Ο Τρανός Χορός της Βλάστης Κοζάνης και το Πανηγύρι του Συρράκου Ιωαννίνων, που λαμβάνουν χώρα τον Δεκαπενταύγουστο κατά τον εορτασμό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, συγκαταλέγονται από φέτος στον κατάλογο Αϋλης Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.
Ιστορικά, αυτές οι γιορτές της Ορθοδοξίας στη Βλάστη και το Συρράκο, σηματοδοτούσαν την ετήσια επανένωση των ποιμενικών κοινοτήτων πριν κατέβουν οι κτηνοτρόφοι προβάτων ή βοοειδών στα χειμερινά τους βοσκοτόπια. Αν και ο πληθυσμός των περισσότερων ορεινών κοινοτήτων έχει μειωθεί πολύ, σήμερα εξακολουθούν να γίνονται τα πανηγύρια και συνδέονται με την επανένωση των κοινοτήτων, οι κάτοικοι των οποίων έχουν μεταναστεύσει στις πόλεις.
Κύριο χαρακτηριστικό και των δύο γιορτών είναι οι τελετουργικοί χοροί. Για τον Τρανό Χορό στη Βλάστη, χορευτές όλων των ηλικιών σχηματίζουν έναν μεγάλο ανοιχτό κύκλο, πιασμένοι χέρι χέρι και χορεύουν σε αργό και επιβλητικό ρυθμό τραγουδώντας a cappella. Στο Πανηγύρι του Συρράκου, τον χορό συνοδεύουν μουσικό συγκρότημα και τραγουδιστές.
Στις δύο κοινότητες, οι νέοι μαθαίνουν τα έθιμα από μικρή ηλικία παρακολουθώντας τους συμμετέχοντες και τις προετοιμασίες. Σήμερα, οι πολιτιστικοί σύλλογοι διαδραματίζουν επίσης βασικό ρόλο στη μετάδοση του χορού και του πολιτιστικού πλαισίου. Οι εορταστικές εκδηλώσεις θεωρούνται γιορτή της ταυτότητας και των δύο χωριών, παρέχοντας την ευκαιρία στις νεότερες γενιές να συνδεθούν με την πολιτιστική τους κληρονομιά. Στο Συρράκο, το πανηγύρι είναι επίσης μια ευκαιρία για τους μεγαλύτερους σε ηλικία χωρικούς να μιλήσουν τη μητρική τους γλώσσα, τη βλάχικη, η οποία σταδιακά παρακμάζει.
Η Βλάστη είναι ορεινό χωριό του νομού Κοζάνης, περίπου 24 χλμ νοτιοδυτικά της Πτολεμαΐδας, κτισμένη σε υψόμετρο 1.180 μέτρων, ανάμεσα στους ορεινούς όγκους του Ασκίου (Σινιάτσικου) και του Μουρικίου. Υπήρξε ένα από τα σημαντικά προπύργια του Ελληνισμού κι ένα από τα μεγαλύτερα κεφαλοχώρια της Δυτικής Μακεδονίας, ενώ υπάρχουν ενδείξεις ότι στην τοποθεσία που βρίσκεται, υπήρχε κάποιος οικισμός ήδη από τη βυζαντινή περίοδο.
Η ανάπτυξη της Βλάστης ξεκίνησε τον 15ο αιώνα, όταν -μετά την εγκατάσταση Τούρκων Κονιάρων στην κοιλάδα των Καϊλαρίων (Πτολεμαΐδας)- οι χριστιανικοί πληθυσμοί που ζούσαν εκεί αναγκάστηκαν να μετοικήσουν στα πιο απρόσιτα στους κατακτητές ορεινά τμήματα της περιοχής.
Σημείο-σταθμός υπήρξαν τα τέλη του 18ου αιώνα. Μετά τα Ορλοφικά (1770) και τη λεηλασία της Μοσχόπολης, η οποία μέχρι τότε αποτελούσε ανθηρό κέντρο της περιοχής, ένας μεγάλος αριθμός Βορειοηπειρωτών Βλάχων προσφύγων συγκεντρώθηκε στο χωριό της Βλάστης, με αποτέλεσμα μία σημαντική ώθηση στην ανάπτυξη και την πρόοδο του οικισμού, που μέχρι τον 19ο αιώνα οδήγησε την μετατροπή του σε μια σημαντική κωμόπολη 6.000 κατοίκων.
