Ο Γλύπτης που έπλαθε, όταν ο χρόνος κυλούσε

Ο γλύπτης των μεγάλων όγκων παθιαζόταν πολύ με αυτούς: συχνά ξεχνούσε να φάει. Δεν ήταν λίγες, μάλιστα, οι φορές που πουλούσε ακόμη και μεταχειρισμένα γραμματόσημα, για να εξασφαλίσει την πρώτη ύλη των έργων του.

Γιώτα Παναγιώτου

Καμιά φορά ανταμώνει το μάτι με τίτλους βιβλίων που κατορθώνουν σε λίγες λέξεις να πουν όλη τη ζωή ενός ανθρώπου. Τέτοιο ήταν κι αυτό το λεύκωμα, που πριν λίγες μέρες έπεσε στα χέρια μου τυχαία. Ή μοιραία. Γιατί κατόρθωσα να ξεκολλήσω από μέσα του ώρες μετά. Σε ασπρόμαυρο φόντο ένα ανδρικό πρόσωπο, σχεδόν κρυμμένο πίσω από ένα ογκώδες γλυπτό κι από κάτω, σε μπλε πλαίσιο, λευκά γράμματα να σου ψιθυρίζουν σχεδόν συνωμοτικά «Γεράσιμος Σκλάβος, o Γλύπτης που έκανε την Ύλη Πνεύμα».

Και το βλέπεις ξεκάθαρα – δεν γελιέσαι στο βλέμμα του, το πόσο χαρισματικός μπορεί να ήταν ο Κεφαλλονίτης εικαστικός, για τον οποίο πολλοί είπαν πως υπήρξε «ο μεγαλύτερος γλύπτης του 20ου αιώνα μετά τον Τζιακομέτι». Γεννήθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου του 1927. Τα πρώτα γλυπτά που έπλασε ήταν γυμνές γυναικείες μορφές από άμμο στις παραλίες του νησιού του, ενώ αργότερα -όταν υπηρέτησε στο στρατό- τη θέση της άμμου πήρε το χιόνι της Μακεδονίας. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον σπουδαίο Μιχάλη Τόμπρο, ενώ σύντομα το ταλέντο του τον έσπρωξε στο Παρίσι. Εκεί συνδέθηκε στενά με τον κριτικό τέχνης-συλλέκτη Κριστιάν Ζερβός και την Αλί ντε Ροτσίλντ (η συγκεκριμένη του πρόσφερε και το ατελιέ του).

Το έργο του Σκλάβου είναι πολυδιάστατο και μνημειακό, παθιασμένο και άκρως προσωπικό. Μοιάζει σαν να είχε λάβει θεία εντολή για να το κάνει, άμεσα, σχεδόν τρέχοντας, σαν κάποια ανώτερη δύναμη να τον έχει πείσει μυστικά ότι ένα έργο τέχνης αντέχει στον χρόνο μόνον αν ξεπεράσει ορισμένα όρια, αν είναι δουλεμένο σε άπειρες διαστάσεις. Ο ίδιος άλλωστε δήλωσε σε συνέντευξή του «είμαι βέβαιος γι' αυτό πως η συνέχισις των γραμμών και των όγκων στο άπειρο και η ενότητα με τον γύρω του χώρον και φως κάνουν το έργο βιώσιμο κι' αθάνατο…».

Και τι άλλο παρά αυτό είναι οι δημιουργίες του Σκλάβου. Φως, ενέργεια, ψυχή, μια μυστικιστική αγάπη για την πατρίδα, όλα μαζί δουλεμένα με άφταστη ένταση. Το 1960 ο ίδιος επινόησε μια τεχνική η οποία του επέτρεψε να δημιουργήσει γλυπτά από πολύ σκληρά υλικά (γρανίτη, ροζ πορφυρίτη Αιγύπτου, χαλαζίτη κ.λπ.), χρησιμοποιώντας φωτιά οξυγόνου και ασετιλίνης. Αυτή του η ανακάλυψη (που αργότερα ο ίδιος την ονόμασε τηλεγλυπτική) του άνοιξε νέους δρόμους, καθώς ένιωθε ότι τον προκαλούσαν τα σκληρά και δύστροπα υλικά και ήθελε να τα σπάσει. Να φτάσει στην ουσία. Στα βαθύτερα εσώψυχα της πέτρας. Χωρίς να την τραυματίσει. Όχι. Ήθελε μόνο να τη δει να πάλλεται.

Ο χαρισματικός Γεράσιμος Σκλάβος, ο οποίος ξεκίνησε να φιλοτεχνεί αρχικά πορτρέτα και νεκρές φύσεις, γρήγορα εγκατέλειψε τις παραστατικές απεικονίσεις και ασχολήθηκε με την αφαιρετική απόδοση της ανθρώπινης μορφής. Ο γλύπτης των μεγάλων όγκων παθιαζόταν πολύ με αυτούς: συχνά ξεχνούσε να φάει. Δεν ήταν λίγες, μάλιστα, οι φορές που πουλούσε ακόμη και μεταχειρισμένα γραμματόσημα, για να εξασφαλίσει την πρώτη ύλη των έργων του.

Ένα από αυτά «Η φίλη που δεν έμενε» (σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, στο Κέντρο Ζορζ Πομπιντού) από γκρίζο γρανίτη, θα του στερήσει τη ζωή. Κάποιο βράδυ, στο εργαστήριό του, σκοντάφτει πάνω της κι εκείνη τον καταπλακώνει σε μια θανάσιμη αγκαλιά η οποία διαλύει το θώρακα και τον αυχένα του δημιουργού της.
Στον κήπο του  ξενοδοχείου Αμαλία στους Δελφούς στέκεται και συνομιλεί με την Κασταλία Πηγή τα βράδια ένα από τα αριστουργήματά του. Το «Δελφικό Φως». Περίοπτο, λευκό, ρωμαλέο, αποτελεί την απτή, καίρια παρέμβασή του στον κόσμο της γλυπτικής. Σύνορο, όπως θα έλεγε κι εκείνος  «ανάμεσα στον πραγματικόν, στον ιδεατόν και ψυχικόν κόσμον». Στο κέντρο του ο καλλιτέχνης σκάλισε ένα άνοιγμα και μέσα έριξε χώμα από την Κεφαλλονιά.