«Γιάννη παιδί μου τρώμε!…κλείσε το ραδιόφωνο κι έλα στο τραπέζι..», «πάλι στο αυτοκίνητο ήσουν;!..για το μάτς..θα σε φτιάξω όταν πάμε σπίτι!!». Αυτές είναι κάποιες από τις κλασικές κουβέντες της μάνας μου, τότε, παιδί ακόμα , που το ραδιόφωνο ή πιο σωστά το τρανζίστορ, τις Κυριακές τα μεσημέρια είχε την τιμητική του. Τότε που ποδόσφαιρο και τηλεόραση ανταμώνανε μόνο το βράδυ, μετέπειτα και στην «Αθλητική Κυριακή», περισσότερο ως επαλήθευση της δημιουργικής φαντασίας της επίτευξης του γκόλ, της χαμένης ευκαιρίας, της απόκρουσης του αγώνα.
Είναι η εποχή που η φωνή του εκφωνητή ενώνει και δονεί τις ψυχές όλων εμάς που αντιλαμβανόμαστε το ποδόσφαιρο όχι ως άθλημα, αλλά ως στάση ζωής. Είναι ακόμα τότε που η μπάλα ποδοσφαίρου ήταν ασπρόμαυρη, η περίφημη Telstar της Adidas, χωρίς χρώματα και σχέδια, αληθινή μπάλα, που στα γήπεδα οι οπαδοί κρεμόντουσαν σαν τα τσαμπιά από τα σταφύλια, που οι πλανόδιοι πωλητές έξω από τους ναούς της στρογγυλής θεάς πουλούσαν σακούλες για την βροχή φωνάζοντας το αμίμητο, «Βάζω στοίχημα θα βρέξει!», που το πλήθος αδιαφορούσε αν θα παρακολουθήσει τον ήρωα του όρθιος, αρκεί να ήταν δίπλα του, να μοιραζόταν την αγωνία του, την προσπάθειά του. Είναι η εποχή που το “Match of the Day”, ποιος άραγε ξεχνάει την μυθική μουσική υπόκρουση της εκπομπής;!, μπαίνει στη ζωή μας κάθε Σάββατο, αργοπορημένος κατά μια εβδομάδα ο αγώνας που θα βλέπαμε, για να πάρουμε το βάπτισμα του πυρός στον φανταστικό κόσμο του αγγλικού ποδοσφαίρου, με τις σκεπαστές κερκίδες και τους προβολείς.
Ο Κώστας Μπλιάτκας, περιγράφει την εποχή που η ποδοσφαιρική Κυριακή ήταν θεσμός, ένα είδος ιεροτελεστίας. Με καφέ, ούζα και μεζέδες πριν και μετά το μάτς, τα καφενεία να αποτελούν τόπους συνάντησης – με την απαραίτητη καζούρα να κυριαρχεί, αντίπαλοι και μη, όλοι θα περπατούσαν προς το γήπεδο παρέα, ενίοτε έπαιζε και το λεωφορείο της γραμμής, για να δουν τον ΠΑΟΚ του Κούδα, του Τερζανίδη, του Λόραντ, τον ΑΡΗ του Κεραμιδά, του Ζήνδρου, του Σκόμποε, τον Ολυμπιακό του Σιδέρη, του Κελεσίδη,του Συνετόπουλου, του Γουλανδρή, τον Ηρακλή του Χατζηπαναγή, του Φανάρα, του Γκέσιου, τον ΠαναθηναΪκό του Δομάζου, του Ελευθεράκη, του Αλβαρέζ, του Πούσκας, την ΑΕΚ του ΠαπαΪωάννου, του Μαύρου, του Φάντροκ, του Μπάρλου. Μια περιπλάνηση στην Ελλάδα του τότε, με φόντο φανέλες ποδοσφαιρικές, όλες μαυρόασπρες.. μα γεμάτες ψυχή και συναίσθημα.
Για όσους είχαν την ευλογία, γιατί περί αυτού πρόκειται, να ζήσουν την αξέχαστη αυτή εποχή ,το ταξίδι θα σας συγκινήσει. Θα σας κάνει παιδιά αναζητώντας και πάλι την αλάνα της γειτονιάς σας, που οι πέτρες θα παίξουν εκ νέου το ρόλο των δοκαριών, οι λάμπες του δρόμου θα καλύψουν το κενό των προβολέων και το όνομα ΓουέμπλεΪ θα είναι ο απόλυτος χαρακτηρισμός της. Για όλους τους υπόλοιπους, και μιλάω βεβαίως για τη νέα γενιά, της συνδρομητικής, του Internet, ε! τότε… «Λυπάμαι, χάσατε!».