Στις 16 Οκτωβρίου 1793, την ώρα που η Μαρία Αντουανέτα ανέβαινε στο ικρίωμα, δεν θεωρούνταν πλέον άνθρωπος. Στον σκανδαλοθηρικό Tύπο της εποχής ήταν γνωστή ως «η Αυστριακή» («l’Autrichienne»), αλλά και ως «σκύλα», «λύκαινα», «τίγρη», «το τέρας που δραπέτευσε από τη Γερμανία» για να «τρέφεται με το αίμα» των Γάλλων· στη δίκη της την αποκάλεσαν «νέα Αγριππίνα» και κατηγορήθηκε για σεξουαλική παρενόχληση του γιου της και αιμομειξία.
«Αναιδής και αυθάδης μέχρι τέλους», όπως είπε ένας από τους κατηγόρους της, «η σκύλα» πάτησε ακόμη και τα πόδια του δήμιου. «Επιτέλους», κατέληξε ένας δημοσιογράφος όταν το τσεκούρι τής έκοψε τον λαιμό, «η πουπουλένια τάρτα αποκεφαλίστηκε», αναφέρει στην Telegraph η Φράνσις Γουίλσον με αφορμή τη νέα μίνι σειρά του BBC2 «Marie Antoinette».
Ωστόσο, μετά την αποκατάσταση του βασιλικού οίκου των Βουρβόνων, το 1814, η Μαρία Αντουανέτα άρχισε να αντιμετωπίζεται σαν αγία. Θυμήθηκαν ότι είχε ζητήσει συγγνώμη από τον δήμιο επειδή παραπάτησε («Συγχωρήστε με, κύριε, δεν το έκανα επίτηδες», λέγεται ότι ήταν οι τελευταίες της λέξεις) και πως ήταν μια τρυφερή μητέρα. «Η βαθύτερη λύπη μου», έγραψε την ημέρα του θανάτου της, «είναι ότι πρέπει να εγκαταλείψω τα φτωχά παιδιά μας… Εζησα μόνο για αυτά». (Δείτε το trailer της νέας σειράς του BBC Two)
Διακόσια χρόνια αργότερα, όμως, εξακολουθούμε να μαλώνουμε για χάρη της. Η εικόνα της Μαρίας Αντουανέτας στη φαντασία των Ευρωπαίων δεν έχει μειωθεί καθόλου από την ημέρα που έφτασε στις Βερσαλλίες από τη Βιέννη, μια αμόρφωτη 14χρονη χωρίς στήθος και με πρόσφατα ισιωμένα δόντια. Ηταν τέρας, μάρτυρας ή μήπως απλώς μια μετριότητα, όπως το έθεσε ο Στέφαν Τσβάιχ το 1932 στη βιογραφία του «Μαρία Αντουανέτα, Πορτρέτο ενός κοινού χαρακτήρα»;
«Ούτε μεγάλη αγία της Βασιλοφροσύνης ούτε μεγάλη πόρνη της Επανάστασης» έγραψε ο αυστριακός συγγραφέας και ποιητής· η βασίλισσα δεν ήταν «ούτε φωτιά ούτε πάγος»· ήταν «η μέση γυναίκα του χθες, του σήμερα και του αύριο».
Και τώρα, η μίνι σειρά, την οποία υπογράφει η Ντέμπορα Ντέιβις, υποψήφια για Οσκαρ για το σενάριο της «Ευνοούμενης» του Γιώργου Λάνθιμου, επαναπροσδιορίζει την τελευταία γαλλίδα βασίλισσα, περιγράφοντάς την ως φεμινίστρια που αγωνίζεται για αυτοέκφραση σε μια άκαμπτη αυλή.
Η εκδοχή της Ντέιβις είναι μια απάντηση στη «Μαρία Αντουανέτα» (2006) της Σοφία Κόπολα, την οποία η Κίρστεν Ντανστ υποδύθηκε σαν βασίλισσα του χορού, να χορεύει σε σχολικό πάρτι με soundtrack των Siouxsie and the Banshees και των Bow Wow Wow φορώντας ροζ sneakers Converse All Star.
Ο αυθόρμητος φόρος τιμής της Κόπολα, γράφει στην Telegraph η Φράνσις Γουίλσον, αντιμετώπισε τις αποδοκιμασίες των κριτικών στις Κάννες· και η ακόμα πιο έντονη εκδοχή της Ντέιβις για τη ζωή στην Αυλή του 18ου αιώνα έγινε δεκτή από τους κριτικούς στη Γαλλία με ανάλογη περιφρόνηση όταν προβλήθηκε στο Canal+, τον περασμένο μήνα. (Δείτε το trailer της ταινίας της Κοπολα)
Η ιστορία ξεκινά το 1770, με τον γάμο της Μαρίας Αντωνίας Ιωσηφίνας Ιωάννας, Αρχιδούκισσας της Αυστρίας –όπως λεγόταν το 15ο παιδί της αυτοκράτειρας Μαρίας Θηρεσίας και του Φραγκίσκου Α’ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, πριν το όνομά της γίνει γαλλικό– με τον Λουδοβίκο Αύγουστο, δελφίνο της Γαλλίας (μετέπειτα Λουδοβίκο ΙΣΤ΄), στο πλαίσιο μιας ειρηνευτικής συμφωνίας: ο γάμος αυτός ήταν από νωρίς στα σχέδια της αυτοκράτειρας, με στόχο να συνάψει και να βελτιώσει τις σχέσεις της με τον βασιλικό Οίκο των Βουρβώνων, που κυβερνούσε σε Γαλλία, Ισπανία και Σικελία.
