«Δεν θέλω να με αγαπάς ως μ’ αγαπούν οι άλλοι, / μ’ αγάπην ομοιάζουσαν της αύρας τας ριπάς / Το αίσθημα του έρωτος στιγμήν, ως άνθος, θάλλει. / Εδώ υπάρχει θάνατος. Αλλού να μ’ αγαπάς! (…) Εδώ, εδώ! πριν την ζωήν ο θάνατος μαράνη / και φθινοπώρου πριν ιδής ημέρας σκυθρωπάς. / Ταχύτερον ο έρως σου ο μέγας θ’ αποθάνη. / Πολύ πριν παύση η ζωή, θα παύσης ν’ αγαπάς (…) Κι εδώ, κι εδώ θα σ’ αγαπώ, κι υπό την γην, κι επάνω, / και εις θανάτου έρεβος, κι εις βίου αστραπάς. / Δεν είναι χώμα η ψυχή, ποτέ δεν θ’ αποθάνω. / Είναι ζωή κι ο θάνατος, οπόταν αγαπάς».
Πείτε μου στ’ αλήθεια ότι αυτό το ποίημα του Ναυπλιώτη ρομαντικού ποιητή του 19ου αιώνα Αχιλλέα Παράσχου (ή κατά κόσμον Νασάκη) είναι εκείνο που θα περιμένατε από τα χείλη ενός 20χρονου. Σήμερα! Και όχι μόνον από τα χείλη, αλλά και από την έμπνευση. Και όμως. Ο Μιχάλης Καλογεράκης όχι μόνον έκανε τα χείλη του έδαφος πρόσφορο για αυτό το εμφατικό «Είναι ζωή κι ο θάνατος οπόταν αγαπάς», αλλά το έκανε και μουσική του έμπνευση. Μιλάμε όμως για ένα παιδί, ένα Κρητικάτσι που θα λέγαμε, το οποίο από τα 15 μελοποιούσε και έπλαθε σε παράσταση, μεγαλύτερη από τα σχολικά δεδομένα, στίχους του Ηρακλειώτη ποιητή και δοκιμιογράφου Μηνά Δημάκη, στα 18 του βουτούσε στους 2.000 ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους για να μελοποιήσει «Το Βουκολικόν» του Ρεθυμνιώτη πατέρα της κρητικής λαογραφίας και δημοδιδασκάλου του 19ου αιώνα Παύλου Βλαστού και λίγο μετά εμφορούσε τραγούδια με τους στίχους του Πάουλ Τσέλαν ή του Τζελαλαντίν Ρουμί (για το άλμπουμ «Προσωπικό», με τη συνεργασία της Μαρίας Φαραντούρη και άλλων).
«Για μένα δεν είναι τόλμημα να ασχοληθώ με κάτι τόσο παλιότερο», με αποστομώνει ο Μιχάλης Καλογεράκης όταν τον ρωτάω για τη μουσική βουτιά στο θαυμαστό, καθαρευουσιάνικο, ποίημα του Αχιλλέα Παράσχου. Και θυμάται ότι στην περίπτωση του Βλαστού, που του ανέθεσε να μελοποιήσει το Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν μεγάλο όγκο ουσιαστικά ανεξερεύνητων χειρογράφων του, επί ένα τρίμηνο, όσο να εκδώσει αρχειακά το «Βουκολικόν» (που εκδόθηκε το 2012). Κατά κάποιον τρόπο «έφταιγε» γι’ αυτή του την ενασχόληση το λαούτο που του πήρε ο πατέρας του, για να παίζει τα κρητικά, και μην ξέροντας να παίξει σε αυτό τραγούδια που αγαπούσε, μαζί με τον αδελφό του, τον Παντελή, αποφάσισε να δοκιμάσει να γράψει μουσική «πάνω σε ένα έργο που δεν ξέρω για να παίξω έτσι το όργανο που δεν ξέρω».
Μπερδεμένα; Καθόλου. Η ανακάλυψη είναι εδώ το κλειδί. Εξαρχής. Και διαρκώς. Αενάως, αν θέλετε. Κάπως έτσι αργότερα, στα χρόνια που τον έστειλαν οι δικοί του από το Ηράκλειο Κρήτης στην Αθήνα, για να σπουδάσει Οργάνωση και Διοίκηση Επιχειρήσεων στην ΑΣΟΕ και τον αδελφό του, Παντελή, στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, εκείνο που έκανε ήταν να ανακαλύπτει. Έστω και στην τύχη, μπαίνοντας απλά σε ένα βιβλιοπωλείο. Να ανακαλύπτει ποιητές και ποίηση. Και να τους συναντά σε καφέδες ή σε γεύματα, να τους «διαβάζει», να τους κατανοεί. Προσπαθώντας παράλληλα στην κιθάρα του ή στο πιάνο να τους δώσει ήχο μουσικό. Ανακάλυψη και δημιουργία. Στα πρώτα τρία χρόνια της Αθήνας, που όπως μου λέει «είμασταν δύο κωλόπαιδα που τα έχουν στείλει οι γονείς τους στην Αθήνα για να σπουδάσουν και δεν κάνουν τίποτα, παρά να γράφουν, να διαβάζουν, να συναντούν ποιητές». Αυτή η «λίγο γκονταρική περίοδος με την ησυχία, την κάποια ενδοσκόπηση, την πολλή ποίηση και την ανάγκη προσδιορισμού» έκλεισε έναν κύκλο τριών χρόνων αλλά κατά κάποιον τρόπο συνεχίζεται και σήμερα. Στα 25 τους πλέον. Και του Μιχάλη Καλογεράκη και του μόνιμου συνοδοιπόρου του – και στο δημιουργικό κομμάτι και στο ερμηνευτικό – Παντελή Καλογεράκη. Του δίδυμού του αδελφού, δηλαδή.
