζωή και τέχνη.