Μόλις εγκαθίσταται στη «φωλιά με τις οχιές» των Βερσαλλιών, η έφηβη Αυστριακή γοητεύει τον λάγνο βασιλιά Λουδοβίκο ΙΕ’, παππού του 15χρονου συζύγου της, τον οποίο και παντρεύεται δύο ημέρες μετά τη συνάντησή τους. Ο νεαρός γαμπρός, που παρουσιάζεται στη σειρά ως αυτιστικός, είναι σεξουαλικά ανίδεος, όπως και η νύφη, και για τα επόμενα επτά χρόνια η Αυλή και η χώρα περιμένουν την ολοκλήρωση του γάμου τους.
Το 1774, ο Λουδοβίκος ΙΕ’ πεθαίνει, ο Λουδοβίκος Αύγουστος αναγορεύεται Λουδοβίκος ΙΕ’ και η νέα βασίλισσα, βαριεστημένη και άτεκνη, προσλαμβάνει μια αμπιγιέζ και αποφασίζει να διασκεδάσει. Τι έχει αυτή η νεαρή Αυστριακή, αρχίζουν να αναρωτιούνται οι Γάλλοι, που μπορεί να υποβιβάσει έναν απόλυτο κυρίαρχο σε ανόητο και ανάξιο άνδρα;
Μια γκροτέσκα καρικατούρα
Ορισμένες σκηνές της σειράς, όπως εκείνες όπου η μαντάμ Ντι Μπαρί, η επίσημη ερωμένη του Λουδοβίκου ΙΕ’, πέφτει στην αγκαλιά του κατά τη διάρκεια των οικογενειακών γευμάτων ή προκαλεί σεξουαλικά τη Μαρία Αντουανέτα ενώ τις παρακολουθεί ο βασιλιάς, χλευάστηκαν στην κριτική της γαλλικής εφημερίδας Le Figaro ως «γελοίες, χυδαίες και άσεμνες».
Σε συνέντευξή της, η Εβελίν Λεβέ, συγγραφέας του βιβλίου «Marie Antoinette: The Last Queen of France», δήλωσε ότι «αν και είναι απαραίτητο να απελευθερωνόμαστε από την ιστορία για να πετύχουμε αυτό που λέγεται βιογραφία… αυτό είναι μια γκροτέσκα καρικατούρα. Ως ιστορικός, ντρέπομαι που οι θεατές πιστεύουν ότι αυτή η σειρά αντικατοπτρίζει με ακρίβεια την εποχή».
Η ερωμένη του βασιλιά, υποστηρίζει η γαλλίδα ιστορικός, δεν θα είχε ποτέ συμπεριφερθεί με αυτόν τον τρόπο, ούτε η Μαρία Αντουανέτα, που πίστευε στο θείο δικαίωμα των βασιλιάδων, θα ενεργούσε σαν «στρατευμένη φεμινίστρια». Η Le Figaro προτείνει, ακόμη, από εδώ και πέρα «να απαγορεύονται οι Βερσαλλίες στους αγγλοσάξονες κινηματογραφιστές».
Η Μαρία Αντουανέτα υποτίθεται ότι είχε εξωσυζυγική σχέση με τη Μαντάμ Ντι Μπάρι, ερωμένη του Λουδοβίκου ΙΕ’ (BBC)
Για να κατανοήσουμε τον γαλλικό εκνευρισμό που προκαλούν οι ιστορικές ανακρίβειες της σειράς, η Φράνσις Γουίλσον προτείνει στο άρθρο της στην Telegraph να θυμηθούμε τις αντιδράσεις των Βρετανών στην πέμπτη σεζόν του «Στέματος», αφού οι κριτικές είναι λίγο πολύ πανομοιότυπες, όπως σημειώνει. Το δράμα του Netflix, δήλωσε η ντέιμ Τζούντι Ντεντς, «φαίνεται πρόθυμο να θολώσει τα όρια μεταξύ της ιστορικής ακρίβειας και του χονδροειδούς εντυπωσιασμού». Και ο σερ Τζον Μέιτζορ, πρώην πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, χαρακτήρισε τις σκηνές που αφορούσαν τον ίδιο και τον πρίγκιπα Κάρολο «ένα βαρέλι γεμάτο κακόβουλες ανοησίες».