Λόγω της μορφολογίας του εδάφους (ορεινά εδάφη και πλούσια λιβάδια), οι κάτοικοι της Βλάστης ασχολήθηκαν κυρίως με την κτηνοτροφία. Παράλληλα, ανέπτυξαν επαγγέλματα σχετικά με την κτηνοτροφία, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη της τυροκομίας, της υφαντουργίας και του εμπορίου. Επίσης, αρκετοί κάτοικοι έγιναν ξυλουργοί, κτίστες, αρχιτέκτονες, ζωγράφοι, χρυσοχόοι, ραφτάδες κ.α.
Οι πόλεμοι (Μακεδονικός Αγώνας, Βαλκανικοί Πόλεμοι και Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος) είχαν αρνητικές επιπτώσεις στην πορεία του χωριού με σταδιακή μείωση του πληθυσμού που ολοκληρώθηκε στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε το χωριό κάηκε από τους Γερμανούς κατακτητές. Στα χρόνια του αιματηρού εμφυλίου πολέμου, που ακολούθησε, η Βλάστη εγκαταλείφθηκε τελείως από τους κατοίκους της. Μετά το τέλος του, περίπου 800 κάτοικοι επέστρεψαν στο χωριό.
Τις επόμενες δεκαετίες, όμως, ακολουθώντας το ρεύμα αστυφιλίας, οι περισσότεροι κάτοικοι αναζήτησαν καλύτερες ευκαιρίες στα αστικά κέντρα. Στις μέρες μας οι μόνιμοι κάτοικοι της Βλάστης δεν ξεπερνούν, κατά τη διάρκεια του χειμώνα, τους 100. Το καλοκαίρι, ωστόσο, το χωριό ζωντανεύει με την επιστροφή των Βλατσιωτών και με πολιτιστικές εκδηλώσεις όπως οι οικολογικές Γιορτές της Γης και το τριήμερο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου που γιορτάζεται με ιδιαίτερη λαμπρότητα η Παναγία.
Το Συρράκο Ιωαννίνων, ένα από τα ωραιότερα χωριά των Τζουμέρκων αν όχι το ωραιότερο, στέκεται πάνω από την χαράδρα του ποταμού Χρούσια, παραποτάμου του Αράχθου απέναντι από τα Τζουμέρκα και απέχει περίπου 40-60 λεπτά ορεινής διαδρομής από την Αρτα και τα Ιωάννινα. Ανακηρυγμένος παραδοσιακός οικισμός, διατηρεί αναλλοίωτη την παραδοσιακή Ηπειρώτικη αρχιτεκτονική με τα λιθόκτιστα σπίτια και στέγες από σχιστόλιθο. Μαζί με τους γειτονικούς Καλαρρύτες είναι τα μόνα χωριά που διατηρούν αυτή την αρχιτεκτονική στα νότια του Νομού Ιωαννίνων, κάτι πιο συνηθισμένο στα βόρεια του Νομού στην περιοχή των Ζαγοροχωρίων.
Χτίστηκε περίπου τον 15ο αιώνα κυρίως από Βλαχόφωνους πληθυσμούς και στη διάρκεια της τουρκοκρατίας υπήρξε πρωτεύουσα της αυτοδιοίκητης ορεινής κοινότητας του Μαλακασίου, η οποία περιλάμβανε ορεινά χωριά στα όρια των σημερινών Νομών Ιωαννίνων και Τρικάλων. Την περίοδο αυτή γνώρισε σημαντική οικονομική ανάπτυξη χάρη στην κτηνοτροφία και το εμπόριο και, κυρίως, την αργυροχρυσοχοΐα που διαδόθηκε στο χωριό από τους γειτονικούς Καλαρρύτες.
Τα πανηγύρια μαζί με τους γάμους ήταν από τις σημαντικότερες εκφάνσεις του βίου της παραδοσιακής κοινωνίας του Συρράκου και από τους λίγους τρόπους διασκέδασης και ψυχαγωγίας. Σήμερα γίνονται τέσσερα παραδοσιακά πανηγύρια: Το ημερήσιο του Προφήτη Ηλία (Αϊ-Λιός ) στις 20 Ιουλίου στην αυλή της εκκλησίας, ένα βραδινό, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στις 6 Αυγούστου στην κεντρική πλατεία του χωριού, στο χοροστάσι, το διήμερο πανηγύρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (της Παναγίας) στις 15 Αυγούστου στο χοροστάσι, που είναι και το σημαντικότερο λόγω του ανταμώματος των απανταχού Συρρακιωτών, και το πανηγύρι του Αγίου Νικολάου στις 6 Δεκεμβρίου (στα καταστήματα του χωριού), όπου εορτάζεται ο πολιούχος Αγιος του χωριού.