Ενας τρελός, μα τι τρελός; Πόσο τρελός; Τόσο που μπορεί να δει τον κόσμο αλλιώς. Ίσως και τον κόσμο μας, από εκεί επάνω, από το «άλλο επίπεδο αντίληψης του κόσμου στο οποίο αίρεται», ακριβώς λόγω αυτής της τρέλας, ο Αυξέντι Ιβάνοβιτς Ποπρίτσιν. Ή μάλλον εκεί που τον βάζει ο Νικολάι Γκόγκολ. Με φόντο ένα δημοσιοϋπαλληλίκι και γύρω έναν κόσμο από τέρατα: κομπιναδόροι, νεόπλουτοι, επηρμένοι, δυσαρεστημένοι δημόσιοι υπάλληλοι…
Και αν δεν τα πιστεύετε όλα αυτά, ρωτήστε και τον (διάσημο) νευρολόγο – ψυχίατρο Ματθαίο Γιωσαφάτ. Πάντως ο Σωτήρης Χατζάκης τον ρώτησε. Και μελέτησε. Και έμαθε. Καλή η τρέλα, αλλά να ξέρουμε και τα βασικά. Ειδικά όταν ο ήρωάς του, που τον φέρνει ύστερα από 17 χρόνια ξανά στη σκηνή ως ηθοποιό – και ουχί μόνον ως σκηνοθέτη -, ο Ποπρίτσιν της 9ης βαθμίδας στο δημοσιοϋπαλληλίκι πάσχει από μια κλινική νόσο, που εκδηλώνεται σιγά σιγά. Μια ψύχωση, η οποία ξυπνάει, ανοίγει κατά την ορολογία της Ψυχανάλυσης, και οφείλεται σε μια παλιά και μόνιμη κατάθλιψη.
Τι σας θυμίζει, τι σας θυμίζει, ε; Κάτι κοντινό; Πολύ κοντινό; Κάτι από το σήμερα; Πάντως, αποφάνθηκε εν προκειμένω ο Ματθαίος Γιωσαφάτ, επιστημονικός αρωγός στο «Ημερολόγιο ενός τρελού» του Νικολάι Γκόγκολ, το μονόλογο τον οποίο ο Σωτήρης Χατζάκης ξαναβλέπει εξαρχής, μακριά από τη γαλλική – παραποιημένη; – μετάφραση που είχε δει μέχρι τώρα σχεδόν αποκλειστικά το φως της ελληνικής θεατρικής σκηνής, ακόμη και με μεγάλες ερμηνείες (π.χ. του Δημήτρη Χορν). Ψυχιατρικά, αποφάνθηκε. Διότι ο Σωτήρης Χατζάκης αποφάνθηκε, ύστερα κι από αυτό, θεατρικά: «Είναι τόσο μεγάλη η δύναμη της σάτιρας στον Γκόγκολ (σ.σ.: πιστεύει πολύ σε αυτήν, τη σάτιρα), ειδικά ως κριτική ματιά στις δομές και τους ανθρώπους της εποχής, που αυτή η τρέλα τον αποδομεί μεν, τον κάνει διεισδυτικό παρατηρητή της ανθρώπινης ύπαρξης δε».
Ο 42χρονος ήρωάς του, ο ρώσος δημοσιοϋπαλληλίσκος Ποπρίτσιν, εργάζεται σε ένα υπουργείο, σε μια θέση που διόλου δεν τη θέλει. Διορθώνει πένες και κάνει θελήματα για τον διευθυντή. Καθόλου δεν έχει προχωρήσει στην ζωή του και ασφυκτιά μέσα στο δημοσιοϋπαλληλικό καθεστώς. Χώρια ότι έχει ερωτευθεί την κόρη του διευθυντή αλλά για να την κατακτήσει χρειάζεται αξιώματα, τα οποία έχει αμελήσει χρόνια, ως «ερασιτέχνης της χρόνωσης του βίου», και έτσι απορρίπτεται. Και τον περιγελούν. Και καταφεύγει σε «έναν μεγαλειώδη εαυτό, δηλαδή στην νεοελληνική παθαίνει αυτό το «ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;» και γίνεται, στο μυαλό του, ο βασιλιάς της Ισπανίας Φερδινάνδος». Υφίσταται βασανιστήρια και εγκλεισμό, αλλά «μέχρι το τέλος δεν υπάρχει ούτε χαραμάδα αμφιβολίας ότι δεν είναι βασιλιάς και μάλιστα βασιλιάς μαρτυρικός».
