Οσοι περνούν από την Ομόνοια δεν μπορεί να μην το έχουν προσέξει. Το Μπάγκειον και το αδελφάκι του στη συμβολή με την Αθηνάς, o Μέγας Αλέξανδρος. Δύο μεγάλα ξενοδοχεία που έχτισε κάπου στα 1890, σε σχέδια Ερνέστου Τσίλερ, ο θεωρούμενος εθνικός ευεργέτης (ανάλογος του μέντορά του, Ζάππα) Ιωάννης Μπάγκας, που βρέθηκε πάμφτωχος στην Αλεξάνδρεια, με ένα μόνον τάλιρο στην τσέπη, δούλεψε σαν ράφτης και κατάφερε να κάνει μια περιουσία και ένα ίδρυμα που βοηθάει οικονομικά εκατοντάδες ηλικιωμένους και φτωχούς, δίνει υποτροφίες σε φοιτητές που δεν έχουν τα μέσα, προσφέρει σε νοσοκομεία (με πάγια εντολή του Μπάγκα) αλλά και σε δράσεις για τον πολιτισμό και το περιβάλλον.
Πώς ξεκινήσαμε από το Μπάγκειον; Μα εκεί καταλήγει –προς το παρόν– η μουσική ιστορία ενός νέου μουσικού, που αποφάσισε να γίνει παραγωγός του εαυτού του, πέρα από δεινός κιθαρίστας και συνθέτης. Και να ανοίξει με τη μουσική του τις πόρτες του Μπαγκείου, για ένα βιντεοκλίπ του, ονειρικό, λουσμένο από… inner light (εσωτερικό φως, αν θέλετε).
Δεν ήταν εύκολο να χτίσει τη μουσική του ατμόσφαιρα στο εγκαταλειμμένο για πολλά χρόνια κτίριο. Χρειάστηκε ο ίδιος να γίνει και παραγωγός του βιντεοκλίπ. Και να καθαρίσει την εντυπωσιακή αίθουσα στην οποία απλώθηκε, λυτρωτικά, το Inner Light. Eνα ακόμη, μικρό πλην σταθερό βήμα προς τον πρώτο κύκλο της δουλειάς του. Το πρώτο του άλμπουμ. Οι χιλιάδες προβολές του βίντεο, στο Μπάγκειον, αλλά και των άλλων, Eastern Winds, Conception, Devotion, σε εξίσου υποβλητικούς χώρους, δείχνουν πως δεν είναι μόνος σε αυτά τα πρώτα βήματα. Χώρια οι καλοί μουσικοί που… παρέσυρε μαζί του.
Ποιος είναι όμως ο νέος αυτός μουσικός, ονόματι Antony Kein; Είναι κατ’ αρχάς ο Αντώνης Παπανδρέου, που προτίμησε να μη χρησιμοποιήσει μουσικά το επώνυμό του, για τους… πολιτικούς συνειρμούς και «την πολιτική φόρτιση που κουβαλάει», όπως μου εξηγεί. Και αυτό όχι τώρα. Τότε που είχε ξεκινήσει ως συλλέκτης βινυλίων, ριπάροντας και μιξάροντας μουσικές από βινύλια. Ως σινεφίλ κατέληξε στο όνομα του Μάικλ Κέιν, το έγραψε ως Kein και αυτό ήταν. Η καταγωγή του είναι μουσική. Ο πατέρας του, με καταγωγή από τη Λειβαδιά (η μητέρα του έξω από τη Λαμία), αν και ηλεκτρονικός αεροσκαφών κατά τα άλλα στην Αεροπορία, έγραφε μουσικές για το θέατρο: «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη, «Αρκούδα» του Τσέχωφ, «Φαύστα» του Μποστ. Εννέα χρονών ο μικρός Αντώνης απογειώθηκε στον αστερισμό της κιθάρας. Και άρχισε να μαθαίνει να παίζει Ντίλαν, Beatles, Pink Floyd, Σαββόπουλο και Χατζιδάκι, τον «βασιλιά των ουρανών», όπως τον χαρακτήριζε ο πατέρας του.
Κοκκινιώτης ο Αντώνης, στα 12 ξεκίνησε μαθήματα σε μια Seagull κιθάρα και έπειτα στο Δημοτικό Ωδείο Νίκαιας και πιάνο και θεωρία, για ενάμιση χρόνο, στον Πειραϊκό Σύνδεσμο. Κι όλα αυτά με παπιγιόν!
