Protagon A περίοδος

Ο βλάξ Λαρς και ο Πέδρο με νυστέρια

Σε σίριαλ εξελίχθηκε η αψυχολόγητη ενέργεια του Λαρς Φον Τρίερ να εξαπολύσει σχόλια ρατσιστικά και άκρως αντισημιτικά, υπολογίζοντας λάθος το πάντα προβοκατόρικο χιούμορ του...

Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος

Σε σίριαλ εξελίχθηκε η αψυχολόγητη ενέργεια του Λαρς Φον Τρίερ να εξαπολύσει σχόλια ρατσιστικά και άκρως αντισημιτικά, υπολογίζοντας λάθος το πάντα προβοκατόρικο χιούμορ του. Δήλωσε συμπάθεια προς τον Χίτλερ και τον Άλμπερτ Σπέερ, χαρακτήρισε πονοκέφαλο το κράτος του Ισραήλ και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, όταν ρωτήθηκε για τη γυμνή σκηνή με την Κίρστεν Ντανστ, είπε πως σκέφτεται να γυρίσει μια πορνοταινία με την αμερικανίδα πρωταγωνίστρια- στη συνέντευξη Τύπου, η Ντανστ του ψιθύρισε έκπληκτη: «But this is terrible!».

Μπορεί να είναι η πρώτη φορά, απ’ όσο θυμόμαστε, που ένας σκηνοθέτης αποβάλλεται σαν σχολιαρόπαιδο που έκανε τρομερή αταξία, αλλά σίγουρα δεν είναι η πρώτη φορά που ο καταθλιπτικός, απερίσκεπτος, προβοκάτορας και ενίοτε προσβλητικός Λαρς Φον Τρίερ, αφήνει την κυκλοθυμία του να ελέγξει τα λόγια του- το λέω, γιατί έχω κάνει συνέντευξη μαζί του, ένας προς έναν και ήταν γλυκύτατος και πολύ συγκρατημένος. Όταν οι αδελφοί Κοέν πήραν τον Χρυσό Φοίνικα για το Μπάρτον Φινκ το 1991 και αισθάνθηκε αδικημένος, αποκάλεσε τον πρόεδρο της κριτικής επιτροπής Ρόμαν Πολάνσκι, νάνο, ευχαριστώντας τον για το ελάσσονος σημασία βραβείο που επιφύλαξε στο Europa. Σχετικά πρόσφατα υπαινίχθηκε πως η εβραϊκή καταγωγή της συμπατριώτισσας του Σουζάνε Μπίερ δεν του δίνει το χώρο να ασχοληθεί με τους Εβραίους. Κάτι παρόμοιο ψέλλισε και φέτος στις Κάννες, όταν υποστήριξε πως αν και ήθελε να θεωρεί τον εαυτό του Εβραίο, ανακάλυψε πως οι ρίζες του είναι γερμανικές, γι΄ αυτό και το «γύρισε» στην όψιμη φιλία προς τους Ναζί.

Τι εννοεί ο σκηνοθέτης; Προφανώς τίποτε, ένα ανόητο βροντερό τίποτε, αλλά αυτή τη φορά ξεπέρασε το όριο. Με πρόεδρο του φεστιβάλ Γαλλό-εβραίο (τον πάντα ισχυρό Ζιλ Ζακόμπ), δεν ήταν δυνατόν να μην αντιδράσει το διοικητικό συμβούλιο, που παρά την ανακοίνωση μετάνοιας του Λαρς, εξέδωσαν και αυτοί ένα σκληρό ανακοινωθέν, που στέλνει στον αγύριστο τον αυθάδη πλακατζή, χωρίς να διευκρινίζουν αν η τιμωρία ισχύει για φέτος ή για πάντα. Το κακό είναι πως ο Λαρς Φον Τρίερ λέει ότι λέει, όχι με βαθιά πεποίθηση, όπως για παράδειγμα ο Μελ Γκίμπσον, αλλά από το στραβό του το κεφάλι και τα mood swings του. Ακόμη και εβραϊκής καταγωγής συνάδελφοι μας, καταδικάζουν τα σχόλια αλλά δεν ζητάνε εκδίκηση. Και φυσικά κανείς δεν είναι διατεθειμένος να αγνοήσει το ταλέντο του και την ικανότητα του να συναρπάζει και να εξοργίζει δημιουργικά. Η Μελαγχολία με την Κίρστεν Ντανστ και την Σαρλότ Γκενζμπούρ είναι μια ταινία για το τέλος του κόσμου και την εναλλασσόμενη σχέση δυο αδελφών, εν όψει της ενδεχόμενης σύγκρουσης του πλανήτη Μελαγχολία με τη Γη. Η ταινία ξεκινάει με ένα σπάνιας ομορφιάς 8λεπτο ατμοσφαιρικό μοντάζ σε αργή κίνηση, με μουσική επένδυση το πρελούδιο του Βάγκνερ για το Τριστάνος και Ιζόλδη. Δυο κεφάλαια συνθέτουν τα πορτρέτα των γυναικών που ανησυχούν με διαφορετικό τρόπο. Εικαστικά υπέροχο και αφηγηματικά αναπάντεχο, το έργο θυμίζει σουίτα σε δυο μέρη και παρά τις αδυναμίες στο σενάριο, είναι πιο συμπαγές και σίγουρα παρασάγγας πιο φιλικό προς τις γυναίκες, από τον προπέρσινο Αντίχριστο.