Βέβαια, φεύγοντας από τον τόπο και το χρόνο, ο ήρωας καταφέρνει να παρατηρεί τον κόσμο μέσα από πρίσμα ενός – ας το πούμε έτσι, όπως το βλέπει ο Σωτήρης Χατζάκης – underground κόμικ, σαν την «Αμαρτωλή πόλη», το Sin City. Παραμένοντας ένας «αβάσταχτα κωμικός ήρωας. Ένας τραγέλαφος. Που η απόσταση από τα θέλω ως τα πρέπει του είναι πολύ μεγάλη. Όπως σήμερα, η δική μας. Εξ ου και μιλάμε για μία κωμωδία του βίου. Το σημαντικότερο δε είναι πως δεν μιλάμε για μία ξεχωριστή περίπτωση. Είναι ένας απ’ όλους μας. Κι εμείς, αν στοιβάξουμε και στριμώξουμε τα θέλω μας και ζούμε με την ακλόνητη διαχρονία του πρέπει των εποχών θα μπορούσαμε, κανονικά, να είμαστε στη θέση του».
Με δυο λόγια – από το Σωτήρη Χατζάκη πάντα – «το έργο του Γκόγκολ θέτει το γνωστό από την αρχαία τραγωδία πάθος-μάθος». Και δη όχι μέσα σε ένα κλίμα κατάθλιψης, στην προκείμενη παράσταση, που μόλις ξεκίνησε στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, αλλά σε μία «κλοουνερί». Καθώς ο Ποπρίτσιν είναι «ένας Ρώσος κλόουν σε ένα έργο στο οποίο έχουμε μια συνεχή ανάφλεξη του κωμικού, μια ροή με τελετουργική κωμικότητα».
Πώς μπορεί, άραγε, ένας σκηνοθέτης ύστερα από αυτή την τρέλα της τελετουργικής κωμικότητας να περάσει στην εποχή της γένεσης, ή μάλλον της εκκόλαψης, ενός τέρατος; Πώς, δηλαδή, μπορεί ο Σωτήρης Χατζάκης από το «Ημερολόγιο ενός τρελού» να περάσει – ύστερα και από έναν κύκλο διαλέξεων για τις «Περιπέτειες του ηθοποιού» στο Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη και σεμινάρια γραφής θεατρικού έργου – να περάσει στο προπολεμικό και παρενδυτικό Βερολίνο, στην εποχή της ανόδου του ναζισμού. «Όταν το αυγό του φιδιού εκκολάπτεται, όπως και σήμερα», κατά πως λέει ο σκηνοθέτης που διάλεξε για την υπερπαραγωγή του πολυβραβευμένου μιούζικαλ «Cabaret» στο Παλλάς – διότι γι’ αυτό μιλάμε – την Τάμτα ως Σάλι Μπόουλς του και τον Τάκη Ζαχαράτο ως Κομπέρ του (ήδη ξεκίνησε η προπώληση για τον Φεβρουάριο του 2018 – από την Τετάρτη 7 του μήνα, συγκεκριμένα).
Το ερώτημα είναι πώς είναι δυνατόν σε μια τέτοια εποχή να ευδοκιμούν έρωτες, όπως αυτός της Σάλι Μπόουλς (θυμάστε την Λάιζα Μινέλι στο κινηματογραφικό «Cabaret»;), καθώς γύρω διαχέεται ο φασισμός και ο ναζισμός, «που πάντα στηρίχθηκαν στη λαϊκή συμμετοχή» – ή στη λαϊκή απογοήτευση, θα προσθέταμε – επωάζοντας και «μια αντίληψη πολιτικής που περιέχει βία, εξοστρακισμό, ρατσισμό, δηλητηριάζοντας και τις προσωπικές και τις κοινωνικές σχέσεις.
Παράξενο; Και όμως, κατά το Σωτήρη Χατζάκη, το ερωτικό στοιχείο, το σεξουαλικό αν θέλετε, «το ανθρώπινο σώμα ανθοφορεί σε όλη του την αμαρτία σε τέτοιες καταστάσεις. Πάντοτε, σε τέτοιες εποχές (σ.σ.: σαν τη δική μας που επίσης επωάζεται, ξανά, το αυγό του νεοναζιστικού φιδιού) έχουμε το ερωτικό στοιχείο σε έξαρση, ριζικό και πρωτεϊκό όπως είναι. Επιστρατεύεται σαν αντίδοτο στο θάνατο. Και ο ερωτισμός είναι και γίνεται το ενστικτικό καταφύγιο του είναι». Ερωτισμός. Ιδού λοιπόν το πρώτο στοιχείο αυτής της παράστασης του «Cabaret», στην οποία θα συμμετέχουν και οι Βασίλης Μπισμπίκης (βαρόνος), Τάσος Νούσιας, Κατερίνα Διδασκάλου, Ευθύμης Ζησάκης, Δήμητρα Λημνιού κ.ά., πάνω στα σκηνικά του Μανόλη Παντελιδάκη και μέσα στα κοστούμια του Άγγελου Μέντη, με το λόγο που απέδωσε ο Αντώνης Γαλαίος και στα τραγούδια η Αφροδίτη Μάνου και υπό τη μουσική διεύθυνση του Αλέξη Πρίφτη. Ερωτισμός που διαχύθηκε, παράλληλα με την άνοδο του ναζισμού, στην Ευρώπη.