«Τότε», μου λέει, «εκείνο, το μόνο ίσως, που με απασχολούσε και που με άγχωνε ήταν πως θα μιλήσω λόγου χάριν με τον ποιητή Γιάννη Στίγκα. Γενικά, θέλαμε με ταχύτατους ρυθμούς να φτάσουμε κάπου. Να πούμε εμείς είμαστε αυτό. Ήταν και είναι όμως αυτό μια εξέλιξη διαρκής. Θέλεις να φτάσεις κάπου και δεν φτάνεις τελικά ποτέ. Και αυτό που λέμε δρόμος, διαδρομή, είναι απλώς μέρος του δρόμου. Όταν το καταλάβαμε αυτό ήρθαν δίπλα μας και άλλοι, όπως η Μαρία Φαραντούρη και η Μάρθα Φριντζήλα και μας είπαν «καταλαβαίνουμε». Μας έδειξαν πως δεν είμαστε μόνοι μας σε αυτό. Μας έμαθαν και πράγματα. Όπως το να κοιτάς την ευτυχία, όχι την επιτυχία». Κάπως έτσι έφτασαν στο άλμπουμ «Προσωπικό» με μελοποιημένη ποίηση πολλών και του αγαπημένου τους Μιχάλη Γκανά (για αρκετό διάστημα τον ακολουθούσαν στις ανά την Ελλάδα παρουσιάσεις του), αλλά και στην Ακρόαση της «Μικρής Άρκτου», που προτείνει συνεχώς νέους δημιουργούς και ερμηνευτές, όπως τον Απόστολο Κίτσο, που είναι και η φωνή στο τελευταίο εγχείρημα με τίτλο «Κάτι παράξενο». Πάντα ποιητικό. Από τον Παράσχο μέχρι στίχους από το «Καληνύχτα» του Μάνου Χατζιδάκι και του Γκανά. Με τη συμμετοχή της Έλλης Πασπαλά – άλλη μία που βρέθηκε δίπλα τους – και της πολύ καλής και πολύ νεανικής Underground Youth Orchestra, υπό τον μαέστρο της Κώστα Ηλιάδη. Και βέβαια σε κυκλοφορία της «Μικρής Άρκτου». Με τραγούδια που τώρα αποτελούν την πρώτη ύλη για μια «συνολική» μουσική παράσταση των Μιχάλη Καλογεράκη, Απόστολου Κίτσου, με την συμμετοχή του Παντελή Καλογεράκη, την Παρασκευή 16 Μαρτίου στο PassPort Upstairs.
Φτάσαμε στο – μέχρις εδώ – τέλος της συνεχιζόμενης διαδρομής και προσπεράσαμε πολλά και σημαντικά της αρχής. Πάμε λοιπόν πίσω. Πριν από 25 χρόνια, όταν στο Ηράκλειο Κρήτης γεννιούνταν οι δίδυμοι Μιχάλης και Παντελής Καλογεράκης. Παιδιά ενός καθηγητή στις Αρχάνες και μιας δασκάλας σε παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες. «Θεμελιώδες αυτό, αγαπητέ Γουότσον», που έλεγε και ο Σέρλοκ Χολμς. Για τις απαρχές. Και για τον σεβασμό στα ενδιαφέροντά τους, όπως μου λέει ο Μιχάλης Καλογεράκης. Ποιος είναι ο… μεγαλύτερος; «Νομίζω ότι έχουμε διαφορά ενός δευτερολέπτου, καθώς η γέννα έγινε με καισαρική», μου λέει γελώντας ο ήρωας της ιστορίας μας. «Εγώ απλώς ήμουν παραπάνω σε γραμμάρια, οπότε θεώρησαν εμένα ως πιο μεγάλο. Άλλωστε η κοινωνία βαίνει να το στρώσει, να το τακτοποιήσει το θέμα. Διότι πως θα μεγαλώνουν δύο παιδιά με την ίδια ακριβώς ηλικία; Έτσι οι γονείς μου έλεγαν: Πρόσεχε τον μικρό».
