Σε ένα τραπέζι του Βοξ στην πλατεία ήταν το ραντεβού μας. «Ο Γιώργος Κορδέλλας είναι ο άνθρωπός σου» μου ΄χαν πει όταν με τους «Πρωταγωνιστές» αναζητούσαμε υλικό για την Κατερίνα Γώγου. Στα μαύρα ντυμένος. Πουκάμισο με ανασηκωμένα μανίκια, ένα τατουάζ στο αριστερό χέρι και τιράντες. Δεν μιλούσε πολύ, άκουγε. Μετά από δυο μέρες, ήρθε στο γραφείο μας με ένα λάπτοπ γεμάτο φωτογραφίες κι ένα ντιβιντί. Είχε βρει και είχε μετατρέψει ένα παλιό φιλμ –χομ βίντεο θα το λέγαμε σήμερα – από ένα βράδυ στην Τροίας.
Πριν λίγους μήνες, σε ένα άλλο καφέ, στα βόρεια προάστια συναντηθήκαμε για να μου δείξει το βιβλίο. Πώς μπορείς να «δουλεύεις» για κάποιον που αγάπησες πολύ; «Έχει περάσει πια καιρός».
Για μερικούς ανθρώπους η αγάπη είναι η αίσθηση και η πίστη ότι είσαι φτιαγμένος από την ίδια ζύμη, χώμα και νερό, μια χούφτα μπερδεμένη και σε σένα.
Τα λόγια που ακολουθούν είναι του Γιώργου Κορδέλλα όπως τα έγραψε για τον πρόλογο του βιβλίου Πάνω κάτω η Πατησίων (Εκδόσεις Οδός Πανός).
Εν αρχή ην ο Πόνος
Με ρωτάνε, συχνά, πώς ήταν η Κατερίνα.
Η Κατερίνα ήταν σαν όλους τους ανθρώπους: Πονούσε, φοβόταν, αγαπούσε, εξοργιζόταν, δινόταν, πλήγωνε και πληγωνόταν. Όμως, όλα, σε βαθμό υπερθετικό.
Η ευαισθησία και η σκληρότητα, η οργή και το έλεος, ο εγωισμός και η ανιδιοτέλεια ήταν τα απρόβλεπτα εναλλασσόμενα πρόσωπα της Κατερίνας.
Απρόβλεπτη, αυτό νομίζω πως είναι ό,τι πιό χαρακτηριστικό μπορεί να πει κανείς για ’κείνη.
Την Κατερίνα τη γνώρισα στις αρχές του ’81. Ζήσαμε μαζί στην Τροίας και στην Γ’ Σεπτεμβρίου και συνέχισα να τη βλέπω σχεδόν μέχρι το τέλος, αν και τα τελευταία χρόνια οι συναντήσεις μας είχαν αραιώσει.
Έζησα μαζί της τις «καλές» εποχές, που ο κόσμος την αναγνώριζε, την αγαπούσε, διάβαζε τα βιβλία της- κυρίως οι νέοι και οι αριστερίζοντες. Ήταν η εποχή που για πρώτη φορά μετά τα 40 της, άρχισε να εισπράττει θαυμασμό και αποδοχή. Ήταν μετά από την Παραγγελιά, όταν τα πρώτα της βιβλία –Τρία κλικ αριστερά και Ιδιώνυμο– επανεκδίδονταν με πρωτοφανείς ρυθμούς για τα ελληνικά χρονικά.
Όμως τα τραύματα μιας ευαίσθητης ψυχής, μιας πληγωμένης ψυχής που δεν αναισθητοποιήθηκε, ήταν συσσωρευμένα. Και η πίκρα και το γαμώτο έβρισκαν διέξοδο στα ποιήματά της. Τα όνειρα για έναν άλλο κόσμο γίνονταν οργή, οι λέξεις ήταν ξυραφιές, μνήμες, κραυγές, ύβρεις, δάκρυα.