Κάποιοι υποστήριξαν πως ο Πέδρο Αλμοδόβαρ δεν πολυήθελε να φέρει το La Piel Que Habito στις Κάννες, φοβούμενος πως οι δημοσιογράφοι άθελα τους θα αποκαλύψουν τις ανατροπές στην πλοκή, γράφοντας γι’ αυτό. Οι λεπτομέρειες είναι μεν σημαντικές και θα μπορούσαν να χαλάσουν την έκπληξη του θεατή, αλλά όπως συμβαίνει με τους μεγάλους δημιουργούς, ο μηχανισμός του σεναρίου δεν είναι αυτοσκοπός, όταν η σκηνοθεσία είναι τόσο άρρηκτα και μαεστρικά δεμένη με το περιεχόμενο. Εδώ, ο Αλμοδόβαρ διασκευάζει με το γνωστό του στιλιζάρισμα στη μουσική, τα χρώματα και τη θεματολογία, ένα γαλλικό μυθιστόρημα και ξεφεύγει από το παραδοσιακό μελόδραμα που χαρακτηρίζει το έργο του. Η έλλειψη υπερβάλλοντος λυρισμού ουσιαστικά βοηθάει την ταινία αυτή, διότι οι ακρότητες που δηλητηρίασαν την αληθοφάνεια του Όλα για τη Μητέρα Μου, εδώ φαντάζουν καλύτερα ενταγμένες σε μια ιστορία που  μιλάει για το διαχωρισμό της ανθρωπιάς από το εκδικητικό ένστικτο. Στρέφεται προς ένα είδος ψυχολογικού τρόμου, αλλά φρόντισε, όπως τόνισε στη συνέντευξη Τύπου, να αποφύγει τα αίματα και την φρίκη, «παρά τις τομές που θα δείτε στην ταινία». Οι αναφορές του σε σκηνοθέτες είναι τόσο καλά αφομοιωμένες που κανείς δε βλέπει που σταματάει το παλιό Χόλυγουντ και που ξεκινάει ο Πέδρο. Ξανασυνεργάζεται με τον Αντόνιο Μπαντέρας ο οποίος υποδύεται έναν πλαστικό χειρουργό, που θέλει να εκδικηθεί τον φονιά της κόρης του. Αυτή είναι η γενική περιγραφή της υπόθεσης, αλλά χρειάζεται τουλάχιστον μια ώρα για να γίνει κατανοητό ένα κουβάρι με απορίες και πισωγυρίσματα στο χρόνο: ποια είναι η έγκλειστη γυναίκα; Τι κρύβεται πίσω από ένα τρομερό δυστύχημα; Πόσο δεοντολογικές είναι οι μέθοδοι του πλαστικού χειρουργού, ο οποίος χρησιμοποιεί τεχνητό δέρμα για να ντύσει έναν άνθρωπο από την αρχή; Ο Αλμοδόβαρ αρνήθηκε πως η ταινία του αγγίζει την επιστημονική φαντασία, γιατί ήδη στη Γρανάδα υπάρχει ιατρικό εργαστήριο που πειραματίζεται με μη-ανθρώπινο δέρμα.