Μέχρι που η πρώτη του επανάσταση έγινε στα 15-16, όταν θέλησε να ξεκινήσει ηλεκτρική κιθάρα με την πρώτη του Fender Stratocaster. Ως μεγάλος φαν των Dire Straits και του Μακ Νόφλερ. Από έναν πωλητή, τον Μιχάλη, πήρε τις πρώτες συμβουλές, πώς να λειαίνει τα τάστα, να αλλάζει χορδές. Αν και αυτό δεν ανέκοψε την πορεία του προς το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, για σπουδές Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας. «Με ενδιέφερε πολύ η ανθρωπολογία του ήχου. Και η εθνομουσικολογία. Και η ιστορία των λαών δίχως ιστορία» μου λέει. Όμως εστίασε με ζέση εκεί. Και έκανε και πρακτική στο Ιστορικό Αρχείο του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Τελειώνοντας, το 2009, προσπάθησε να σπουδάσει Πολιτιστική Διαχείριση στο Πάντειο. Δεν πέρασε όμως, ήρθε το στρατιωτικό, έμεινε η αγάπη για τα βινύλια και τις μουσικές. Και ήρθαν και τα πρώτα συγκροτήματα. Με διασκευές Χέντριξ, Γκάλαχερ οι Electric Riots. Πρώτα μαζί με έναν ξάδελφό του, Αντώνη κι εκείνον. Έπειτα με τον φίλο τους, μπασίστα Νίκο Καζάκο και το Μάνο Χάλαρη. Να παίζουν σε μπαράκια. «Με πολύ πείσμα. Παίξαμε σε ό,τι υπήρχε».
Με τις «κλασικές διαφωνίες της μπάντας με τον τραγουδιστή», το πρώτο σχήμα αλλάζει. Μπαίνει η καθηγήτρια φωνητικής Κατερίνα Δημητρίου στα φωνητικά. Στους Vibe 69 πλέον. Εξαμελές σχήμα. «Μη βιώσιμο», όπως παρατηρεί ο Antony Kein. «Τέσσερα χρόνια με τις μπάντες τελμάτωσα», αποφαίνεται. «Δεν με γέμιζε πια. Έτσι, απλά, μου δημιουργήθηκε η διάθεση να γράψω μουσική. Χωρίς προγραμματισμό. Αβίαστα». Θυμήθηκε τον Νόφλερ. Και τον Μάικ Όλφιλντ. Κι άρχισε να «γεννά» μουσικά θέματα. Κι έπειτα να βάζει τα όργανα. Να τα ενορχηστρώνει. Σχεδόν αυτόματα, μου λέει. Σε μια μουσική που ο ίδιος της δίνει χαρακτήρα: «Cinematic lyrical». Λυρική κινηματογραφική, αν θέλετε.
«Είμαι επιμελής και τελειομανής», λέει. Και αυτό φαίνεται στα κομμάτια του που τους έδωσε, με πολλή προσωπική δουλειά και με την συνδρομή του Αποστόλη Λιάγκα, εικόνα. Όπως αυτή στο Μπάγκειον, όπου το γύρισμα κράτησε πάνω από εννέα ώρες. Ή άλλη στο Dudu Loft στο Μεταξουργείο. Στα 30 του πια, ως παραγωγός του εαυτού του και της δουλειάς του, με τα μαθήματα κιθάρας που κάνει (και ως dj σε μπαρ) χρηματοδοτεί όλα αυτά τα βιντεοκλίπ, που θα αθροιστούν σε ένα άλμπουμ 8 κομματιών που έχει στα σχέδια και στο μυαλό του. «Τα κάνω όλα εγώ. Ηχογραφώ. Μιξάρω. Δουλεύω το μάστερ». Όπως δούλεψε και με πολλούς καλούς μουσικούς: τον Περισυνάκη στην λύρα. Τον Τσάκα στο σαξόφωνο. Θαυμάζει τον Λάντσια.
«Ανεβάζω σε κάθε νέο κομμάτι το επίπεδο παραγωγής. Προσθέτω πράγματα. Ασχολούμαι με όλα. Από τα φώτα, μέχρι να μεταφέρω κόντρα πλακέ», είναι η επωδός του. «Είναι πολλά τα προβλήματα κάθε παραγωγής. Όμως έχω μία σταθερή: έχω πολύ μεράκι».