Τη θυμάμαι να γράφει μανιωδώς πάνω στη γραφομηχανή της με το τσιγάρο να καίει στο τασάκι. Ή με την ακριβή πένα, που της είχε χαρίσει ένας φίλος-θαυμαστής της.
Ήταν αυτόματη η γραφή της Κατερίνας, λίγες φορές έκανε διορθώσεις, κυρίως όταν διάβαζε το γραπτό και δεν της «έβγαινε καλά» στο στόμα. «Δεν λέγεται, έλεγε, δεν είναι καλό εδώ». Και το ξανάγραφε προσπαθώντας να βρει το ρυθμό του. Με έβαζε να της τα διαβάζω, να τα ακούσει, και τσαντιζόταν όταν της εντόπιζα τα πολλά ορθογραφικά λάθη, που έκανε.
Υπήρξα ο πρώτος αναγνώστης πολλών από τα ποιήματά της. Αυτά του Ξύλινου Παλτού, των Απόντων, του Μήνα των Παγωμένων Σταφυλιών. Έγραφε επί μερόνυχτα, ξέκοβε από τον κόσμο γύρω της και όταν έβαζε την οριστική τελεία, απλώναμε τις δαχτυλογραφημένες Α4 στο πάτωμα, προσπαθώντας να αποφασίσουμε τη σειρά που θα είχαν τα ποιήματα στο βιβλίο.
Και όταν έπαιρνε τα πρώτα τυπωμένα αντίτυπα, το ένα ήταν για τη Μυρτώ και το άλλο για μένα.
Όταν γύρισα από τη Νέα Υόρκη, το φθινόπωρο του ’89, είχε μετακομίσει σε ένα σπίτι στην Τσαμαδού. Τη συναντούσα στα Εξάρχεια, στο καφενείο του Σάκη, στη Ράμπα και άλλα μπαράκια. Οι δρόμοι μας συναντιούνταν τυχαία πια.
Την τελευταία φορά που την είδα, τον τελευταίο χειμώνα πριν φύγει, ήταν στον Ευαγγελισμό. Μου είχε τηλεφωνήσει μετά από καιρό, εγώ δεν είχα τηλέφωνό της, δεν ήξερα καν πού έμενε, μου είπε πως είχε πάει στο Γιουλάκι (έτσι λέγαμε τη μάνα της). Με ρώτησε τι κάνει η Σφήνα, η σκυλίτσα που είχαμε και που είχε μείνει σε μένα. Ζούσε ακόμα τότε, είχε κλείσει τα δέκα χρόνια της, και την είχα εμπιστευθεί στη μάνα μου, στη Λάρισα. «Τουλάχιστον αυτή ζη καλά» είπε.
Μετά, έπεσε δουλειά, χαθήκαμε. Έμαθα για το θάνατό της όταν έκανα ακόμα γυρίσματα για την Αναστασία. Πήγα στην κηδεία της, αφήνοντας τη βοηθό μου να συνεχίσει το γύρισμα. Στο προαύλιο του Α΄ Νεκροταφείου βρήκα τον Κώστα, τον αδερφό της να κάθεται σε ένα πεζουλάκι. «Την είδες;» με ρώτησε. «Δεν μπήκα» είπα. «Καλύτερα…» είπε και κάθισα μαζί του. Δεν θέλησα να τη δω νεκρή, έχω την εικόνα της ζωντανή, έτσι την κράτησα στο μυαλό μου.
Στην πομπή, θυμάμαι τη Μυρτώ με μαύρα γυαλιά- μου φάνηκε σαν να είχε μεγαλώσει ξαφνικά. Η Βίκυ Βανίτα έκλαιγε κρεμασμένη στο μπράτσο μου, «πάει το Κατερινάκι μας» έλεγε, «πάει το Κατερινάκι μας».
Γιώργος Κορδέλλας
Καλοκαίρι 2012