Μιχάλης και Παντελής, μαζί πάντα, στο 20ό Δημοτικό Σχολείο Ηρακλείου πρώτα. Και στο Γυμνάσιο και στο 8ο Λύκειο Ηρακλείου στη συνέχεια. Πάντα μαζί. «Κάναμε παρέα μεταξύ μας. Και με κορίτσια. Παίζαμε και τένις, καθώς ο πατέρας μας ήθελε να έχουμε δραστηριότητες». Μέχρι που ήρθε στην ζωή τους – και κυρίως του Μιχάλη – η φιλόλογος Ντιάνα Μανουρά (που έφυγε από την ζωή τα Χριστούγεννα). Και εκεί που τους μιλούσε για τον Ελύτη, τους έφερνε να ακούσουν για δύο διαδοχικά μαθήματα το μελοποιημένο «Άξιον Εστί», κατά Μίκη Θεοδωράκη. Και άνοιξε η πόρτα της ποίησης. Διάπλατα. Και ο Μιχάλης Καλογεράκης, μαζί με τον Παντελή, και άλλους μαθητές που τραγουδούσαν ή χόρευαν έπλασαν ολόκληρη παράσταση, δουλεμένη οκτώ μήνες, χορογραφημένη, βελτιωμένη στην τελευταία της λεπτομέρεια: «Μαθητεία στην ποίηση του Μηνά Δημάκη». Με τον υπότιτλο «Ποίημα είναι η φωνή από χαρμόσυνους κόσμους». Μια παράσταση που έπαιξε στο Ηράκλειο και δημιούργησε θέμα (κάπως έτσι έφτασε να τον καλέσει το Ιστορικό Αρχείο Κρήτης για την χρηματοδότηση της μελοποίησης και ηχογράφησης του «Βουκολικού»). Μια παράσταση για την οποία ο αξέχαστος δάσκαλος Δημήτρης Μαρωνίτης είχε αποφανθεί, συγκινημένος: «Τέτοια υπεράσπιση της Ποίησης δεν έχω ξαναδεί».
Έτσι η ποίηση μπήκε βαθιά μέσα τους. Χάρη καταρχάς στην καθηγήτρια Ντιάνα Μανουρά («η μουσική μητέρα» τους), που τους ορμήνευε να μην «μασούν το λόγο». Ήταν ακόμη η εποχή που ο Μιχάλης Καλογεράκης με την κιθάρα στα χέρια προσπαθούσε να μάθει να τραγουδάει ό,τι υπήρχε γύρω του. Να, όπως τα Άπαντα του Σεφέρη. Που μέχρι τότε έπαιζαν μαζί τους με τον Παντελή και γελούσαν, καθώς δεν καταλάβαιναν τι έλεγε ο ποιητής. «Όλο αυτό ξεκίνησε πολύ απλά. Και αυτό ήταν το σημαντικό. Και έφτασε πιο πολύ να μας συνδέει με τα πράγματα ο λόγος παρά η μουσική. Αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο είναι η action poetry (σ.σ.: η ποίηση εν δράσει; Η δραστική ποίηση;). Κάπως έτσι χειριστήκαμε τα ποιήματα που μας έδωσε η Ντιάνα Μανουρά, του Μηνά Δημάκη, του Άρη Δικταίου, του Νίκου Γκάτσου, του Μιχάλη Γκανά, που αυτό έγινε αφορμή για να τον γνωρίσω. Διαβάζοντας τους στίχους, τους τραγουδούσα διότι έτσι μπορούσα να τους καταλάβω καλύτερα». Βέβαια, τότε, μου παραδέχεται, τα πρώτα τραγούδια ήταν «βαρετά». Όμως έτσι φτάσαμε σε τόσα και τόσα τραγούδια, πάνω σε τόσους και τόσους ποιητές, τόσες ζωντανές εμφανίσεις στο Ηράκλειο, στην Αθήνα και αλλού και στο «Κάτι παράξενο» (το ομότιλο τραγούδι σε ποίηση της – γεννημένης στο Αμβούργο – Αριστέας Παπαλεξάνδρου. Και στον ρομαντικό Αχιλλέα Παράσχο της αρχής και του «Αλλού να μ’ αγαπάς». Ίσως το νεότερο τραγούδι του Μιχάλη Καλογεράκη. Εκεί που «είναι ζωή κι ο θάνατος οπόταν αγαπάς»…
Info
«Κάτι παράξενο» στο PassPort Upstairs (Κεραμεικού 58, τηλ. 210-5222.203) την Παρασκευή 16 Μαρτίου, στις 22:30
Ενορχήστρωση: Απόστολος Κίτσος
Ερμηνεία: Απόστολος Κίτσος, Μιχάλης Καλογεράκης, Παντελής Καλογεράκης
Τιμές: 12€ (με μπύρα ή κρασί στο μπαρ), 17€ (με μπύρα ή κρασί σε τραπέζι).