Ο Hugh Coltman ονειρεύεται τον Nat King Cole

Ο Βρετανός μουσικός έρχεται στην Ελλάδα για μία συναυλία αφιερωμένη στον Nat King Cole.

protagon.import

 Σε ηλικία 19 ετών, με όπλο το αστείρευτο ταλέντο και σύμμαχο την πρώτη του μπάντα, τους Hoax,  ο Hugh Coltman, ξεκίνησε να κατακτά το μοναδικό του όνειρο, το τραγούδι. «Ποτέ δεν είχα πιστέψει ότι κάποτε θα μπορούσα να ζήσω από αυτό, οπότε όταν σχηματίσαμε τους The Hoax δόθηκα σε αυτό ολοκληρωτικά. Επίσης, με βοήθησε στις σχέσεις μου με τα κορίτσια, καθώς ήμουν αρκετά ντροπαλός σαν παιδί.» Οι συνεργασίες του περιλαμβάνουν λαμπερά ονόματα της διεθνούς μουσικής σκηνής, όπως ο David Bowie και o Eric Clapton, άνθρωποι που του «μετέδωσαν πολύτιμη ενέργεια, τόσο σε μουσικό αλλά και σε ανθρώπινο επίπεδο», με τον ίδιο να δηλώνει ότι «είναι ένα από τα καλύτερα πράγματα σε αυτό που κάνω».

Αν και βρετανικής καταγωγής, εγκατέλειψε τη μουσική σκηνή του τόπου του και με τη διάσπαση της μπάντας του ξεκίνησε να διερευνά τα μουσικά του μονοπάτια στη Γαλλία, όπου είχε ήδη μία βάση. «Αφού χωρίστηκαν οι Hoax, δεν είχα άλλη επιλογή από το να κινηθώ μακριά για να βρω άλλους μουσικούς. Θα ήταν είτε στο Λονδίνο είτε σε μια άλλη, μεγάλη αγγλική πόλη. Έχοντας μεγαλώσει με τη γιαγιά μου που έζησε στο Παρίσι στα νιάτα της, σκέφτηκα να του δώσω μια ευκαιρία.» Εκεί είχε την ευκαιρία να πειραματιστεί ανοιχτά με το κοινό, κάνοντας εμφανίσεις σε δημόσιους χώρους, σε μία προσπάθεια να ενισχύσει την αυτοπεποίθησή του. «Η όλη μετακίνησή μου στη Γαλλία και το άνοιγμα σε νέες μουσικές και ανθρώπους, μου έδωσε την αυτοπεποίθηση να τραγουδώ τα δικά μου τραγούδια. Έκανα αρκετές ανοιχτές εμφανίσεις με μικρόφωνο, ακόμα και στο μετρό του Παρισιού, τα οποία βοήθησαν πολύ στην απόκτηση εμπειρίας και την καλλιέργεια του μουσικού μου προφίλ.»

Η μουσική είναι «πάντα διασκεδαστική» για τον Hugh Coltman. Ανεξάντλητος στις live εμφανίσεις του, περιοδεύει σε Ευρώπη, Ασία και Λατινική Αμερική, εξελισσόμενος επαγγελματικά και εκπαιδεύοντας τον εαυτό του σε διαφορετικά είδη κοινού ανά τον κόσμο. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της σημασίας διαφοροποίησης κουλτούρας του κοινού, αναφέρει: «Πέρυσι, όταν περιοδεύσαμε με τον Eric Lignin στην Κίνα και το Βιετνάμ, στο τέλος μίας συναυλίας μας εκεί –που φαινόταν ότι έχει πάει πάρα πολύ καλά-, περιμέναμε να μας φωνάξει το κοινό για  encore, όπως συνηθίζεται στην Ευρώπη ή στην Αμερική. Το κοινό, όμως, από τη στιγμή που φύγαμε από τη σκηνή, σταμάτησε απότομα να χειροκροτά και σκεφτήκαμε ‘Ίσως η συναυλία δεν πήγε τόσο καλά όσο νομίζαμε’. Όταν ο promoter μας ρώτησε αργότερα γιατί σταματήσαμε, μας είπε η όλη ιδέα του ένα encore δεν είναι στην κουλτούρα τους. Από σεβασμό προς τον καλλιτέχνη, αφού αυτός εγκαταλείψει τη σκηνή, η συναυλία τελειώνει. Το αντίθετο από αυτό που έχουμε συνηθίσει.»

Έχοντας ξεκινήσει ο ίδιος την καριέρα του σε νεαρή ηλικία, τολμώντας να ρισκάρει και να πειραματιστεί σε διάφορα είδη μουσικής, στην ερώτηση τι θα συμβούλευε τους ανερχόμενους ταλαντούχους μουσικούς, απαντά: «Να είναι όσο το δυνατόν πιο ανοιχτοί σε προκλήσεις και προτάσεις. Εμένα ακόμα με ιντριγκάρει το να δουλεύω επάνω σε διαφορετικά είδη μουσικής. Ωστόσο, αν και δε μου αρέσει να αποκλείω ενδεχόμενα, αμφιβάλλω για το αν θα κάνω ποτέ ένα δίσκο Punk!»

Στις 17/7, ο Βρετανός μουσικός έρχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα για να παρουσιάσει μία μοναδική συναυλία στο Sani Festival, στα πλαίσια του 23ου Jazz On the Hill. Η συναυλία ονομάζεται, «Shadows – Songs of Nat King Cole». H επιλογή του συγκεκριμένου δίσκου αποδίδεται κυρίως στη μητέρα του, που ήταν μεγάλη φαν του δημοφιλούς τζαζίστα. Ο ίδιος δηλώνει ότι όλος ο δίσκος καθώς και η συναυλία στο Λόφο της Σάνης θα είναι ένα αφιέρωμα στον ίδιο τον Cole αλλά κυρίως στη μητέρα του, την οποία έχασε πριν γνωρίσει καλά: «Είναι ουσιαστικά ένα αφιέρωμα μου σε αυτήν, μέσα από τη μουσική του Nat King Cole.»