Ο χαρακτηρισμός «γκροτέσκα καρικατούρα», ωστόσο, είναι πραγματική ειρωνεία, καθώς αυτό ακριβώς υπέμεινε σε όλη τη ζωή της η Μαρία Αντουανέτα. Οι γκροτέσκες καρικατούρες της, γνωστές ως λίβελλοι, που κυκλοφορούσαν σε φυλλάδια, μπαλάντες, σκίτσα, ακόμη και σε βιβλία, ήταν ακριβώς αυτές που οδήγησαν τη βασίλισσα κατευθείαν στη γκιλοτίνα.
Στην αρχή, οι λίβελλοι κατά της Αντουανέτας, που ξεκίνησαν με την άφιξή της στην αυλή, τροφοδοτούνταν και χρηματοδοτούνταν από αποξενωμένους αυλικούς, μεταξύ των οποίων ο αδελφός του βασιλιά, Κόμης της Προβηγκίας, και ο Δούκας της Ορλεάνης, ο οποίος είχε εσωτερική πληροφόρηση για τα κουτσομπολιά των Βερσαλλιών. Ομως, στο διάστημα από την εκθρόνισή της, το 1789, μέχρι την εκτέλεσή της, το 1793, αυτό το ρεύμα μετατράπηκε σε «χιονοστιβάδα δυσφήμισης» χωρίς «ανάλογο στην Ιστορία της Συκοφαντίας», όπως αναφέρει ο ιστορικός Ρόμπερτ Ντάρντον.
Ορισμένοι από τους συκοφάντες της έλεγαν ιστορίες για μηχανορραφίες της Μαρίας Αντουανέτας πίσω από την πλάτη του βασιλιά, αλλά οι περισσότερες ήταν πορνογραφικές: την παρουσίαζαν να έχει σεξουαλικές σχέσεις με τον κουνιάδο της, τους ευγενείς της αυλής και τις κυρίες των τιμών. Ενα λιβελλογράφημα του 1789 διαφήμιζε μια όπερα με τίτλο «Η Αυστριακή Σκύλα και το Βασιλικό Οργιο», ενώ ένα άλλο την κατηγόρησε πως δηλητηρίασε τον γιο της, ο οποίος είχε πεθάνει από φυματίωση.
Οι συκοφαντίες κατά της βασίλισσας, στις οποίες κατ’ ουσίαν προβαλλόταν το άρρωστο σώμα του κράτους, δεν προκάλεσαν τόσο την απέχθεια του έθνους, άναψαν όμως τις φλόγες ενός φόβου που βρισκόταν ήδη εκεί. Ενώ οι ισχυρισμοί για ασυδοσία εκ μέρους της ήταν ανοησίες, οι σκανδαλολόγοι είχαν στη διάθεσή τους ένα μοναδικό, αδιαμφισβήτητο γεγονός: η Μαρία Αντουανέτα ήταν μια ισχυρή γυναίκα με έναν αδύναμο σύζυγο. Αυτό και μόνο την έκανε επικίνδυνη.
Ο δρόμος από τη Μαρία Αντουανέτα οδηγεί κατευθείαν στην Νταϊάνα, γράφει η Telegraph: ξανθιές και γαλανομάτες, με αγάπη για τις τουαλέτες, «δολοφονήθηκαν» και οι δύο από τον Τύπο, η δε ειρωνεία είναι ότι ο θάνατος της 36χρονης πριγκίπισσας της Ουαλίας, νεότερης κατά έναν χρόνο από τη Μαρία Αντουανέτα, συνέβη επίσης στο Παρίσι.
Στο μεταξύ, σε αυτή τη διαδρομή έχουν γίνει εκτροπές. Αμερικανοί ιστορικοί συνέκριναν τη δυσφήμιση της Χίλαρι Κλίντον με εκείνη της γαλλίδας βασίλισσας· και η Κάρι Τζόνσον απέκτησε το το παρατσούκλι «Κάρι Αντουανέτα» όταν επέλεξε χρυσή ταπετσαρία για την Ντάουνινγκ Στριτ, επαναφέροντας τη φήμη ότι οι τοίχοι στο «Μικρό Τριανόν» –το «αγροτικό καταφύγιο» της βασίλισσας στον κήπο των Βερσαλλιών– ήταν στολισμένοι με χρυσό και διαμάντια.
Κάποιοι βλέπουν τη Μέγκαν Μαρκλ –άλλη μια σύζυγο «πολεμίστρια» που στοχοποιείται από τμήμα των βρετανικών μέσων ενημέρωσης– ως την τελευταία ενσάρκωση της Μαρίας Αντουανέτας. Ποιός ξέρει όμως; Μπορεί οι Γάλλοι να γυρίσουν μια σειρά για τη Δούκισσα του Σάσεξ, η οποία αναμφίβολα θα θεωρηθεί «γκροτέσκα καρικατούρα» από τους Βρετανούς. (Λέτε να ξέρει κάτι παραπάνω η Φράνσις Γουίλσον;)