Η Όρσα (Πηνελόπη Τσιλίκα), ζει με την αδελφή της Μόσχα (Σοφία Κόκκαλη) και τη μητέρα της Μίνα, σε «αρχοντικό» στην Άνδρο, μιας και ο πατέρας τους, όντας καπετάνιος που τσιλημπουρδίζει στον Ατλαντικό, έχει φροντίσει να μην τους λείπει τίποτε. Η Όρσα ερωτεύεται τον φτωχό Σπύρο Μαλταμπέ (Ανδρέας Κωνσταντίνου), αλλά γάμος δεν γίνεται ποτέ, μιας και η μάνα της που κάνει κουμάντο στο σπίτι, κοιτάει πρώτα τη «φορολογική δήλωση» και όχι τα συναισθήματα. Ο Σπύρος με τα χρόνια γίνεται υποπλοίαρχος και σιγά-σιγά καπετάνιος, ώστε να μπορέσει να παντρευτεί την Όρσα, μόνο που στο ενδιάμεσο, εκείνη, υποκύπτει στις πιέσεις της μάνας της και παντρεύεται τον καπετάνιο Νίκο Βατοκούζη (Μάξιμος Μουμούρης) με τον οποίο αρχίζει και κάνει παιδιά! Η αδελφή της Μόσχα, πιο εύθυμη ως χαρακτήρας και ανοιχτή καρδιά, έχοντας μείνει για αρκετό καιρό μόνη… γνωρίζει τον καπετάνιο πλέον Σπύρο Μαλταμπέ, πρώην της αδελφής της, χωρίς όμως εκείνη να το γνωρίζει, με τον οποίο παντρεύεται. Ο έρωτας της Όρσας για τον Σπύρο σιγοκαίει από την αρχή της γνωριμίας τους, μέχρι που τα πάντα καταρρέουν με την έναρξη του Β' παγκοσμίου πολέμου.
Ο Παντελής Βούλγαρης από τα πρώτα λεπτά κιόλας της ταινίας, μας μεταφέρει με αριστοτεχνικό τρόπο, στην κατάσταση και στην εποχή που αποτυπώνει το βιβλίο της Ιωάννας Καρυστιάνη «Μικρά Αγγλία», η οποία μάλιστα υπογράφει και το σενάριο της ταινίας. Η σκοτεινή φωτογραφία της ταινίας, όπως επίσης και η κατεύθυνση που έχει δώσει ο Βούλγαρης στους ηθοποιούς, παραπέμπει σε έναν νοσταλγικό χωροχρόνο, λες και οι ήρωές της δεν ζουν στο τότε, που είναι το παρόν τους, αλλά στο παρελθόν. Η θεατρικότητα με την οποία παίζουν οι πρωταγωνίστριες Πηνελόπη Τσιλίκα και Σοφία Κόκκαλη, καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, είναι ένα στοιχείο που είτε δεν θα σου αρέσει καθόλου, είτε θα λατρέψεις, καθώς αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της αισθητικής της ταινίας και της ταυτότητάς της. Όσον αφορά τις 2 ηθοποιούς, πιστεύω πως γινόμαστε μάρτυρες 2 νέων ταλέντων της υποκριτικής, τις οποίες θα «πετυχαίνουμε» πολύ συχνά μπροστά μας τα επόμενα χρόνια, καθώς έχουν πάρα πολλά να δείξουν και να δώσουν. Τόσο η Π. Τσιλίκα, με την πολύ καλή εκφραστικότητα, όσο και η Σ. Κόκκαλη με την ξεχωριστή «στάση σώματος» που έχει, αποτελούν μικρά διαμαντάκια που έχει βγάλει το Εθνικό.
Ο Παντελής Βούλγαρης έχει αποδείξει τόσα χρόνια τώρα, πως μπορεί να κάνει ωραίες και καλές ταινίες με αρχή, μέση και τέλος. Το αυτονόητο δηλαδή, που κάποιοι σκηνοθέτες δεν μπορούν να κάνουν με καμιά δύναμη. Η μόνη μου ένσταση για την ταινία, είναι για το σενάριο, στο οποίο συναντούμε διαλόγους οι οποίοι λογοτεχνικά μπορεί να εξυπηρετούν στην εξέλιξη της ιστορίας και να διαβάζονται ευχάριστα στο βιβλίο, κινηματογραφικά όμως δεν μπορούν να σταθούν τόσο, αποδυναμώνοντας σε κάποια σημεία την ταινία. Το φιλμ διαρκεί 2 ώρες και 40 λεπτά… κι όμως στο τέλος… θες κι άλλο λίγο.