Εδώ να προσθέσουμε και την ολοένα αυξανόμενη – παράλληλη επίσης – παρουσία (και στον ερωτισμό) της ετερότητας, «που μόνον αυτή μπορεί να κάνει την ανατροπή και να δει τα πράγματα διαφορετικά». Τουλάχιστον σε τέτοιες εποχές. Για το Σωτήρη Χατζάκη ο ρόλος του Κομπέρ στο «Cabaret» ξεκινάει από τους μίμους της ρωμαϊκής εποχής και, περνώντας από τους κλόουν, φτάνει στους μεταμοντέρνους κλοσάρ του Μπέκετ. Που «μιλούν με αμφισημία και με διφορούμενα, διότι κάτι τους υποχρεώνει σε αυτό, τους καταπιέζει». Βέβαια, κατά το σκηνοθέτη «ο ερωτισμός μπορεί εύκολα να γίνει συντηρητισμός όταν είναι ψεύτικος και στημένος».
Τι έχει να μας πει, πέρα και πίσω από όλα, το «Cabaret»; «Ζούμε πάντοτε με το δόγμα, στο οποίο ό,τι πολιτικό ή θρησκευτικό διεκδικεί πάντοτε επίσης το αλάθητο. Και έρχεται η Τέχνη να μας πει: Όχι, δεν είναι όλα αλάθητα. Υπάρχει ρωγμή».
«Προοδευτικοί καντηλανάφτες της εξουσίας»
Έλα όμως που το αλάθητο πολλές φορές το διεκδικούν και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες. Εκείνοι οι καλλιτέχνες τους οποίους χρησιμοποιεί το σύστημα για να «μεταποιήσει» ή να «αποσιωπήσει» ό,τι του είναι ενοχλητικό. Όποιο έργο του είναι ενοχλητικό, αλλά με το χρόνο – και τη διαχρονικότητα – του έχει καταστεί αναγκαίο κακό. «Οι ίδιοι οι καλλιτέχνες αποκρύπτουν μεγάλα τμήματα αυτών των έργων από το κοινό. Μέσω της φόρμας. Αποδομούν, μεταμοντερνίζουν και διαλύουν τα έργα ώστε να μην φτάσει ποτέ στους θεατές η ουσία τους, αλλά μια φόρμα ουσιαστικής αναπηρίας. Έτσι φτάσαμε να έχουμε μοντέρνους καλλιτέχνες ως λογοκριτές αυτών των έργων. Δεν ασκεί δηλαδή λογοκρισία το δόγμα, αλλά γι’ αυτό έχει εκείνους που ονομάζω προοδευτικούς καντηλανάφτες της εξουσίας».
Την ίδια ώρα, ο ίδιος Σωτήρης Χατζάκης στήνει για τις 6-20 Μαρτίου ένα ακόμη πλάνο, ως σκηνοθέτης και ερμηνευτής και πάλι (ήταν να μην επιστρέψει στη σκηνή ύστερα από 17 χρόνια, από την περίφημη «Φόνισσά» του και εννέα από το «Δέκα» του Μ.Καραγάτση στην τηλεόραση). Μιλάμε για το «Allegria opus 147 – το τελευταίο μάθημα» του Γάλλου Ζοέλ Ζουανό, που σε μετάφραση – προσαρμογή της Λουίζας Μητσάκου, θα παρασταθεί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, με ζωντανή μουσική. Έναν δραματοποιημένο μονόλογο, βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα από τα τελευταία χρόνια της ζωής του Ρώσου συνθέτη Ντμίτρι Σοστακόβιτς.
«Είναι άλλη η λειτουργία του ηθοποιού», μου λέει στο φινάλε της κουβέντας μας ο Σωτήρης Χατζάκης. Και αυτή η λειτουργία χρειάζεται… σώμα. «Αν δεν έχει σώμα η λειτουργία σου, γίνεται δοκίμιο. Απλά μια μελέτη για τον άνθρωπο. Και το ζήτημα είναι ότι μιλάμε για τους ανθρώπους, αλλά δεν μιλάμε πια με τους ανθρώπους. Ο ηθοποιός, λοιπόν, είναι μια καλλιτεχνική βόμβα μολότωφ της εποχής. Διότι το μόνο που μπορεί να προβάλει αντίσταση σε αυτές τις εποχές είναι το σώμα. Αυτό αντιστέκεται – και το λέω και για το «Cabaret» αυτό – στη μονοσήμαντη αναπαραγωγή. Σε μια αναχρονιστική ματιά στον ερωτισμό. Στο φαρισαϊσμό. Η εμβίωση μιας ιδέας σήμερα είναι ό,τι πιο σημαντικό. Να την περνάς δηλαδή μέσα από το ίδιο – και όλο – το σώμα σου. Διότι ό,τι δεν έχεις ζήσει με το σώμα δεν έχει ή δεν θα καταγραφεί τελικά πουθενά».